Τρεις εμβληματικές προσωπικότητες, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης και ο τρόπος που αντιλήφθηκαν την Ελλάδα, την ιστορία της και τον «ελληνισμό» απασχολούν την Έφη Γαζή στο νέο της βιβλίο «Άγνωστη χώρα. Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις.
Πέρα από τον Εφταλιώτη που περισσότερο έμεινε στην κοινή συνείδηση για το λογοτεχνικό του έργο και τη μετάφραση της Οδύσσειας, ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ακροδεξιά ως υποτίθεται πνευματικοί της πρόγονοι, αν και τα πράγματα έχουν πολύ περισσότερες αποχρώσεις, ειδικά στην περίπτωση του Δραγούμη.
Η συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον καθένα με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Ιστορίες της Ρωμιοσύνης» (Εφταλιώτης), «Η Ελληνική Γραμμή» (Γιαννόπουλος) και «Ελληνισμός και Έλληνες» (Δραγούμης).
Με εξαιρετική γραφή και πλούσια βιβλιογραφία η συγγραφέας καταφέρνει να αναδείξει άγνωστες και βαθύτερες πτυχές του έργου τους, και πέρα από τον αντιδυτικισμό τους, να ανιχνεύσει ποιες ήταν οι προτάσεις για το μέλλον της χώρας και τη θέση της στον κόσμο, ενώ σημαντικά είναι τα όσα πρέσβευαν και για τη λογοτεχνία.
Μαθαίνουμε πράγματα που μάλλον είναι άγνωστα στους περισσότερους όπως το ότι ο Εφταλιώτης συνέβαλε στην ενσωμάτωση του όρου Ρωμιοσύνη στην εθνική ιστορία. Ενός όρου που τότε δεν ήταν ευρύτερα δεκτός.
Ο Γιαννόπουλος, από την άλλη, αποδεικνύεται ενίοτε προφητικός, υποστηρίζοντας πως οι Ευρωπαίοι ήθελαν να μετατρέψουν την Ελλάδα «σε ένα μεγάλον ξενοδοχείον» και τους κατοίκους της σε «τέλειους λακέδες εις τας θύρας των ξενοδοχείων»…
Ο Δραγούμης άλλαζε συχνά απόψεις και μάλιστα υπήρξε και περίοδος που γοητεύθηκε από τους μπολσεβίκους, ενώ το γενικότερο σχέδιό του που υπηρέτησε και ως διπλωμάτης απέχει πολύ από αυτό που θα χαρακτήριζε κανείς ως στενά «εθνικιστικό». Διάβαζε την Humanite και σημείωνε πως ξεσκεπάζει «όλα τα ψέματα του καπιταλισμού (κεφαλαιοκρατίας)» και ευαγγελιζόταν μια «νέα κοινωνία», μια «νέα τάξη πραγμάτων όπου περισσότεροι να βγαίνουν ωφελημένοι στη γενική κοινωνική οικονομία». Είναι εποχή που συνδιαλέγεται μάλιστα με τον Γιάννη Κορδάτο…
Μακριά από μονόπλευρες προσεγγίσεις η Έφη Γαζή φωτίζει με μοναδικό τρόπο αυτές τις προσωπικότητες και τις ιδέες τους, σε ένα βιβλίο που έχει να μας πει πολλά και για το σήμερα.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Ο τίτλος του βιβλίου σας φαίνεται λίγο παράξενος για το θέμα που καταπιάνεστε. Γιατί «Άγνωστη χώρα»;
Το βιβλίο πήρε τον τίτλο του από ένα άρθρο του Περικλή Γιαννόπουλου, με το ψευδώνυμο «Νεοέλλην», στην εφημερίδα Άστυ το 1899. Το άρθρο είχε τίτλο «Η Άγνωστος Χώρα». «Υπάρχει μια χώρα καλουμένη Ελλάς, γνωστοτάτη εις τους ξένους, αγνωστοτάτη και μη έχουσα ουδέν ενδιαφέρον διά τους σημερινούς αυτής κατοίκους», έγραφε ο Γιαννόπουλος και τόνιζε ότι οι κάτοικοι αυτής της «άγνωστης χώρας», ειδικά οι «διευθύνουσες τάξεις», είχαν «μανία αυτοεξευτελισμού και αυτοπεριφρονήσεως» απέναντι στους Ευρωπαίους.
Επέλεξα αυτόν τον τίτλο επειδή οι στοχαστές που εξετάζει το βιβλίο αναφέρονται στην Ελλάδα ως terra incognita, ως μια χώρα που ο πολιτισμός και η ιστορία της κρύβονται πίσω από τις ευρωπαϊκές αναπαραστάσεις και εικόνες της. Διαμορφώνουν, λοιπόν, ένα ρεύμα «αντιδυτικής κριτικής» που στοχεύει και στην επανεξέταση της εθνικής ταυτότητας, μέσα από την κριτική στην «ξενομανία» και στην «φραγκολατρεία».
