του Andrea Zhok

 

Για την κυριαρχία, την πολυπολικότητα και το ζήτημα της μετανάστευσης

 

Στις σχέσεις των ατόμων, των οικογενειών και των κοινοτήτων που συγκροτούνται σε εδαφική βάση, με το κεντρικό κράτος, το στοιχείο της προωθητικής ενεργητικής διάστασης μονοπωλείται από αυτή τη διάσταση των «από κάτω» ενώ το κράτος ασκεί την κεντρική λειτουργία της άμυνας και του συντονισμού που στοχεύει να επιτρέψει σε αυτή τη διάσταση να ευδοκιμήσει. Ο ίδιος κανόνας μπορεί να εφαρμοστεί και για τις σχέσεις ανάμεσα σε κράτη, όπου η διάσταση των «από τα κάτω» εδώ αντιπροσωπεύεται από τα επιμέρους εθνικά κράτη, που είναι η πλησιέστερη αναλογία προς τα άτομα και τις συγκροτημένες σε εδαφική βάση κοινότητες, ενώ οι υπερεθνικοί οργανισμοί αποκτούν την νομιμοποίησή τους στη βάση του ότι λειτουργούν για την άμυνα και τον οικονομικό συντονισμό. Παρεμπιπτόντως να πούμε εδώ ότι αυτό σημαίνει, για παράδειγμα ότι οι υπερεθνικοί οργανισμοί του τύπου του ΟΗΕ, ΠΟΥ, Ε.Ε. κ.λπ. δεν νομιμοποιούνται να αναλαμβάνουν να κάνουν υποδείξεις σχετικές με τον πολιτισμό ή τα έθιμα στα επιμέρους έθνη, ή να αναλαμβάνουν δικαιοδοσίες σχετικά με τα προγράμματα σχολικής ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αφαιρώντας την δικαιοδοσία υλοποίησής τους από τα επιμέρους κράτη κ.λπ.

Το ιδανικό που πρέπει να ακολουθείται για τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη είναι η αρχή του αυτοπροσδιορισμού των λαών. Να ακολουθεί ο καθένας το δικό του δρόμο ανάπτυξης σύμφωνα με την ιστορικοπολιτισμική του διαδρομή και την εντοπιότητά του. Σε απόλυτη σύγκρουση με μια τέτοια προοπτική βρίσκονται τα ιμπεριαλιστικά ιδανικά και εκείνα της παγκοσμιοποίησης, καθόσον θεωρούν ότι ένας μοναδικός πολιτισμός, μια ενιαία μορφή οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, ένα και το αυτό οικονομικό μοντέλο είναι από τη φύση τους βέλτιστα και πρέπει συνεπώς η εφαρμογή τους αυτοδικαίως να επεκταθεί σε κάθε λαό και σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.

Το ιδανικό που πρέπει να ακολουθείται για τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη είναι η αρχή του αυτοπροσδιορισμού των λαών. Να ακολουθεί ο καθένας το δικό του δρόμο ανάπτυξης σύμφωνα με την ιστορικοπολιτισμική του διαδρομή και την εντοπιότητά του

Φυσικά, η υποστήριξη της αρχής του αυτοπροσδιορισμού και της ανεξαρτησίας στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη δεν σημαίνει ότι πρέπει να θεωρείται σωστό ή «ιερό» και απαραβίαστο το κάθε έθιμο, ο κάθε νόμος ή η κάθε πεποίθηση στο πλαίσιο του κάθε έθνους. Μπορεί να υπάρχουν συνήθειες, έθιμα, πεποιθήσεις και κοινωνικοί κανόνες που να μας φαίνονται λανθασμένοι, παράλογοι ή ακόμα και απάνθρωποι. Κανείς δεν μπορεί να μας αποκλείσει από το να εκφράσουμε επ’ αυτού τους προβληματισμούς μας. Αλλά οσοδήποτε στέρεες ή καλής πρόθεσης κι αν είναι οι απόψεις μας, καμιά εξωτερική οπτική δεν θα είναι ποτέ ικανή να επινοήσει συνολικά πιο λειτουργικές λύσεις από κείνες που μπορούν να ωριμάσουν μέσα στο πλαίσιο της κάθε ξεχωριστής κοινωνικής πραγματικότητας (του κάθε κράτους, της κάθε κουλτούρας). Για παράδειγμα, μπορεί να θεωρείται ότι η δημοκρατία είναι καλύτερη μορφή κυβέρνησης από την δικτατορία (και έτσι πιστεύω προσωπικά) αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε δυνατή και εύλογη η μεταφορά και η επιβολή ενός δημοκρατικού θεσμικού μοντέλου εάν αυτό είναι ξένο προς την κοινωνική πραγματικότητα ενός τόπου. Όπου αυτό συμβαίνει, σε κάθε περίπτωση που κάποιος επιδιώκει να κάνει εξαγωγή ενός ξένου θεσμικού μοντέλου με τη βία, εμφανίζονται πάντοτε και συστηματικά σοβαρές καταστροφές ανεξαρτήτως προθέσεων και παράπλευρες ανισορροπίες, επάγοντας διάφορες μορφές κοινωνικού εκφυλισμού, υποβάθμισης και υποχώρησης του πολιτισμού που υφίσταται αυτή τη διαδικασία. Κάθε κράτος, πρέπει από πλευράς αρχής να βρίσκει τις δικές του λύσεις. Άπαξ και συλλάβει αυτές τις λύσεις μπορεί ενδεχομένως να ζητήσει και να λάβει εξωτερική βοήθεια προκειμένου να τις υλοποιήσει αλλά η διαδικασία της λύσης πρέπει να είναι ενδογενής.

