του Γιάννη Σχίζα
Τώρα που τα πράγματα με την Τουρκία βαίνουν κακώς, τώρα που η κυβέρνηση παρέχει τον «οβολό» της στη ΝΑΤΟϊκή επίθεση, έχουμε επί πλέον να κάνουμε με τον συμβατικό λόγο περί ποδοσφαίρου, με το σχολιασμό των μεγάλων ευρωπαϊκών διοργανώσεων, με τα μεγάλα συμβάντα στο χώρο των μεταγραφών: Το λόγο που μετά ένα γρήγορο ξεσκόνισμα φέρνει στην επιφάνεια το «ευ αγωνίζεσθαι», την αξία που έχει η συμμετοχή, τη σημασία να παίζεις μπάλα και ό,τι ήθελε προκύψει. Κατά πως δείχνει όμως και το πιο στοιχειώδες ψυχογράφημα, το οπαδικό ποδόσφαιρο εκτρέφει μια βουλημική επιθυμία για νίκες και επιτυχίες επί παντός αντιπάλου. Η σχέση του οπαδικού ποδοσφαιρόφιλου της θύρας 13 με την ήττα θυμίζει τη σχέση του κοινού θνητού με τον θάνατο: Που γνωρίζει μεν ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, όμως τον μεταθέτει στο απώτερο μέλλον…
Οι σκέψεις αυτές επέχουν θέση εμβολιασμού απέναντι στην αναπόφευκτα επερχόμενη ήττα – είτε νικήσουμε τη μικτή Ευρώπης, είτε το «αντιπροσωπευτικό συγκρότημα» του πλανήτη ολόκληρου! Η ήττα θα είναι παρούσα κάποτε και τότε θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε ωριμότερες σκέψεις, να δούμε την ολότητα του παιχνιδιού, να δούμε τη διαδοχή της επιτυχίας από την αποτυχία και αντιστρόφως, να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα των άλλων στη χαρά και στη νίκη. Κυρίως όμως και προπάντων, να αναγνωρίσουμε ότι το παιχνίδι δεν είναι η ζωή, ότι οι νίκες στα πλαίσιά του δεν είναι ρωμαϊκοί θρίαμβοι και οι ήττες δεν είναι «εθνικές τραγωδίες». Να αναγνωρίσουμε ότι το παιχνίδι είναι παιχνίδι, τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Κυρίως δε και προπάντων, να αντισταθούμε στη ρητορεία και μεγαλοστομία πάσης φύσεως .
Η λαοθάλασσα των πανηγυριστών που διακατέχεται από το σύμπλεγμα Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, είναι αυτή που έχει βιώσει την αυθαιρεσία και την έπαρση των ισχυρών – που έχει καταφρονηθεί από «μεγάλους αδελφούς», που ζητάει μια κατά φαντασίαν ισοφάριση
ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ και μάλιστα το οπαδικό τοιούτο, εκεί όπου κορυφώνεται η ένταση και γίνονται θεατά όλα τα μικρο-μεγέθη της συμπεριφοράς μας, επιτρέπει να γίνονται «ορατά δια γυμνού οφθαλμού» διάφορα στοιχεία της κοινωνικής ψυχοσύνθεσης. Και πριν απ’ όλα: Τα παραληρούντα πλήθη με τις γαλανόλευκες ή τα χρωματικά σύμβολα των διαφόρων ομάδων, τα χοροπηδήματα με την έξαλλη χαρά και τη συναδέλφωση, μας παραπέμπουν σε ένα από τα μεγάλα ελλείμματα της κοινωνικής ζωής μέσα σε συνθήκες γενικευμένου ανταγωνισμού και «μοναχικού καταναλωτισμού»: Δηλαδή στις μεγάλες, ανοιχτές, παγκοινωνικές γιορτές, τις γιορτές του καθενός και ολωνών μαζί, που απουσιάζουν γενικώς ή βιώνονται σπάνια. Ο λαός που κάποτε γεμίζει τις πλατείες και τους δρόμους διαδηλώνει υπογείως πλην σαφώς υπέρ της «Μέθεξης», υπέρ μιας συλλογικής ζωής, υπέρ της αδελφοσύνης. Η λαοθάλασσα των πανηγυριστών που διακατέχεται από το σύμπλεγμα Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, είναι αυτή που έχει βιώσει την αυθαιρεσία και την έπαρση των ισχυρών – που έχει καταφρονηθεί από «μεγάλους αδελφούς», που ζητάει μια κατά φαντασίαν ισοφάριση. Βέβαια κοντά σε όλα αυτά έρχεται και ο εθνικός ή τοπικός μας ναρκισσισμός, που δεν είναι απλά και μόνο μια αυτοκατάφαση ως αντίδραση στην έξωθεν ταπείνωση, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: Κάτι που βάλλει εναντίον των «άλλων» και κανοναρχείται από μια αίσθηση «περιούσιου λαού», που σημαίνεται με κουβέντες του τύπου «το δαιμόνιο της φυλής», η «εθνική ανωτερότητα» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Ο ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΣ «πυρετός» συνδυάζεται με απίθανες δόσεις μπουρδολογίας και νοητικών ακροβασιών, με τους σπίκερς να κάνουν ιστορικές αναφορές ,από τα Δερβενάκια μέχρι το Μάη του ‘68! Λίγους όμως βαθμούς παρακάτω υπάρχουν οφέλη: Γιατί μας κάνει αγώγιμους στη χαρά των σπορ χωρίς παραχωρήσεις στο πνεύμα του παραγοντισμού και των μεγάλων αφεντικών, που με κάθε περίπτωση ή κάθε συμβάν προβάλλονται. Γιατί μας αποκαλύπτει την κολοσσιαία κοινωνική ενέργεια του παιχνιδιού, της φαντασίας, της συμμετοχικότητας, του ερωτισμού, που υποκρύπτεται και ζητάει διεξόδους και καταστάσεις για να εκφραστεί. Γιατί μας πείθει ότι η πρώτη ύλη για έναν άλλο κόσμο υπάρχει…