Τόσο ο Γιαννόπουλος όσο και ο Δραγούμης έχουν, λοιπόν, ένα πολύμορφο έργο που γράφτηκε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών και μετασχηματισμών. Η «ευρύχωρη» κληρονομιά τους δεν περιχαρακώνεται αποκλειστικά στον εθνικιστικό χώρο
Τι είναι αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο ζήτημα; Σχετίζεται με το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»;
Στα βιβλία μου εξετάζω ζητήματα της νεοελληνικής ιστορίας, ιδεολογίας και κουλτούρας. Το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» αφορούσε τον πολιτικό και κοινωνικό συντηρητισμό. Εκεί προσπάθησα να αναλύσω τα συντηρητικά στερεότυπα που σφράγισαν, με τη μορφή συνθήματος, το μετεμφυλιακό κράτος. Στην «Άγνωστη Χώρα», μελετώ όψεις του «αντιδυτικισμού» αλλά και τη σχέση Ελλάδας και Δύσης μέσα από ένα ρεύμα ιδεών, το οποίο ενσωμάτωσε ενεργητικά τις νεωτερικές ιδέες ενώ ταυτόχρονα στάθηκε κριτικό ή και απορριπτικό απέναντι στην Ευρώπη και τη Δύση. Τα δύο βιβλία διασταυρώνονται αλλά σίγουρα δεν αποτελούν συνέχεια το ένα του άλλου.
Τα τρία πρόσωπα που σας απασχολούν και κυρίως ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούμης έχουν «αξιοποιηθεί» από ακροδεξιούς κύκλους. Είναι πράγματι πρόδρομοι τέτοιων ιδεών;
Οι εθνικιστικοί και ακροδεξιοί πολιτικοί χώροι επίμονα διεκδίκησαν και εξακολουθούν να διεκδικούν τον ρόλο των ιδεολογικών «κληρονόμων» του Περικλή Γιαννόπουλου και του Ίωνα Δραγούμη. Η σκέψη και το έργο αμφοτέρων προσεγγίζει τον κόσμο και την ιστορία στο πλαίσιο της πορείας του ελληνικού έθνους, του ισχυρού και ρωμαλέου Ελληνισμού και των πεπρωμένων του. Ο πρόωρος θάνατος και των δύο επέτρεψε –και ίσως διευκόλυνε– τις πολλαπλές χρήσεις του έργου τους. Έννοιες του Π. Γιαννόπουλου όπως η αισθητική του Ελληνισμού, ο ρόλος του τόπου και του τοπίου, αξιοποιήθηκαν από τη «Γενιά του ’30». Ο Δραγούμης, επίσης, αναζήτησε τον νεοελληνικό πολιτισμό σε μια παράδοση της Ρωμιοσύνης, των κοινοτήτων, μακριά από τη μονόπλευρη σύνδεση με τη λογιοσύνη και την αρχαιότητα.
Τόσο ο Γιαννόπουλος όσο και ο Δραγούμης έχουν, λοιπόν, ένα πολύμορφο έργο που γράφτηκε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών και μετασχηματισμών. Η «ευρύχωρη» κληρονομιά τους δεν περιχαρακώνεται αποκλειστικά στον εθνικιστικό χώρο.
Ποιες είναι οι βασικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους;
Η σκέψη του Δραγούμη αναμφίβολα συναντιέται μ’ εκείνη του Γιαννόπουλου, ιδιαίτερα στην κριτική που και οι δύο άσκησαν στην «ξενομανία» και στην «εξάρτηση» της Ελλάδας από ορισμένα ευρωπαϊκά πρότυπα. Έχουν όμως και αξιοσημείωτες διαφορές: ο Δραγούμης δεν υιοθέτησε στο σύνολο του έργου του την αφοριστική και απόλυτα απορριπτική στάση του Γιαννόπουλου απέναντι στην Ευρώπη και τη Δύση. Ο Δραγούμης ήταν επίσης αφοσιωμένος δημοτικιστής, σε αντίθεση με τον Γιαννόπουλο που έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του για το γλωσσικό ζήτημα, αν και διατήρησε τις επαφές του με τον κύκλο του περιοδικού των δημοτικιστών «Ο Νουμάς». Το ενδιαφέρον του Δραγούμη για τον δημοτικισμό τον έστρεψε προς την ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού, της δημοτικής παράδοσης. Ο Δραγούμης, τέλος, είχε πολύ πιο συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις. Ειδικά προς το τέλος της ζωής του, ενσωμάτωσε την αντιβενιζελική κριτική του σε μια «αντιμπεριαλιστική» πολιτική επιχειρηματολογία.
Αυτό το ρεύμα σκέψης είναι πιστεύετε ισχυρό και σήμερα;
Στην «Άγνωστη Χώρα» επιχειρώ να δείξω ότι η νεοελληνική αμφισημία και αμφιθυμία απέναντι στη Δύση έχει μια μακρά αλλά και πολύ σύνθετη ιστορική διαδρομή. Η καχυποψία έναντι των «ξένων», των «Δυτικών», άλλοτε είχε έντονα πολιτισμικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά (π.χ. οι Φράγκοι, οι παπικοί, οι Καθολικοί) και άλλοτε πολιτικά («οι ξένοι που επιβουλεύονται ή επεμβαίνουν»). Διαμορφώθηκαν λοιπόν ορισμένα μοτίβα στη νεοελληνική ιδεολογία και κουλτούρα που εμφανίζονται μέχρι τις μέρες μας. Θα ήταν, ωστόσο, εξαιρετικά απλουστευτικό να μιλήσουμε απλώς για αναβιώσεις. Καθώς οι εποχές αλλάζουν, πρέπει να διακρίνουμε τις συνέχειες αλλά και τις αποχρώσεις των ιδεολογικών θέσεων, καθώς και τις σημαντικές διαφορές σημερινών απόψεων με προγενέστερα σχήματα. Η ιστορία, και ειδικότερα η ιστορία των ιδεών, δεν είναι ευθύγραμμη. Οι σύνθετες διαδρομές της και οι διακλαδώσεις της είναι αυτές, άλλωστε, που την κάνουν πιο γοητευτική για τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες.