Οι αντίπαλοι κατοχυρώνουν θέσεις ενόψει της Γενεύης ΙΙ. Του Victor Kotsev

Δεν υπάρχουν καλά νέα που να έρχονται τελευταία από το μέτωπο της Συρίας, χωρίς να συνοδεύονται από μία σκοτεινή πτυχή. Τη στιγμή που ανακοινωνόταν η ημερομηνία για την έναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων της Γενεύης ΙΙ -η μεγάλη ημέρα είναι η 22η Ιανουαρίου- ξέσπαγαν κάποιες από τις πιο άγριες μάχες, ανεβάζοντας τον απολογισμό των μέχρι στιγμής θυμάτων σε πάνω από 125.000.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι συνομιλίες θα διασφαλίσουν το τέλος της βίας αν πραγματοποιηθούν όπως έχει προγραμματιστεί (πολλά από τα μέλη της συριακής αντιπολίτευσης και ειδικά οι αντάρτες είναι αντίθετοι και δεν έχει ξεκαθαριστεί ποιος ακριβώς θα τους εκπροσωπήσει). Ωστόσο, όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές δείχνουν να προετοιμάζονται γι’ αυτές, ενώ οι συγκρούσεις κλιμακώνονται καθώς στόχος όλων είναι να κατακτήσουν όσο γίνεται περισσότερες περιοχές, το ταχύτερο δυνατό, ώστε να δημιουργήσουν εδαφικά τετελεσμένα και να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση.
Οι μεγαλύτερες μάχες εκτυλίσσονται βόρεια της Δαμασκού και στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη, αν και καθημερινά αναζωπυρώνονται πολλά μέτωπα. Στόχος του προελαύνοντος συριακού στρατού, όπως ανέφερε έγκυρη πηγή στο πρακτορείο Agence France-Presse, είναι αρχικά να σταματήσει την πρόσβαση των ανταρτών στον Λίβανο κατακτώντας την ορεινή περιοχή Κουαλαμούν κοντά στα σύνορα, στη συνέχεια να σαρώσει τα περίχωρα της Δαμασκού και του Νότου και τότε μόνο να στρέψει την προσοχή του βόρεια και βορειο-ανατολικά, όπου δυνάμεις ανταρτών, εξτρεμιστές με δεσμούς με την Αλ Κάιντα και Κούρδοι ελέγχουν μεγάλα τμήματα εδάφους.

