Του Θεόδωρου Τσελεπή. Αγαπημένε φίλε μου Χαράλαμπε,
Χρόνια τώρα ήθελα να σου πω πόσο μικροπρεπής και σιχαμένα βολεμένος είσαι, αλλά δεν τολμούσα να στο πω, από μια κακώς εννοούμενη ευγένεια.
Σε θυμάμαι στις αρχές, όταν σε γνώρισα, να επιχαίρεις για την κληρονομιά που σου άφησαν τα πεθερικά σου και να τους βλαστημάς που δεν σου τα άφησαν όλα, γιατί είχαν κι άλλα παιδιά να φροντίσουν. Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω πώς παντρεύτηκες εκείνο το πλάσμα, που όταν τη ρώτησα «πού ήσουν όταν χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι», μου απάντησε: «Πότε χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι;» Αργότερα κατάλαβα πως εκτός από πολλά κιλά είχε και πολλά λεφτά κι έτσι μου λυθήκαν όλες μου οι απορίες.
Σε θυμάμαι να με κοιτάς περίεργα και να μου λες «καλά, εσύ δεν έχεις κάτι στην άκρη να επενδύσεις στο Χρηματιστήριο;». Μόλις είχα γυρίσει στο σπίτι από το λατομείο που δούλευα τότε και μου επιδείκνυες τα κέρδη σου, με κείνη την αλαζονεία του ανθρώπου που κορόιδεψε το σύστημα και τα ’κονόμησε μέσα σε μια νύχτα. «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», μου έλεγες.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που χτύπαγες με μανία το κουδούνι μου για να πάμε μια βόλτα, όπως μου είπες. Βαριόμουν αλλά είπα να μη φανώ αγενής. Ντύθηκα και κατέβηκα. Σε είδα να λάμπεις από ευτυχία για το νέο σου αμάξι. Μόλις το είχες αγοράσει. Ένα ολοκαίνουργιο τζιπ από αυτά που έβλεπα στην τηλεόραση να κουβαλάν τον Σάββα και τον Χριστόδουλο στη ΓΑΔΑ για τις ανάγκες του διψασμένου για αίμα τηλεοπτικού κοινού. Πάλι δεν είπα τίποτα, ακόμα κι όταν διασχίζαμε τους δρόμους της πόλης με κατεβασμένα τα παράθυρα και το CD player στη διαπασών, να μιλά για κάποιον, που θα γινόταν παλιόπαιδο και θα έπινε και θα έσπαγε… Δεν βαριέσαι, έλεγα, και βυθιζόμουν στο κάθισμα γιατί ντρεπόμουν να μη μας δει κάνας γνωστός.
Ήσουν πάντα ξεκούραστος γιατί δεν σε ενδιέφερε να κάνεις μάθημα στην τάξη, μα να αυξάνεις όσο το δυνατόν περισσότερο τις ώρες των ιδιαίτερων μαθημάτων σου. Ξεκινούσες από το μεσημέρι και τελείωνες αργά τη νύχτα. Όχι γιατί είχες πρόβλημα επιβίωσης, αλλά γιατί το τζιπ ήθελε και δερμάτινα καθίσματα. Έπειτα «ήρθε» η μηχανή για να θυμάσαι τα νιάτα σου, όπως έλεγες, και στο τέλος το εξοχικό στη Χαλκιδική για να πηγαίνετε τα καλοκαίρια. Σε συμπονούσα γιατί και μεις με το ζόρι πληρώναμε το ενοίκιο για το σπίτι που μέναμε και το Lada πάλι ήθελε service.
Θυμάμαι βέβαια πολύ καλά, τους καβγάδες σου με τη γυναίκα μου που σου έλεγε «ούτε τώρα Χαραλάμπη θα απεργήσεις;» Και συ την έλεγες κορόιδο που συμμετείχε στις συνελεύσεις των εκπαιδευτικών και πως αυτές οι σποραδικές απεργίες είναι βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης. Τέντωνες τη φωνή σου και φτύνοντας ούρλιαζες: «Μόνο σε μια απεργία διαρκείας που θα είχε και κάποιο νόημα θα δεχόσουν να συμμετέχεις». Θυμάμαι, πάντα έβριζες την Αριστερά που έδιωχνε τους επενδυτές, που κάλυπτε τους συνδικαλιστές και την θεωρούσες το «άλλο άκρο». Έλεγες πως το Μνημόνιο είναι ευκαιρία και πως χρειαζόταν να μπει μια τάξη στην τελευταία σοβιετική δημοκρατία, όπως χαρακτήριζες την Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βραδιά των εκλογών που με έψαχνες στο τηλέφωνο για να μου πεις «δικέ μου, εγώ τον ψήφισα τον Αλέξη». Όχι βέβαια με τα πρώτα exit polls, αλλά αργότερα όταν ήσουν σίγουρος πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε 27%. Δεν ξέρω, βέβαια, τι είχες κατά νου αλλά τώρα φαντάζομαι.
Αγαπημένε μου φίλε Χαράλαμπε. Σίχαμα της κοινωνίας. Δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι που δεν πρόλαβες να απεργήσεις αυτή τη φορά, γιατί απολύθηκες. Εγώ δεν είμαι κακός ούτε μικρόψυχος. Να ξέρεις πως σε αυτή την απεργία η γυναίκα μου θα απεργήσει και για σένα και για όλους τους άλλους που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Μόνο, σε παρακαλώ, μη μου ξαναμιλήσεις.
Ο πρώην φίλος σου
Θεόδωρος Τσελεπής, άνεργος