Η παγκοσμιοποίηση, με την μια ή την άλλη μορφή, υπήρξε σε αρκετές περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας, όμως για πρώτη φορά εμφανίζεται με τέτοια ένταση και έκταση επιδώκοντας και την οικουμενική πολιτισμική κυριαρχία. Είναι εύλογο ότι αυτή η τάση πολιτισμικής ομογενοποίησης συναντά αντιστάσεις από τις τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις. Οι νέοι και ιδιαίτερα οι έφηβοι, βρίσκονται συχνά, ως μήλο της έριδας, ανάμεσα στη σύγκρουση αυτή.

Στον βαθμό που η ταυτότητα στους εφήβους συναρτάται με τις αξίες που θα υιοθετήσουν και τις επιλογές που θα κάνουν όσον αφορά στο πεδίο της εργασίας και το πεδίο των σχέσεων –πεδία στα οποία η ισχύς της παγκοσμιοποιητικής κουλτούρας είναι έντονη και συχνότατα σε αντίθεση με τις τοπικές παραδόσεις– η ταυτοτική σύγχυση είναι το πιο πιθανόν να συμβεί. Έτσι κι αλλιώς, οι έφηβοι δεν είναι ούτε παιδιά, ούτε ενήλικες και άρα βρίσκονται σε ένα «μετέωρο», το οποίο η διαπολιτισμική σύγκρουση φαίνεται και να επιτείνει και να προεκτείνει, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς οι έφηβοι είναι ο κινητήριος μοχλός της παγκοσμιοποίησης.

Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στην εφηβική ταυτότητα

Μπορούμε να φανταστούμε την κρίση ταυτότητας ενός εφήβου, που καλείται να συγκεράσει και να αφομοιώσει, για παράδειγμα, την αρχή της ανεξιθρησκείας και της ανοχής, που προτείνει η παγκοσμιοποίηση από τη μιά, με την θρησκευτικότητα της ελληνικής παράδοσης, από την άλλη. Αντίστοιχα, σε ότι αφορά τη σεξουαλικότητα, όπως υπαινιχθήκαμε προηγούμενα, ή ακόμη και στην επαγγελματική ταυτότητα, όπου ενώ η πλευρά της παγκοσμιοποίησης υπόσχεται κινητικότητα, εξέλιξη, δημιουργικότητα, δια βίου μάθηση και ενδιαφέρον, από την άλλη, η νεο-ελληνική κουλτούρα είναι συνυφασμένη με τη δημοσιοϋπαλληλική ασφάλεια και απονοηματοδότηση, ενώ προσφάτως παραπέμπει, μάλλον, στην… δια βίου ανεργία.

Αλλά η παγκοσμιοποίηση, έτσι κι αλλιώς, έχει σημαντικές ψυχολογικές συνέπειες και για τους ενήλικες καθώς, όπως επισημαίνει ο Arnett (2002). «οδηγεί σε μετασχηματισμούς της ταυτότητας, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι για τον εαυτό τους σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον».

Πόσο μάλλον, λοιπόν, όταν αυτή η ταυτότητα, που καλείται σε μεταμόρφωση από την παγκοσμιοποίηση, είναι μια εφηβική ταυτότητα που δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Πρόκειται για μια κλήση σε «μεταμόρφωση του μη-μορφοποιημένου», με ό.τι σύγχυση μπορεί να επιφέρει ακόμη και η λεκτική έκφραση του ζητήματος.

Ο Arnett εντοπίζει τέσσερις όψεις της ταυτότητας που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση: «(α) ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο αναπτύσσουν μια δια-πολιτισμική (bicultural) ταυτότητα, στην οποία μέρος της ταυτότητάς τους έχει τις ρίζες του στον τοπικό πολιτισμό, ενώ ένα άλλο μέρος πηγάζει από την επίγνωση της σχέσης τους με τον παγκόσμιο πολιτισμό, (β) ότι η διαπεραστικότητα της σύγχυσης των ταυτοτήτων μπορεί να αυξηθεί μεταξύ των νέων ανθρώπων, που υπάγονται σε μη-δυτικές κουλτούρες. Καθώς οι τοπικοί πολιτισμοί αλλάζουν, για να ανταποκριθούν στην παγκοσμιοποίηση, μερικοί νέοι δεν βρίσκουν «καταφύγιο» ούτε στον τοπικό πολιτισμό ούτε στον παγκοσμιοποιητικό, (γ) ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν να διαμορφώσουν αυτο-επιλεγμένους πολιτισμούς με ομοϊδεάτες τους, οι οποίοι επιθυμούν μια ταυτότητα «αμόλυντη» από τον παγκόσμιο πολιτισμό και τις αξίες του, (δ) ότι οι ταυτοτικές αναζητήσεις, σε ότι αφορά τον έρωτα και την εργασία, επεκτείνονται πέρα από την περίοδο της εφηβείας (10-18 ετών) στη μετα-εφηβική περίοδο της «αναδυόμενης ενηλικίωσης (18-30 ετών)».