Πολύτιμο «έπαθλο» το Χαλέπι
Το Χαλέπι αποτελεί εξαίρεση στο σχέδιο αυτό, με τον κυβερνητικό στρατό να καταλαμβάνει μία σειρά πόλεων και βάσεων κοντά σε αυτό τις τελευταίες εβδομάδες, και να προωθείται στις ανταρτο-κρατούμενες περιοχές εντός της πόλης μέσα από σκληρές μάχες. Μεγαλύτερη πόλη της Συρίας και πρώην βασικό εμπορικό κέντρο, το Χαλέπι, αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολύτιμο «έπαθλο» με πολιτική αλλά και πρακτική σημασία. Κατά συνέπεια, ο πρόεδρος Άσαντ ανυπομονεί να καταγράψει κέρδη στο μέτωπο αυτό, ακόμα και με το ρίσκο να διασκορπίσει υπερβολικά το στρατό του σε πολλαπλά μέτωπα.
Παρά τις πρόσφατες επιτυχίες της, όμως, η επανάκτηση ολόκληρης της χώρας από τις κυβερνητικές δυνάμεις θα είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα, δεδομένου ότι απέναντί της βρίσκονται περί τους 100.000 ένοπλους αντάρτες, μεταξύ των οποίων περί τους 15.000 αποφασισμένους οπαδούς της Τζιχάντ. Ακόμα και οι μάχες κοντά στην έδρα του καθεστώτος στη Δαμασκό αποδεικνύονται εξαιρετικά δύσκολες και αιματηρές, με δεκάδες νεκρούς καθημερινά μεταξύ των στρατιωτών και των φιλο-κυβερνητικών πολιτοφυλάκων. Πρόσφατα οι πολιορκημένοι αντάρτες επανέκτησαν τον έλεγχο αρκετών πόλεων και χωριών γύρω από την πρωτεύουσα και οι μάχες συνεχίζονται.
Αν δώσει κανείς βάση στα στοιχεία του Συριακού Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βασικής πηγής για τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης για τέτοιου είδους στατιστικές, οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις έχουν υποστεί κατά τι περισσότερες απώλειες από τους αντάρτες στις πρόσφατες μάχες και στον πόλεμο ευρύτερα, με τους θανάτους μεταξύ αμάχων να αντιπροσωπεύουν το ένα-τρίτο του συνόλου. Αν οι συγκρούσεις συνεχιστούν με τέτοια ποσοστά απωλειών, ο Άσαντ που αντλεί τους οπαδούς του κυρίως από τις μειονότητες της χώρας, θα ξεμείνει από άντρες.
Αναμφίβολα, ο Σύρος πρόεδρος διαθέτει κάποια στήριξη από το εξωτερικό, όπως στρατιώτες από τη Χεζμπολά του Λιβάνου, Ιρακινούς σιίτες αντάρτες και το Ιράν. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους αντάρτες, ιδίως αυτούς που συνδέονται με ομάδες της Αλ Κάιντα που έχουν συγκεντρώσει χιλιάδες οπαδούς της Τζιχάντ από όλο τον κόσμο, με «πρωτοφανή» ιδίως προσέλευση από τη Δυτική Ευρώπη.
Αυτό που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την πρόβλεψη για το μέλλον του πολέμου είναι ότι οι βαθιά διχασμένοι αντάρτες διέρχονται φάση μεγάλων ανακατατάξεων, που βρίθουν ίντριγκας και εσωτερικών διαφωνιών αλλά είναι βασικά άγνωστες στον έξω κόσμο. Εν μέρει λόγω των πιέσεων που δέχονται από τις επιθέσεις του καθεστώτος, κάποιες από τις πλέον ισχυρές ισλαμιστικές ομάδες στη χώρα ένωσαν πρόσφατα τις δυνάμεις τους για να σχηματίσουν αυτό που θεωρείται ο μεγαλύτερος αντάρτικος στρατός στο πεδίο της μάχης αφού αριθμεί περί τους 45.000 μαχητές και αποτελεί αξιόμαχο αντίπαλο για τον Άσαντ, τα κατάλοιπα του Ελεύθερου Συριακού στρατού και την Αλ Κάιντα μαζί. Την ίδια στιγμή, όμως, κυκλοφορούν οι πρώτες αξιόπιστες πληροφορίες για αυτομολήσεις ανταρτών προς τον στρατό, ενώ ειδικά στο Χαλέπι η αντιπολίτευση φέρεται να ανησυχεί ότι στους κόλπους της ίσως έχουν εισχωρήσει περισσότερες φιλοκυβερνητικές ομάδες, κάτι που θα διευκόλυνε την προέλαση της κυβέρνησης. Καθώς δε οι βιαιότητες από την πλευρά των ξένων «Τζιχαντιστών» και άλλων ανταρτών σε βάρος αμάχων έχουν πυκνώσει, ορισμένοι σουνίτες μουσουλμάνοι (η παραδοσιακή βάση στήριξης της αντιπολίτευσης) λέγεται ότι έχουν οργανώσει τους δικούς τους φιλοκυβερνητικούς πολιτοφύλακες.
Σε αυτό το ασταθές μείγμα έρχεται να προστεθεί ο παράγοντας Κούρδοι, οι βασικές δυνάμεις των οποίων στη Συρία προωθούν αργά τη συνένωση των τριών ξεχωριστών τους θυλάκων στα βορειο-ανατολικά και την εγκαθίδρυση, εκεί, μίας αυτόνομης κυβέρνησης. Οι Μονάδες Προστασίας του Λαού ή YPG ακολουθούν πολιτική ουδετερότητας απέναντι στο συριακό καθεστώς και αποκρούουν τους αντάρτες και τους μαχητές της Αλ Κάιντα, ενώ παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις στη γειτονική Τουρκία, η οποία αντιτίθεται στις κινήσεις τους και τους έχει επιβάλει εμπάργκο.
Εν τούτοις, παρά την πρόσφατη απότομη αύξηση της βίας, των συνωμοσιών στους κόλπους των ανταρτών και των νικών της κυβέρνησης, η κυρίαρχη εντύπωση που δίνουν οι αναφορές από τη Συρία είναι ενός πολύ σοβαρού αδιεξόδου. Αν μη τι άλλο, πάντως, η ανανέωση των προσπαθειών από κάθε πλευρά να εδραιωθεί και να διευρύνει τα κέρδη της ενόψει των ειρηνευτικών συνομιλιών, αποτελεί ελπιδοφόρο σημάδι, μία ένδειξη ότι όλες οι πλευρές τις παίρνουν στα σοβαρά. Ο πιθανός διαμελισμός της Συρίας στο μέλλον, στα πρότυπα της Γιουγκοσλαβίας, που ίσως αποδειχθεί ο πλέον ρεαλιστικός τρόπος να μπει τέλος στη βία, είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται στο μυαλό όλων.

* Ο Victor Kotsev είναι αρθρογράφος
του Asia Times, από όπου
και αναδημοσιεύουμε το άρθρο

Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!