Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον καθηγητή Βασίλη Αλεξίου, με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του Κώστα Βάρναλη Ο λαός των Μουνούχων.
Πριν από λίγο καιρό, από τις εκδόσεις Κέδρος, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Βάρναλη Ο Λαός των Μουνούχων. Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, το 1923. Ο Βάρναλης, όπως και στο Φως που Καίει, είχε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Χρόνια αργότερα, όταν βγήκε από τον Κέδρο, ο Πεζός Λόγος με παλιότερα κείμενά του, ο συγγραφέας προτίμησε να αφήσει έξω το ομώνυμο διήγημα ενώ, αντιθέτως, περιέλαβε τα άλλα δυο που συμπλήρωναν τη συλλογή.
Κι όμως, διαβάζοντάς το σήμερα, κρατάει μια μοναδική φρεσκάδα, ενώ είναι και κατά κάποιον τρόπο επίκαιρο. Το σημαντικότερο είναι ότι με τη νέα έκδοση μας δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψουμε και πάλι στο βαρναλικό έργο…
Ο επίκουρος καθηγητής Θεωρίας Λογοτεχνίας στο ΠΤΔΕ (Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης) του ΑΠΘ, Βασίλης Αλεξίου, είχε τη φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης στην οποία περιλαμβάνεται και μια σημαντική μελέτη του που αναδεικνύει σημαντικές πτυχές, όχι μόνο του έργου, αλλά και της γενικότερης φιλοσοφίας που κρύβεται πίσω από κάθε γραπτό του Βάρναλη, είτε είναι πεζό, είτε ποίημα, είτε δοκίμιο. Με αφορμή την έκδοση είχαμε μαζί του μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Θα μπορούσατε να μας πείτε, περιληπτικά, τι περιλαμβάνει το βιβλίο Ο Λαός των Μουνούχων του Βάρναλη;
Το βιβλίο περιέχει τρία, αρκετά εκτεταμένα, διηγήματα. Το πρώτο που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, μια αλληγορική αφήγηση για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις περιπέτειες της ταξικής πάλης. Το δεύτερο, Η Ιστορία του Αγίου Παχωμίου, όπου με έναν διαλογικό και διαλεκτικό τρόπο περιγράφεται η διαπάλη, από τη μια μεριά, ανάμεσα στον ιδεαλισμό, το μυστικισμό, την υποτίμηση του σώματος και των αναγκών του κ.ο.κ., και από την άλλη σε αυτό που θα ορίζαμε ως «καρναβαλική» αντίληψη του κόσμου, με την εξύμνηση του υλικού, του σωματικού, του «χαμηλού», του αναγκαίου και όλων εκείνων των αποκηρυγμένων –και πολλές φορές επικηρυγμένων– από την επίσημη ηθική και ιδεολογία στοιχείων. Και το τρίτο, Οι φυλακές, στο οποίο ο Βάρναλης προσπαθεί να αποδείξει, όπως λέει, «μια κοινότατη αλήθεια: πως εκείνοι που ζούνε από την ανθρώπινη δυστυχιά, γίνονται θεριά, αν πρόκειται να τους την πάρουνε, να τους λείψει…».
Πώς αποφασίστηκε να επανακυκλοφορήσει, μετά από τόσα χρόνια;
Τα διηγήματα που κυκλοφόρησαν το 1923, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του Φωτός που Καίει με το ίδιο ψευδώνυμο (Δήμος Τανάλιας), στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, εντάσσονται σε εκείνη την μεγαλόπνοη -και με συγκεκριμένη στοχοθεσία- στρατηγική που χαρακτηρίζει όλη τη διανοούμενη παραγωγή του Βάρναλη, μετά τη μεταστροφή του. Αυτή η στρατηγική που στην ποίησή του ενυλώνεται με το Φως που Καίει και τους Σκλάβους Πολιορκημένους, στην κριτική με το Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική, συμπληρώνεται, όσον αφορά την πεζογραφία, από τον Λαό των Μουνούχων και λίγο αργότερα από την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το έργο είναι, λοιπόν, συστατικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής και, πέρα από τη δικιά του ξέχωρη αισθητική και ιδεολογική αξία, φωτίζει το σύνολο και φωτίζεται από το σύνολο του έργου αυτής της δημιουργικής βαρναλικής δεκαετίας.
