Όταν οι ντόπιοι έμποροι συναντούν το ξανθό γένος
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή χώρα με ένδοξο παρελθόν από το οποίο, όμως, το μόνο που της είχε απομείνει ήταν η «φαιδρά πορτοκαλέα» και η φτώχεια των κατοίκων της. Σε αυτήν τη χώρα, ας την ονομάσουμε Ελλοπία, ζούσε ένας έμπορος που θεωρείτο αστέρι στις συναλλαγές του διότι πάντα λειτουργούσε με τον κώδικα αξιών του που όριζε ότι «εάν η καρδιά είναι αριστερά, η τσέπη είναι πάντα δεξιά». Η κύρια δραστηριότητα του εμπόρου μας ήταν η διευκόλυνση (πάντα με το αζημίωτο καθώς αγαπούσε πολύ τη χώρα του) όσων ξένων ήθελαν να κάνουν επενδύσεις αξιοποιώντας τα μικρά νησιά, τη γη, τον άνεμο και τα ύδατα της πατρίδας του. Μια μέρα κτύπησε την πόρτα του γραφείου του ένας ξένος που καταγόταν από το περίφημο ξανθό γένος του βορρά που, σύμφωνα με τις παραδόσεις, θα έσωζε την Ελλοπία από τους εχθρούς της. Ήθελε να κτίσει στην Ελλοπία ένα παλάτι για να φιλοξενεί (και αυτός με το αζημίωτο) τους συμπατριώτες του που επισκέπτονταν τη χώρα. Όμως είχε ένα μεγάλο πρόβλημα: δεν είχε όλα τα απαραίτητα κεφάλαια. Ο έμπορος συγκινήθηκε από την επιθυμία του εκπροσώπου του ξανθού γένους να επενδύσει στην πατρίδα του και δέχθηκε να τον βοηθήσει. Πράγματι, μετά από λίγες μέρες τον φώναξε και του ανέλυσε το σχέδιό του. Θα δημιουργούσαν δύο εταιρίες. Η μία θα ήταν η ιδιοκτήτρια του παλατιού, την ονόμασαν «Παλάτι» και η δεύτερη θα αναλάμβανε την κατασκευή του, την ονόμασαν «Εργολάβο». Μόλις ετοίμαζαν τα σχέδια, θα κατέθεταν αίτηση στο κράτος της Ελλοπίας για να επιχορηγήσει την κατασκευή του παλατιού (στην Ελλοπία βοηθούσαν με χρήματα των φορολογουμένων όσους ήθελαν να κατασκευάσουν παλάτια) και ο Εργολάβος θα ανέθετε το έργο της κατασκευής του παλατιού σε άλλες εταιρίες που τις ονόμασαν Υπερεργολάβους. Όλα εξελίχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο του εμπόρου. Το κράτος της Ελλοπίας ενέκρινε την επένδυση και αποφάσισε την επιχορήγηση της κατασκευής του παλατιού (ο έμπορος, μάλιστα, έκανε και δήλωση υποστήριξης της κυβέρνησης που από τη μια απομυζούσε τον ιδρώτα των πολιτών και από την άλλη επιχορηγούσε την κατασκευή παλατιών) και το παλάτι κατασκευάστηκε από τις εταιρίες που προσέλαβε ο Εργολάβος που δέχθηκαν να πληρωθούν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής επειδή γνώριζαν ότι πρόεδρος και στις δύο εταιρίες ήταν ο έμπορος του μύθου. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, το Παλάτι εξόφλησε τον Εργολάβο ώστε να πάρει την επιχορήγηση από το κράτος της Ελλοπίας αλλά ο Εργολάβος «ξέχασε» να πληρώσει τους Υπερεργολάβους για την κατασκευή του παλατιού. Αυτό ήταν, άλλωστε, το σχέδιο του εμπόρου: με τα χρήματα του κράτους της Ελλοπίας να κτιζόταν το παλάτι και οι πραγματικοί κατασκευαστές του να μην έπαιρναν ποτέ τα χρήματά τους. Μάλιστα, μετά την κατασκευή του παλατιού, ο έμπορος του μύθου παραιτήθηκε από τις δύο εταιρίες επειδή είχαν εκτιμηθεί οι γνώσεις και η εμπειρία του και του ανατέθηκε το βαρύ έργο να βρίσκει, πλέον, επενδυτές για το κράτος της Ελλοπίας.
Στις πόλεις και τα χωριά της Ελλοπίας κυκλοφορεί και μία άλλη εκδοχή του παραπάνω μύθου, σύμφωνα με την οποία και ο ίδιος ο έμπορος έπεσε θύμα των εκπροσώπων του ξανθού γένους στην ανιδιοτελή προσπάθειά του να φέρει επενδύσεις στην Ελλοπία. Όμως και αυτή η εκδοχή δεν συμφέρει και πολύ τον έμπορό μας καθώς θίγει τη νοημοσύνη του…
Δυστυχώς, το τέλος του μύθου, δεν περιλαμβάνει το γνωστό «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» διότι μέχρι τώρα οι μόνοι που ζουν πολύ καλά είναι ο έμπορος και οι ομοϊδεάτες του.
Αίσωπος Κανιστριώτης