Αυτή η αρχή της πρωταρχικής κυριαρχίας έχει γενική αξία και λειτουργεί κατά δομική αντιδιαστολή προς τις οποιεσδήποτε ιμπεριαλιστικές ή παγκοσμιοποιητικές φιλοδοξίες. Αυτή η λογική υποστηρίζει μια πολυπολική προοπτική στις σχέσεις μεταξύ εθνών, όπου με δεδομένους τους ασύμμετρους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στα διαφορετικά έθνη, θεωρείται σε κάθε περίπτωση επιθυμητή η ύπαρξη πολλαπλών πόλων έλξης («δυνάμεων»). Η ύπαρξη μιας πολλαπλότητας περίπου ισοδύναμων πόλων, επιτρέπει στις μικρότερες δυνάμεις και στα πιο αδύναμα κράτη να είναι λιγότερο υποκείμενα σε εκβιασμούς, αφού αυτά μπορούν πάντοτε να παίξουν το χαρτί της προσέγγισης μιας άλλης σφαίρας επιρροής, εφόσον η προηγούμενη σφαίρα επιρροής στην οποία συμμετείχαν, αποδειχθεί υπερβολικά καταπιεστική. Η πολυπολικότητα είναι «δημοκρατία» με εφικτούς όρους μέσα σ’ ένα πεδίο όπου παραμένει τυπικά αδύνατη, στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ των εθνών.

Υπ’ αυτή την οπτική θα πρέπει να εκτιμάται και κάθε πολιτική που σχετίζεται με τους χειρισμούς του μεταναστευτικού. Ούτε η έξοδος ούτε η εισδοχή μεταναστευτικών ρευμάτων μπορεί να λογίζονται κανονικές μορφές για την επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων μιας χώρας. Μια χώρα που συστηματικά ωθεί ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού της να φεύγουν στο εξωτερικό πρέπει να μάθει να αναλαμβάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Μπορεί να βοηθιέται όταν παρουσιάζονται διαταραχές, περιστασιακές κρίσεις ή φυσικές καταστροφές, αλλά καμιά χώρα δεν μπορεί να θεωρεί ότι η μετανάστευση είναι η κανονική μορφή για την επίλυση των προβλημάτων της, καθόσον αυτό που είναι ρεύμα μεταναστευτικής εξόδου για μια χώρα είναι αντίστοιχα ρεύμα εισόδου για μια άλλη, και δεν προκύπτει, ούτε μπορεί να προκύψει, κάποιο προφανές δικαίωμα πρόσβασης σε άλλες χώρες. Η ανθρωπιστική βοήθεια είναι επιβεβλημένη, αλλά πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως εξαιρετική παρέμβαση, εν όψει αναλόγως εξαιρετικών γεγονότων, όχι σαν φυσιολογικός τρόπος για την επίλυση προβλημάτων.