Ο ίδιος φαίνεται να είχε απορρίψει το ένα από τα τρία πεζά που συμπεριλάβατε στην έκδοση (τον Λαό των Μουνούχων). Εσείς, για ποιο λόγο θεωρείτε ότι έπρεπε να κυκλοφορήσει σήμερα;
Οι λόγοι της μη ένταξης του πρώτου διηγήματος στη συγκεντρωτική συλλογή Πεζός Λόγος (Κέδρος, 1956) από τον πάντα αυστηρό με τον εαυτό του Βάρναλη, ήταν τόσο αισθητικοί όσο και ιδεολογικοί. Αναφορικά με το δεύτερο, η κριτική που του έγινε, ιδιαίτερα «εξ ευωνύμων», για την απαισιοδοξία που χαρακτήριζε το συγκεκριμένο διήγημα, σίγουρα θα πρέπει να τον επηρέασε. Το ξαναδούλεμα, επίσης του διηγήματος και η προσθήκη ενός πιο αισιόδοξου και πολιτικά ορθόδοξου τέλος (που υπάρχει στο Αρχείο Βάρναλη) δεν φαίνεται να τον ικανοποίησε. Εντούτοις, το διήγημα φαίνεται πολύ πιο ζωντανό κι επίκαιρο ακριβώς σήμερα, αφού σε αυτό, όπως είχε παρατηρήσει παλιότερα ο Τίτος Πατρίκιος «η ποιητική ματιά του Βάρναλη πιάνει ορισμένα στοιχεία της ζωής που μονάχα στις μέρες μας αναπτύχθηκαν, σ’ όλη την τραγική τους ένταση».
Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έχει αξία να διαβάζουμε, σήμερα, Βάρναλη;
Ο Βάρναλης νομίζω πως είναι μια μοναδική, εντελώς ιδιόρρυθμη και ιδιόμελη περίπτωση, στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξοπλισμένος ο ίδιος με μια στέρεα θεωρητική και αισθητική σκευή και έχοντας μια βαθιά γνώση των αντιφάσεων του ποιητικού πράττειν, συλλαμβάνει ταυτόχρονα τα όρια και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ξυστρίζει, για να παραφράσω μια ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το σώμα της λογοτεχνικής γραφής κόντρα στα «νερά» του και διεκδικεί το δικαίωμα και τη δυνατότητα μιας λογοτεχνίας, η οποία θα παρεμβαίνει ως κοινωνική πρακτική, ως δημόσιος λόγος, ως αισθητική της αντίστασης και ως αντίσταση στην επίσημη αισθητική της κυριαρχίας, αμφισβητώντας έτσι τον κατεστημένο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στους ποικίλους σχηματισμούς λόγου. Και, μάλιστα, αυτή η προσπάθεια γίνεται σχεδόν «εκτός έδρας», δηλαδή χωρίς να υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη παράδοση, μια λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένη «γλώσσα», παρά μόνο μια μπουκωμένη με καταπίεση σιωπή, ρινίσματα απόκρυφου καρναβαλικού γέλιου και λιγοστά θραύσματα ετερολογίας. Αυτή την αξία και δραστικότητα της βαρναλικής γραφής φαίνεται να κατανόησαν περισσότερο οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι διέγνωσαν ευκρινώς αυτή την άκρως «ενοχλητική», βέβηλη καρναβαλική διάσταση του έργου του και τον απέπεμψαν, μετά το σάλο που ξεσήκωσε το Φως που Καίει, από τη δημόσια εκπαίδευση, τιμωρώντας τον, όπως γράφει ειρωνικά ο ίδιος ο Βάρναλης στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του, «ως δημόσιο υπάλληλο, ενώ είχε φταίξει ως ποιητής».
Η προσέγγισή του στη λογοτεχνία με «σκοπό» που έχει τόσο λοιδορηθεί, θα μπορούσε να είναι ένας δρόμος για τις μέρες μας;
Παίρνοντας υπ’ όψιν τη σημερινή κατάσταση, την απάντηση νομίζω πως δίνουν οι παρακάτω στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ (ενός δημιουργού με μια πορεία, εν πολλοίς παράλληλη με αυτήν του Βάρναλη) όταν, κάπου εκεί στη δεκαετία του 1930, έγραφε: Μέσα μου μάχονται/o ενθουσιασμός για την μηλιά που ανθίζει/και ο φόβος του μπογιατζή (Χίτλερ)./ Μα είναι το δεύτερο μονάχα/που στο γραφείο με καθίζει.
Μια πρόχειρη ματιά, εξάλλου, στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτήν την, προς το παρόν, αδύναμη αλλά υπαρκτή στροφή από μια γραφή εσωτερικού χώρου, σχεδόν Ι.Χ., από μια «πεζογραφία των οιστρογόνων» (όπως την είχε χαρακτηρίσει κάποτε στον Ιχνευτή ο μακαρίτης Κώστας Βουκελάτος) σε μια άλλη που έχει συνείδηση ότι η λογοτεχνία είναι πάνω απ’ όλα δημόσιος λόγος και μια βαθύτατα κοινωνική πολιτισμική πρακτική. Θέλω να πω πως, σιγά-σιγά, γίνεται περισσότερο κατανοητό πως ο χώρος της γραφής δεν είναι ερημική μεταμεσονύκτια λεωφόρος για μοναχικές σούζες τη πένας, αλλά πολυσύχναστο πέρασμα φωνών (ιδανικών κι αγαπημένων, ζωντανών ή νεκρών δεν έχει σημασία) κειμένων και υποκειμένων, αγώνων και αγωνιών, θορύβων και σιωπών.
Κώστας Στοφόρος