Είναι, δηλαδή, εμφανές ότι η παγκοσμιοποίηση (α) αυξάνει την ταυτοτική σύγχυση των νέων και άρα πολύ περισσότερο των εφήβων –που βρίσκονται έτσι κι αλλιώς σε σύγχυση λόγω της ίδιας της εφηβείας– (β) μπορεί να οδηγεί τους εφήβους σε μια μετέωρη ταυτοτική θέση ή σε ένα περίπου ταυτοτικό εκρεμμές, που κινείται διαρκώς μεταξύ της τοπικής παράδοσης και των παγκοσμιοποιητικών πολιτισμικών προτύπων και (γ) ότι η περίοδος της εφηβείας και των σχετικών αναζητήσεων ταυτότητας επεκτείνεται διαρκώς ηλικιακά.

Η κατάσταση αυτή προσομοιάζει με το επίπεδο του «μορατόριουμ», σύμφωνα με τον Marcia (1996), κατά το οποίο «Τα άτομα δεν έχουν δεσμευτεί πλήρως, αλλά έχουν διερευνήσει επαρκώς και εξακολουθούν να αναζητούν τις αρχές και τους στόχους της ταυτότητάς τους, επιδεικνύοντας έτσι υψηλές συχνότητες τόσο θετικής όσο και αντικοινωνικής συμπεριφοράς, με σύντομες αλλά έντονες διαπροσωπικές σχέσεις και δυσκολία δέσμευσης σε σχέσεις οικειότητας».

Με τη διαφορά ότι αυτή η κατάσταση ταυτοτικού «μορατόριουμ», διαρκεί πολύ περισσότερο από ότι η ίδια η εφηβεία, μέχρι και την φάση της αναδυόμενης ενηλικίωσης και έχει τάσεις επέκτασης, ορίζοντας ίσως έναν παγκόσμιο πολιτισμό εκτεταμένου νεανισμού (neoteny). Όλα αυτά είναι συνέπειες αυτού που εύστοχα ορίζει ο Arnett (2002), ως «δια ή αμφί-πολιτισμική» (bicultural) ταυτότητα, δηλαδή μια ταυτότητα που βρίσκεται «εκατέρωθεν» ή και «στις δύο πλευρές» των πολιτισμικών αφηγήσεων, γι’ αυτό και οι αμφιθυμικές –τόσο θετικές όσο και αντικοινωνικές– συμπεριφορές των εφήβων, γι’ αυτό και οι δυσκολίες του σχετίζεσθαι.

Η διαπολιτισμική ταυτότητα

Στην Ελλάδα της κρίσης, η τοπική πολιτισμική παράδοση, πιέζεται να τροποποιηθεί, συχνά, με βίαιο τρόπο. Η «απελευθέρωση» της οικονομίας, σύμφωνα με τις επιταγές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση των επαγγελμάτων, η αύξηση της κινητικότητας της εργασίας, η περιστολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων κ.λπ., είναι η άλλη πλευρά της παγκοσμιοποιητικής δυναμικής, που δεν φέρνει μαζί της μονάχα τις –μάλλον θεωρητικές– δυνατότητες ατομικής εξέλιξης και τις πολιτικές των «ατομικών δικαιωμάτων» και της «ανοχής στον Άλλο», αλλά και όλα τα δεινά από την απρόσκοπτη κίνηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Αυτές οι αλλαγές των υλικών όρων ζωής, αναμφίβολα, επηρεάζουν και πιέζουν και τις παραδοσιακές πολιτισμικές αφηγήσεις, πρακτικές και πεποιθήσεις. Η παγκοσμιοποιητική δυναμική, με τα χαρακτηριστικά οικουμενικότητας που διεκδικεί, φέρει εμφανώς στοιχεία κυριαρχίας.

