«Η ζωή στο Νταχάου μοιάζει να είναι κάτι ανάμεσα στη ζωή ενός τάγματος που διαβιεί σε συνθήκες αυστηρής πειθαρχίας και τη ζωή ενός στρατοπέδου εργασίας… Βλέποντας πολλούς από αυτούς τους κρατουμένους, σκέφτεται κανείς ότι η κοινωνία δεν έχασε και τίποτα με τη φυλάκισή τους… Οι περισσότεροι είναι ξαπλωμένοι στο γρασίδι, μερικοί στη σκιά των λιγοστών δέντρων. Άλλοι έπαιζαν σκάκι, άλλοι διάβαζαν βιβλία, μα οι περισσότεροι δεν έκανα τίποτα. Επρόκειτο για τη σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα ενός στρατοπέδου αναψυχής…» O ανώνυμος συντάκτης που γράφει αυτές τις γραμμές δεν είναι κάποιος ναζί προπαγανδιστής, αλλά δημοσιογράφος των έγκριτων New York Times (23/4/1933), ο οποίος επισκέπτεται το Νταχάου εκείνη την άνοιξη και περιγράφει αυτές τις ειδυλλιακές εικόνες.
Αν νομίζετε πως είναι η εξαίρεση στον κανόνα, δεν έχετε παρά να ανατρέξετε στο συγκλονιστικό βιβλίο του Daniel Schneidermann, «Βερολίνο 1933 – Η στάση του Διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις (μετάφραση Γιώργος Καράμπελας).
Μια ενδελεχής έρευνα που παρακολουθεί τον τρόπο που οι ξένοι ανταποκριτές και οι βρετανικές, αμερικανικές και γαλλικές εφημερίδες (κυρίως) κάλυψαν τα γεγονότα της ανόδου των Ναζί στην εξουσία, τον διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων, από το 1933 μέχρι και τον πόλεμο.
Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου κοσμούν –δικαίως– οι φωτογραφίες δύο εκ των ελαχίστων δημοσιογράφων που τίμησαν εκείνα τα χρόνια το επάγγελμά τους: Είναι η Dorothy Thomson που απελάθηκε από τη Γερμανία το 1934 αλλά συνέχισε τον αντιναζιστικό της αγώνα με πάθος και ο Edgar Ansel Mowrer, ανταποκριτής της Chicago Daily News, που απελάθηκε το 1933 – υπήρξε πρόεδρος των ξένων ανταποκριτών στο Βερολίνο, όμως προκάλεσε την οργή του Γκέμπελς και εκδιώχθηκε για να αντικατασταθεί από πιο πρόθυμο συνάδελφό του.
Πραγματικά δεν ξέρω από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω με ένα βιβλίο που η κάθε του σελίδα είναι και μια αποκάλυψη: Να μαθαίνεις ότι το Associated Press όχι μόνο συνεργαζόταν στενά με το ναζιστικό καθεστώς, αλλά χαρακτηριστικότατα βασικός φωτογράφος του στη Γερμανία ήταν αξιωματικός των Ες-Ες, στη μονάδα προπαγάνδας της Μεραρχίας Άντολφ Χίτλερ…
Να διαβάζεις για τον τρόπο που κάλυψαν οι New York Times το δραματικό ταξίδι του «Σεντ Λούις», του περίφημου «πλοίου των καταραμένων» με του Εβραίους πρόσφυγες που δεν έγιναν δεκτοί σε Κούβα και ΗΠΑ για να επιστρέψουν στην Ευρώπη και να χαθούν οι περισσότεροι στα στρατόπεδα εξόντωσης…
Να βλέπεις την τύφλωση πολλών δημοσιογράφων, ή τη στενή διαπλοκή τους με τη ναζιστική εξουσία.
Να διαβάζεις τη συνέντευξη-πορτρέτο του Χίτλερ από τη Anne O’ Fare McCormick (New York Times, Ιούλιος 1933):
«…Τα μάτια του έχουν σχεδόν το χρώμα των γαλάζιων δελφινιών στο βάζο πίσω του, είναι παράξενα παιδικά κι αθώα…»
«Και οι Εβραίοι; Σε αυτό το στάδιο πώς αξιολογείτε τις θετικές και αρνητικές όψεις της αντισημιτικής σας πολιτικής;» (Καλά διαβάσατε: «θετικές» και «αρνητικές», σχολιάζει ο συγγραφέας.)
