Ολοκληρώθηκε η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην Τουρκία και είναι απορίας άξιο ποιοι ήταν οι λόγοι που έκριναν υποχρεωτική τη διεξαγωγή της. Κάνουν λόγο για «επιβεβαίωση του θετικού κλίματος» στην κυβέρνηση και μιλούν για την ανάγκη για ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας αν θέλουμε να έχουμε «ήρεμα νερά στο Αιγαίο». Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πάει ένα βήμα παραπέρα, πανηγυρίζοντας για τις ευκαιρίες στον οικονομικό τομέα που ανοίγει η αναθέρμανση των σχέσεων μας με τη γείτονα. Ο στόχος για διπλασιασμό των εμπορικών συναλλαγών, η συγκρότηση του Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου αλλά και η διευκόλυνση στην έκδοση βίζας σε Τούρκους τουρίστες σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στα πλαίσια της «θετικής ατζέντας», παρουσιάζονται ως ο δρόμος για την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων παρά τις εκφρασμένες διαφωνίες. Αναρωτιόμαστε τι πραγματικά έχει να κερδίσει η χώρα –και όχι απλά κάποιοι εργολάβοι ή επιχειρηματίες του Τουρισμού– από αυτές τις επιλογές, που απειλούν την Ελλάδα, με de facto δορυφοροποίηση από τη μεγαλύτερη και παραγωγικότερη τουρκική οικονομία; Στην πραγματικότητα τα παραπάνω δεν είναι ούτε αιτία ευχαρίστησης όπως λέει η κυβέρνηση, ούτε μια «θετική ισοπαλία» όπως γράφουν Τα Νέα∙ είναι ένα σημαντικό πισωγύρισμα για τη χώρα μας που δίνοντας συγχωροχάρτι στην Τουρκία, οδηγείται σε μια βήμα-βήμα υιοθέτηση μεγάλου μέρους της ατζέντας της και γι’ αυτό επιβεβαιώνουν όσους πριν την επίσκεψη επέμεναν ότι αυτή η συνάντηση δεν θα έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί.
Σκηνοθετημένη σύμπνοια
Αν παρακολουθήσει κανείς τις δηλώσεις των δύο ηγετών, βλέπει πως έγινε μεγάλη προσπάθεια να βγουν εκτός κάδρου τα σημεία κλειδιά των ελληνοτουρκικών διαφορών. Κυπριακό, ΑΟΖ, ενεργειακά, παρόλο που είναι προφανές πως ήταν μέρος της ατζέντας των συνομιλιών, υποβαθμίστηκαν στον δημόσιο λόγο. Ακόμη και για την πρόσφατη πρόκληση της Άγκυρας με την επαναλειτουργία της Μονής της Χώρας ως τζαμί, οι ελληνικές αντιδράσεις –παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις– ήταν χλιαρές, με τον Κ. Μητσοτάκη να εμφανίζεται μάλιστα ικανοποιημένος με την υπόσχεση του Σουλτάνου να επιτρέπει σε μη μουσουλμάνους πολίτες να επισκέπτονται το μνημείο, βάζοντας στην πράξη και τη δική του υπογραφή και νομιμοποιώντας τα τετελεσμένα του Ερντογάν, κόντρα στην πολιτιστική ταυτότητα του ιστορικού αυτού μνημείου.
Μοιάζει εν τέλει, όπως σχολίασε και ο Γ. Πρετεντέρης, ότι η μόνη στιγμή έντασης μεταξύ των δύο ηγετών ήταν όταν αναφέρθηκαν στη Χαμάς και τον πόλεμο που διεξάγει το Ισραήλ, με τον Κ. Μητσοτάκη να κάνει λόγο για «τρομοκρατική οργάνωση» και τον Τούρκο πρόεδρο να σπεύδει να τον «διορθώσει» επιμένοντας στην πολιτική οικειοποίησης της παλαιστινιακής υπόθεσης ως χαρτί στο μεγάλο παζάρι με τη Δύση. Είναι τέτοια η σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να υπηρετήσει πιστά το σενάριο ελληνοτουρκικής προσέγγισης που μοιάζει να γράφτηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που ο εκπρόσωπος της μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο να προβληθεί ως εκπρόσωπος της «σωστής πλευράς της Ιστορίας» παρά της χώρας που εκπροσωπεί.
Νατοϊκή ομπρέλα
Και όμως τα μεγάλα αγκάθια των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι πάντα παρόντα. Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ, το Κυπριακό, το διαρκές γκριζάρισμα στο Αιγαίο είναι τα θέματα στα οποία, μέσω της «θετικής ατζέντας» και του ανατολίτικου παζαριού –παλιότερα και ίσως και στο μέλλον με τον τσαμπουκά– επιδιώκει η Τουρκία να πετύχει τετελεσμένα. Η ελληνική ελίτ και μερίδες όλου του πολιτικού συστήματος, μοιάζουν διατεθειμένοι για υποχωρήσεις, υπό την απειλή του πολεμικού κινδύνου. Το είπε ξεκάθαρα ο ΥΠΕΞ πριν μερικές εβδομάδες, το παπαγαλίζουν εμμονικά όλοι οι υπέρμαχοι της Χάγης, λειτουργώντας στην πράξη σαν μεγάφωνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, εθίζοντας την κοινή γνώμη στη λογική της υποταγής. Πλάι στα παραπάνω η ψευδαίσθηση πως οι «σύμμαχοι» και κυρίως οι ΗΠΑ, τις κρίσιμες στιγμές θα λειτουργήσουν ως ασπίδα προστασίας προς τη χώρα μας, κόντρα σε κάθε γεωπολιτικό ρεαλισμό, κόντρα σε κάθε ιστορική εμπειρία.
Το πολιτικό προσωπικό μοιάζει προγραμματισμένο να εκτελέσει και αυτό το γεωπολιτικό συμβόλαιο. Ελπίζει ότι δεν θα «κάτσει» στη βάρδια του η στραβή της πολεμικής ανάφλεξης ή της μεγάλης εθνικής μειοδοσίας και κερδίζει χρόνο παραχωρώντας γη και ύδωρ στους δυτικούς συμμάχους και στα κάθε λογής συμφέροντα. Άλλωστε, ακόμη και αν το πολιτικό κόστος τέτοιων επιλογών είναι πολύ βαρύ, η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι οι σύμμαχοι-πάτρωνες του είναι ιδιαίτερα γενναιόδωροι με ηγέτες –όπως ο κ. Τσίπρας μετά την Συμφωνία των Πρεσπών ή ο ΓΑΠ μετά τα μνημόνια– που υπηρετούν τους σχεδιασμούς τους και απορρίπτονται από τις κοινωνίες.