Με τον τρόπο αυτό, η κυριαρχική σημαντικότητα της παγκοσμιοποίησης, μπορεί να εξωθεί τμήμα των εφήβων και στη συγκρότηση μιας «δοτής ταυτότητας», «κατά την οποία το άτομο επιδεικνύει υψηλά επίπεδα δέσμευσης, χωρίς όμως να έχει διερευνήσει εναλλακτικές πεποιθήσεις, αρχές, αξίες και στόχους. Η δέσμευση προέρχεται από τις προσδοκίες των σημαντικών άλλων –εν προκειμένω των κυρίαρχων εκφραστών του παγκόσμιου πολιτισμού– και δημιουργεί αυταρχικούς εφήβους με αδιάλλακτη στάση ζωής».

Έτσι, ίσως οδηγούμαστε όχι τόσο σε μια δια-πολιτισμική ταυτότητα, όσο σ’ αυτό που αναφέρουν οι Hermans & Kempen, (1998) ως «υβριδική ταυτότητα», έναν συνδυσμό, δηλαδή, του τοπικού πολιτισμού με στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια διασταύρωση δυο «γενετικά», μάλλον, ανόμοιων πολιτισμικών παραδόσεων, ιδιαίτερα μάλιστα σε κοινωνίες με έντονη κολλεκτιβιστική –και όχι ατομοκεντρική– οπτική (όπως για παράδειγμα η Ιαπωνία) ή σε κοινωνίες όπως η Ελλάδα με έντονα (;) ακόμη τα ίχνη του κοινοτιστικού της παρελθόντος, έστω και αν οι κυρίαρχες αφηγήσεις της Δύσης θέλουν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ως μήτρα και αφετηρία τους.

Ταυτοτική σύγχυση

Στον βαθμό που, μάλλον, για τους περισσότερους ενήλικες στην Ελλάδα η παγκοσμιοποιητική πολιτισμική διείσδυση δεν γίνεται πολύ εύκολα αποδεκτή, και έτσι οδηγούνται συχνά στην αντιμετώπιση προβλημάτων λόγω της σύγκρουσης των παγκοσμιοποιητικών αλλαγών και των απαιτήσεων των τοπικών παραδόσεων, μπορούμε να φανταστούμε πόσο πιο περίπλοκα είναι τα πράγματα για την ψυχολογία των εφήβων, παρά το γεγονός ότι –εκ πρώτης όψεως– θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι έφηβοι επιλέγουν εύκολα την παγκοσμιοποιητική πολιτισμική εκδοχή ως πιο ελκυστική.

Αντιθέτως όμως, μερικές φορές, οι αξίες, οι ευκαιρίες, οι νέες ιδέες και ο ριζοσπαστισμός, που οι έφηβοι αντιλαμβάνονται ότι φέρνει μαζί της η παγκοσμιοποίηση, μπορεί να υπονομεύουν τις αξίες των τοπικών παραδόσεων που είναι κυρίαρχες –κατά το μάλλον ή ήττον– στις ταυτότητες των γονιών τους και πολλών άλλων ενηλίκων. Αυτό που υπονομεύεται δηλαδή, είναι η σχέση με τους γονείς και τους σημαντικούς άλλους ενήλικους στα πρόσωπα των οποίων «προβάλλεται, μεταβιβάζεται» –με την ψυχαναλυτική σημασία του όρου– η οπισθοδρόμηση και ο συντηρητισμός των τοπικών παραδόσεων.

Είναι εμφανές ότι η παγκοσμιοποίηση (α) αυξάνει την ταυτοτική σύγχυση των νέων και άρα πολύ περισσότερο των εφήβων, (β) μπορεί να οδηγεί τους εφήβους σε μια μετέωρη ταυτοτική θέση ή σε ένα περίπου ταυτοτικό εκρεμμές, που κινείται διαρκώς μεταξύ της τοπικής παράδοσης και των παγκοσμιοποιητικών πολιτισμικών προτύπων και (γ) ότι η περίοδος της εφηβείας και των σχετικών αναζητήσεων ταυτότητας επεκτείνεται διαρκώς ηλικιακά

Από την άλλη, η παγκοσμιοποιητική κουλτούρα μπορεί να είναι κάπως απόμακρη και ξένη, αλλότρια εν πολλοίς σε σχέση με τις βιωμένες προσωπικές εμπειρίες των εφήβων, από την άμεση συμμετοχή τους στις τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις. Μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να φανταστεί έναν νεαρό έφηβο από την Κρήτη, που γνωρίζει και συμμετέχει πολύ στα τοπικά πολιτισμικά δρώμενα (τοπικοί χοροί, μουσική κ.λπ.) ενώ την ίδια στιγμή τα καλοκαίρια εργάζεται στην οικογενειακή τουριστική επιχείρηση, όποτε έρχεται σε άμεση επαφή και με άλλες τοπικές παραδόσεις όσο και την παγκοσμιοποιητική κουλτούρα.

Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια συνολική αίσθηση «ανεστιότητας», καθώς οι έφηβοι αντί να οικοδομήσουν μια «διαπολιτισμική» ή «υβριδική» ταυτότητα, βιώνουν έναν ιδιότυπο κοινωνικό αποκλεισμό, αφού ούτε στην πολιτισμική παράδοση των γονιών τους μπορούν να υπαχθούν, αλλά και ο πολιτισμός της παγκοσμιοποίησης τους φαίνεται αρκετά ξένος και απρόσιτος πραγματικά. Σαν να μην ανήκουν πουθενά.

«Με όρους της θεωρίας του Ε. Erikson (1950, 1968), σε σχέση με τον σχηματισμό της ταυτότητας, όπως επισημαίνει και ο Arnett, (2002), θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αντιμετωπίζοντας το ζήτημα “ταυτότητα versus σύγχυση ταυτότητας” κατά την εφηβεία, η παγκοσμιοποίηση –σε χώρες μη αμιγώς του δυτικού κόσμου– αυξάνει το ποσοστό των εφήβων που αντιμετωπίζουν μια κατάσταση ταυτοτικής σύγχυσης, αντί ταυτοτικής συγκρότησης».

Αυτή την «ανεστιότητα», τον «ξεριζωμό», «κάποιοι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης έχουν ορίσει ως απο-τοπικοποίηση (delocalization) (Thompson, 1995) ή απο-τοποθέτηση (Giddens, 1990) ή απ-εδαφικοποίηση (Tomlinson, 1999). Πρόκειται για μια αναστροφή ή διακοπή της διαδικασίας συγκρότησης ταυτότητας.

Όπως υποστηρίζει ο Arnett, «το που θα μεγαλώσει ένα παιδί έχει τώρα λιγότερη σημασία απ’ ότι στο παρελθόν και τα ηλεκτρονικά μέσα, η τηλεόραση και οι υπολογιστές βρίσκονται στην καρδιά αυτής της αλλαγής, εξ αιτίας του τρόπου που διεισδύουν στην τοπική κουλτούρα και επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες και πρόσωπα από πολλές άλλες περιοχές».

Εν τούτοις, ιδιαίτερα σε μη αμιγείς δυτικές κουλτούρες όπως η ελληνική, αυτή η ανεστιότητα, μπορεί να είναι το χαρακτηριστικό μιας πολιτισμικής ταυτότητας που ασκείται «ξεσπιτωμένη», δηλαδή, χωρίς τη φυσική της εστία, καταδικασμένη να αναζητά, σαν άλλος Σίσυφος, πάντα «μια γη για να απλώσει τις ρίζες της» και να υπάρξει. Και αυτό ιδιαίτερα για τους εφήβους μπορεί να είναι εξαιρετικά δυσλειτουργικό.

Όπως υποστηρίζει ο Arnett, «για μερικούς νέους, αυτή η απο-τοπικοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε μια οξεία αίσθηση αλλοτρίωσης και παροδικότητας, καθώς θα μεγαλώνουν με ένα έλλειμμα πολιτισμικής βεβαιότητας, δηλαδή με ένα έλλειμμα αποσαφηνισμένων κατεθυντήριων γραμμών για το πως αξίζει να ζήσουν τη ζωή τους και να ερμηνεύσουν την εμπειρία τους».

Μπορούμε να αντιληφθούμε τις σχετικές δυσμενείς συνέπειες για τους εφήβους, οι οποίοι καλούνται να αντιμετωπίσουν, εκτός από τις δεδομένες, λόγω αφ’ εαυτής της εφηβείας, διακυμάνσεις και την πολιτισμική αβεβαιότητα, με το αίσθημα αλλοτρίωσης και παροδικότητας που τη συνοδεύουν. Για πολλούς εφήβους η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να ενεργοποιεί διάφορα Σχήματα (με την γνωστική σημασία του όρου) ή πολλούς επίπλαστους, ιδανικούς, εαυτούς τους οποίους θα χρησιμοποιούν ως οχήματα άντλησης αποδοχής και συμβατότητας, πότε από την μία, πότε από την άλλη… και πότε από την τάδε, σημαντική (αντιληπτικά) κουλτούρα.