«Ο Καγκελάριος ανακάθεται στην καρέκλα και στρέφει το απόμακρο βλέμμα του… Όσο για τους διωκόμενους υποτίθεται Εβραίους, που τους βλέπετε να περπατούν γαλήνια στους δρόμους και να τρώνε στα καλύτερα καφέ του Βερολίνου, θα ήμουν ευτυχής αν τα έθνη που τόσο κόπτονται γι’ αυτούς τους άνοιγαν τις πόρτες τους…»
Η δημοσιογράφος δεν στέκεται ούτε στιγμή κριτικά και επί της ουσίας υιοθετεί την οπτική του Χίτλερ.
Όμως αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Όταν πάμε σε γεγονότα όπως το μποϊκοτάζ των εβραϊκών καταστημάτων, η «νύχτα των κρυστάλλων» ή η θέσπιση των νόμων της Νυρεμβέργης, η κάλυψη είναι εξοργιστική από το σύνολο σχεδόν των ανταποκριτών και των μέσων στα οποία εργάζονται…
Η βρετανική Daily Mail ξεπερνά και τους πιο φανατικούς. Γράφει ο ανταποκριτής της για την είσοδο του Χίτλερ στη Βιέννη το 1938, πως είναι η «πιο εκπληκτική εκδήλωση ενθουσιασμού» που είχε δει στη ζωή του και συμπληρώνει: «Σε όλη τη διαδρομή, πλήθη Αυστριακών περίμεναν να δουν τον Χίτλερ, εκφράζοντας πηγαία χαρά».
Ο Bertrand de Jouvenel, από την άλλη, Γάλλος δημοσιογράφος, θεωρεί το 1936 «ότι ο απλός αυτός άνθρωπος έχει αναλάβει γιγάντια καθήκοντα… Να βάλει τέλος στο παμπάλαιο γαλλογερμανικό μίσος». Ξέρουμε πώς έβαλε τέρμα αυτός ο «απλός άνθρωπος», ο Αδόλφος Χίτλερ.
Πέρα από την τεράστια έρευνα και την παράθεση πλήθους αποσπασμάτων από άρθρα και συνεντεύξεις, έχει μεγάλη σημασία η οπτική του συγγραφέα που δεν κουνάει το δάχτυλο, αλλά προσπαθεί αν κατανοήσει σε βάθος τις αιτίες που οδήγησαν στη χλιαρή στάση του διεθνούς τύπου για τα εγκλήματα των ναζί και κυρίως κατά των Εβραίων. Αναφέρεται αρκετά και στην αυτολογοκρισία που και σήμερα χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους στον Τύπο, πέρα από τα συμφέροντα που βρίσκονταν και βρίσκονται πίσω από ΜΜΕ. Ακόμη δείχνει πως ενώ τυπικά μπορεί να μεταδίδεις την πληροφορία, με τον τρόπο που το κάνεις μπορείς να την υποβαθμίσεις.
Όσο για το επιχείρημα πως «αυτά θέλει ο κόσμος», νομίζω δίνει την καλύτερη απάντηση, με την οποία θα κλείσω αυτή την πρώτη αναφορά στο βιβλίο:
Ο ρόλος μας ως δημοσιογράφων, και να με συγχωρείτε που υπενθυμίζω τα στοιχειώδη, είναι ακριβώς να αφυπνίζουμε τις συνειδήσεις. Σίγουρα δεν τα καταφέρνουμε πάντα. Σπάνια μόνο. Είναι όμως ο πρώτος και κύριος ρόλος μας, να κάνουμε το κοινό να ενδιαφερθεί για πράγματα που δεν θα το ενδιέφεραν αυθόρμητα – διαφορετικά, απλώς χορεύουμε στον σκοπό που μας βαράνε.
ΥΓ.: Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας αποτελεί ο ίδιος παράδειγμα ανυπότακτου δημοσιογράφου. Ενώ εργαζόταν στην εφημερίδα Le Monde σε βιβλίο του αποδοκίμασε τη στάση της εφημερίδας στη διαμάχη γύρω από την έκδοση του επικριτικού για τη Le Monde βιβλίου «La face cache du “Monde”», με συνέπεια να απολυθεί.