Η σποραδικά εμφανιζόμενη ελεύθερη επιλογή του να δοκιμάσει κάποιος την τύχη του κάπου αλλού, δεν θα έπρεπε να συγχέεται με τα μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα εξόδου ή εισροής: Τα τελευταία είναι μια εξαιρετικά δυσλειτουργική και καταναγκαστικά επιβαλλόμενη μορφή παροχής στιγμιαίας ανακούφισης και τείνουν να δημιουργούν συστηματικά πρόσθετες ανισορροπίες αλλού. Σε αυτό το πεδίο η ποσότητα γίνεται ποιότητα. Η εθελοντική μετακίνηση, για μακρά διαστήματα, ατόμων ή μικρών ομάδων ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες μπορεί να δράσει ευεργετικά τόσο σε πολιτισμικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, αντίθετα τα ραγδαία μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα που κινούνται εξαναγκαζόμενα από τη δραματική κατάσταση των χωρών προέλευσης δεν έχουν τίποτα κοινό με την κίνηση από ελεύθερη επιλογή και συνιστούν καταστροφή τόσο για τον πληθυσμό της χώρας προέλευσης όσο και για κείνον της χώρας υποδοχής. Ο μετανάστης που είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη χώρα του για να ξεφύγει από τη φτώχεια ή τον πόλεμο είναι καταστροφική εξέλιξη για τον ίδιο και για τους άλλους, και δεν πρέπει να προβάλλεται με θετικούς τόνους του τύπου του πνεύματος αναζήτησης της περιπέτειας ή της απόλαυσης της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης.

Οι υψηλοί και ανεξέλεγκτοι ρυθμοί μετανάστευσης λειτουργούν συστηματικά σαν παράγοντας κοινωνικών ανισορροπιών καταπονώντας τις δομές κοινωνικής πρόνοιας των χωρών υποδοχής, οδηγώντας σε αύξηση την εγκληματικότητα, αφήνοντας κοινωνικές ομάδες έκθετες σε εκβιασμούς και διατεθειμένες να κάνουν ο,τιδήποτε για την επιβίωσή τους, και επιπλέον έχοντας ως δυσμενή συνέπεια τη συμπίεση των μισθών. Επομένως, τα μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα που εισρέουν μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα είναι μοιραία τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά για τις κοινωνίες που τα υφίστανται, δημιουργώντας συνθήκες μέσα στις οποίες η εκμετάλλευση, η επισφάλεια και ο εκβιασμός που υφίστανται οι εργαζόμενοι αυξάνουν κατακόρυφα. Ο έλεγχος και η συγκράτηση των ρυθμών εισόδου είναι πρωταρχικό πολιτικό καθήκον για όλους όσοι πιστεύουν ότι μια χώρα δεν είναι απλώς και μόνο ένας βοηθητικός μηχανισμός υποστήριξης της κινητικότητας του κεφαλαίου (σ’ αυτή την περίπτωση του ανθρώπινου κεφαλαίου).

 

Πέραν από την Δεξιά και την Αριστερά

 

Οι πολιτικοί όροι που ανοίγονται σήμερα πρέπει να ξεκινούν από την ανάγκη να ξεπεραστεί η ιστορική αντίθεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Δεν πρόκειται για μια κατά βάση αισθητική επιλογή, ούτε για μια μόδα προς εξασφάλιση πρωτοτυπίας. Η Δεξιά και η Αριστερά είναι δύο αντίθετα χωρίς σταθερό θεωρητικό προσδιορισμό: Δεν είναι παρά αντιθετικές θέσεις που έχουν προκύψει μέσα στο χρόνο, με αφετηρία τη Γαλλική Επανάσταση, παίζοντας έκτοτε κάθε φορά πολύ διαφορετικούς ρόλους και αποκτώντας πολύ διαφορετικές υποστάσεις.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια, τόσο τα αυτοαποκαλούμενα δεξιά κόμματα όσο και τα αριστερά έχουν συμβάλει στην ενίσχυση και στη στερέωση ενός φιλελεύθερου και παγκοσμιοποιητικού κοινωνικού μοντέλου. Και οι δύο πλευρές συνέβαλαν στην υιοθέτηση στρατηγικών που έχουν ρευστοποιήσει τον κοινωνικό ιστό, έχουν ξεριζώσει την ατομικότητα, έχουν υπονομεύσει τη λειτουργία του θεσμού της οικογένειας αλλά και των κοινοτήτων που συγκροτούνται πάνω σε εδαφική βάση. Και οι δύο έχουν συμβάλει στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών χωρίς έννοια για τα στρατηγικά εθνικά συμφέροντα, έχουν υποστηρίξει τη μεταβίβαση κυριαρχίας σε υπερεθνικά σώματα, έχουν συνδεθεί με τη διάβρωση της κοινωνικής πρόνοιας και της προστασίας της εργασίας, και έχουν υποστηρίξει ένα εκσυγχρονιστικό φτιασίδωμα της δημόσιας εκπαίδευσης επιβάλλοντας την ουσιαστική της κατάρρευση. Και οι δύο έχουν στηρίξει τη σταδιακή μετάβαση από μια δημοκρατική σε μια τεχνοκρατική τάξη πραγμάτων, με μετάθεση της κυριαρχίας σε αδιαφανείς ελίτ που απαρτίζονται από τους λεγόμενους «επαρκείς τεχνοκράτες».