Από την άλλη πλευρά, επίσης, κάποιοι έφηβοι μπορεί να στραφούν υπεραναπληρωτικά προς την παγκοσμιοποιητική κουλτούρα, απορρίπτοντας τυφλά το σύνολο των τοπικών παραδόσεων ή αντιστρόφως να οχυρωθούν αμυντικά πίσω από την τοπική πολιτισμική τους παράδοση, καταγγέλοντας την παγκοσμιοποίηση για την προαγωγή του ατομοκεντρισμού, του καταναλωτισμού ή για όποια άλλη απειλή ή μειονεκτικότητα βιώνουν οι ίδιοι, αυτο-υπονομεύοντας την τάση αυτοπράγματωσης τους και την ανάπτυξη μιας «κεκτημένης ταυτότητας».

Κάποιο άλλοι έφηβοι, μπορεί, ακόμη, να απορρίψουν την ταυτοτική τους υπαγωγή τόσο στην παγκοσμιοποιητική κουλτούρα όσο και στις τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις, οδηγούμενοι σε μια κατάσταση την οποία ο ψυχολόγος John Berry, ορίζει ως περιθωριοποίηση (marginalization).

Σύμφωνα με τον Arnett, «η εφαρμογή της περιθωριοποίησης, στην περίπτωση της παγκοσμιοποίησης, αφορά στην κατάσταση του ατόμου το οποίο αντιμετωπίζει τη σύγχυση σαν αποτέλεσμα τόσο της απώλειας εμπιστοσύνης στον τοπικό πολιτισμό, όσο και της αίσθησης ότι αποκλείεται από τον παγκόσμιο πολιτισμό».

Ουσιαστικά, αυτό που αλλάζει η παγκοσμιοποίηση, στη ζωή των εφήβων που ζουν σε παραδοσιακές κουλτούρες, είναι το περιεχόμενο του χρόνου και με την έννοια αυτή επιδρά στην ίδια την ύπαρξη και στην αντίληψη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον

Εν τέλει αυτή «η ταυτοτική σύγχυση των νέων και των εφήβων, μπορεί να αντικατοπτρίζεται σε προβλήματα όπως η κατάθλιψη, η αυτοκτονία και η χρήση ουσιών. Μια ποικιλία πολιτισμών έχει βιώσει μια απότομη αύξηση των αυτοκτονιών και της χρήσης ουσιών στους νέους ανθρώπους, απ’ όταν επιτάχυναν τις προσπάθειές τους να ενταχθούν στον παγκόσμιο πολιτισμό».

Τέλος, μια σημαντική ακόμη παράμετρος, είναι η αλλαγή των συσχετισμών εντός της οικογένειας με τον ρόλο του πατέρα να υποχωρεί ραγδαία, προφανώς και λόγω του αντι-πατριαρχικού ή χειραφετητικού μοντέλου που εισηγείται η παγκοσμιοποίηση. Όπως παρατηρεί ο Nsamenang (2002) «σχετικά με τις αλλαγές στην Αφρικανική οικογένεια, ο πατέρας είναι ο καθαρά ηττημένος, καθώς η κάποτε αδιαμφισβήτη εξουσία του φθίνει, έτσι που οι έφηβοι και οι μητέρες τους πρέπει να βρουν τον δρόμο τους, σε έναν κόσμο χωρίς την καθοδήγηση ή την παρέμβασή του»

Υπό το πρίσμα αυτής της ανάλυσης, θα μπορούσαμε πιθανόν να ερμηνεύσουμε και την αύξηση της επιρροής ακροδεξιών κομμάτων ιδιαίτερα στους νέους και τους εφήβους.

Ουσιαστικά, αυτό που αλλάζει η παγκοσμιοποίηση, στη ζωή των εφήβων που ζουν σε παραδοσιακές κουλτούρες, είναι το περιεχόμενο του χρόνου και με την έννοια αυτή επιδρά στην ίδια την ύπαρξη και στην αντίληψη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Αυτό που επίσης συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι μια παράταση της εφηβείας, με κύριο χαρακτηριστικό της την επέκταση της περιόδου των ταυτοτικών εξερευνήσεων. Εκείνο, τελικά, που η παγκοσμιοποίηση καθυστερεί είναι η κατοχύρωση της ταυτότητας, δηλαδή η «δέσμευση» και η «κεκτημένη ταυτότητα», γεγονός κρίσιμο για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Με άλλα λόγια εκείνο που φαίνεται να καθυστερεί ή και να μπλοκάρει η παγκοσμιοποίηση είναι η ενηλικίωση του πολίτη με ότι αυτό συνεπάγεται.

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!