Γράφει o  Δημήτρης Αρμάος.

Όσο περνούν τα καλοκαίρια, βλέπεις: ένας παράξενος απόγονος του «σκυλάδικου» έχει επιβληθεί σε τεράστια μερίδα του κοινού γούστου. Οι λόγγοι και οι ραχούλες κάνουν «έκο», ενώ βαρβαρικά βιμπράτα σελαγίζουν ανά την επικράτεια. Σε λαοσυνάξεις με σκοπό τη μαζική «ψυχαγωγία», κάνει και παιανίσει η επί σκηνής μπάντα τίποτα λαϊκά «μιας εποχής», διόλου παράξενο, αν δεις να σηκώνεται κάνας «παράγοντας», κάνας μπεσαλής της αγοράς, κάνας κι απ’ τους «επίσημους», για να υποδείξει στους οργανοπαίχτες: «Παίξτε και κανένα “παραδοσιακό”!» (κάτι, δηλαδή, το οποίο αόριστες μόνο αναμνήσεις της δημώδους μουσικής κρύβει κάπου μέσα στους ήχους που βγάζουν τα βυσματωμένα βιολιά και τα κλαρίνα πίσω απ’ τα μικρόφωνα).

Και τι κέφι τρελό, όταν ο τραγουδιστής πια εξαπλώσει το ρεπερτόριό του, με άσματα όπου η ανοησία των στίχων αμιλλάται τη μονοτονία του ρυθμού! Τι λυγίσματα και τι τσακίσματα και τι κτύπος ποδών πάνω στη γη που την πατούμε και δεν εννοεί ν’ ανοίξει, όλοι μέσα της να μπούμε… Και καλά με το ρυθμό. Αλλά με τι στίχους συναρπαζόμαστε, βρε παιδιά;
«Πού να ’ναι τώρα η αγάπη μου, και λείπει όλη νύχτα απ’ το κρεβάτι μου;» αναρωτιέται ο ποιητής σε κορυφαίο δείγμα του εν λόγω ρεπερτορίου που οιστρηλατεί μέχρι παραλύσεως τους χαροκόπους μας. Το πρόσωπο που ομιλεί, κατέχει δικαιωματικά θέση στο πλευρό «του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ΄» και του Ευαγγέλου Χαλδούπη, βεβαίως, στην περίφημη πινακοθήκη κερατάδων που σχηματίζει ο Εμμανουήλ Ροΐδης, πλην όμως Έλληνες και Ελληνίδες κάθε ηλικίας φρενήρεις, μετά το τρίτο ποτηράκι (δεν θέλουν πολλά), ταυτίζονται πάνω στην πίστα με το χαρίεν του soliloquium. Αλλά ας μη μένουμε σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα: τη βλακεία ή την έλλειψη στοργής του ομιλούντος για την «αγάπη του» δεν την αντιλαμβάνεται κανείς; «Όλη νύχτα», τι κάνει αυτός στο «κρεβάτι του»; (Οι εικασίες σ’ εσάς.)
Μα, δεν είναι βλαξ: το «γύρισμα» που ακολουθεί αποκαλύπτει τη διορατικότητά του. «Προαισθάνομαι πως μ’ απατά και με προδομένα χείλη με φιλά». «Προαισθάνεται»: δεν διαισθάνεται, αν και «η υπόθεση τρέχει». (Η παραλλαγή «Το αισθάνομαι» απορρίπτεται από το κοινό…) Και τον φιλά «με προδομένα χείλη»: όχι με «προδοτικά». Όμως, η υποψία θεμελιώνεται στη συνείδηση του λυρικού υποκειμένου, κι έτσι στη συνέχεια εκφέρει μετά βεβαιότητος το ερώτημα: «Ποιον σφιχταγκαλιάζει μες στα χέρια της, και βάζει στην καρδιά μου τα μαχαίρια της;» Προσοχή: δεν τον αγκαλιάζει «με τα χέρια της», αλλά «μες στα χέρια της». Πώς ακριβώς εικονοποιεί τη διατύπωση ο χορευτής ή η χορεύτρια δεν εννοώ. Αφήνω, δε, στη φαντασία σας την τελική παράσταση της καρδιάς ως «σερβάντας», συρταριού ή απλής μαχαιροθήκης…
«Μα τι λες τώρα;», θα μου αντιτείνει ο που «ξέρει από ζωή»: «Όταν σε ξεσηκώνει ο ρυθμός, μικρό ρόλο παίζουν τα λόγια!» Σωστά: οι παλιοί δεν ξέρανε να κάνουνε οικονομία στους καλούς στίχους, άπαξ κι είχαν εξασφαλίσει τη μουσική που συγκινούσε το λαό γύρω τους…
Το δείγμα που ακροθιγώς ψηλαφίσαμε δεν είναι μεμονωμένο. Έχει σημασία, όμως, να σταθούμε στο λιοντάρι που είδαμε το νύχι του. Και να παρατηρήσουμε ότι την προλεταριοποίηση της μεσαίας τάξης (με την ευρεία και ουσιώδη της έννοια) που υλοποιεί και οικονομικά η πολιτεία υπό τις επιταγές του ΔΝΤ, εμείς την έχουμε εμπεδώσει προκαταβολικά σε επίπεδο εποικοδομήματος. Και παραπέρα: γίναμε μόνοι μας κουρελοπρολετάριοι, πριν μας στερήσουν το υστέρημα ή μας «τσούξει» το «παντεσπάνι» που χάνουμε (ανάλογα ο καθείς). Χωριάτες χωρίς ηθογραφία, κατά κάποιο τρόπο. Επαίτες της κακογουστιάς. Μήτε η «πατρίδα» Ανατολή, υποθέτω, δεν θα μπορεί να υποφέρει αυτό που μας «ψυχαγωγεί» εδώ κάτω.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!