Μέσα στο πλαίσιο της λεγόμενης «κατάρρευσης των ιδεολογιών» ο συνδυασμός «Αριστεράς-Δεξιάς» έχει γίνει ένα διακοσμητικό τρικ που σκοπό του έχει τη διατήρηση σε λειτουργία κάποιων ιδεολογικών κατάλοιπων ικανών να συντεθούν σε μια συνολικά περιεκτική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε τι που αναπτύχθηκε κάτω από την επιρροή των κομμάτων της Αριστεράς ή της Δεξιάς θα έπρεπε να απορριφθεί, ούτε ότι όλοι οι επιμέρους πρωταγωνιστές κινήθηκαν πάντοτε στοιχημένοι στις κατευθύνσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά υπήρξαν πολιτικές γραμμές, μειοψηφικές βεβαίως, με κριτική στάση απέναντι στον φιλελευθερισμό, του οποίου οι καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις αναγνωριζόντουσαν ξεκινώντας από διαφορετικές οπτικές. Αλλά περισσότερο από αυτή την κριτική ετοιμότητα λειτούργησε το άγχος για συσπείρωση απέναντι στον αντίπαλο, το κάλεσμα στα όπλα για τη δημιουργία μετώπων, είτε της αριστεράς απέναντι στη δεξιά είτε αντίστροφα. Παρά τον επί της ουσίας ομόλογο χαρακτήρα των πολιτικών, στο πλαίσιο του παιγνίου της πολιτικής εναλλαγής αυτό το λεκτικό τέχνασμα λειτούργησε για δεκαετίες, επιτρέποντας στις φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες πολιτικές να επιβληθούν χωρίς ενδοιασμούς.

Οι κινούμενοι στην Αριστερά παρ’ όλο που διατήρησαν τη δυσπιστία τους απέναντι στα όσα επέτασσαν οι αγορές, υποστήριξαν με απόλυτη αποτελεσματικότητα, όλες τις μορφές αποδιάρθρωσης των κοινωνικών δεσμών (των οικογενειακών, των συναισθηματικών, των δεσμών σε εδαφική ή κοινοτική βάση, ή στη βάση της παράδοσης, των θρησκευτικών κ.λπ.), οδηγώντας στη μαζική εμφάνιση απομονωμένων ατόμων εκτεθειμένων στο έλεος των αγορών και εύθραυστων υποκειμένων έτοιμων να πλαισιώσουν τα διάφορα μέρη της μηχανής του παγκοσμιοποιημένου συστήματος.

Εκείνοι στα δεξιά ενώ έβλεπαν με καχυποψία τις διαδικασίες αποσύνθεσης της οικογένειας, των δεσμών στη βάση της εντοπιότητας ή της παράδοσης κ.λπ., υποστήριξαν μορφές και πρακτικές γενικευμένης εμπορευματοποίησης και κυριαρχίας των αγορών, ακόμα και πραγματικού κοινωνικού Δαρβινισμού, που εν τέλει έδωσαν τη χαριστική βολή σε αυτούς τους ίδιους τους κοινωνικούς δεσμούς.

Μέσα στο πλαίσιο της λεγόμενης «κατάρρευσης των ιδεολογιών» αυτός ο συνδυασμός «Αριστεράς-Δεξιάς» έχει γίνει ένα διακοσμητικό τρικ που σκοπό του έχει τη διατήρηση σε λειτουργία κάποιων ιδεολογικών κατάλοιπων ικανών να συντεθούν σε μια συνολικά περιεκτική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Των ίδιων εκείνων ιδεολογικών καταλοίπων που τώρα έχουν επιβληθεί προβαλλόμενα ως η έσχατη δυνατή πραγματικότητα. Έτσι η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού στην παγκόσμια αγορά, που επιβάλλεται από τις ανάγκες (του κεφαλαίου), παρουσιάζεται ως «ευελιξία», «δυναμισμός», ή και κατά περίπτωση ως «καλοδεχούμενη» και με όρους «φιλοξενίας». Οι προϋποθέσεις για τη συσσώρευση του μεγάλου κεφαλαίου που για την εξασφάλισή τους μεριμνά η ΕΚΤ, παρουσιάζονται σε πρόσχαρους τόνους σαν ανοιχτότητα που προάγει την ευρωπαϊκότητα, σε αντίστιξη προς τους δυσοίωνους εθνικισμούς. Η ανάγκη να υπάρχει διαθέσιμο πάντοτε ανθρώπινο κεφάλαιο έχει περιγραφεί χωρίς αναστολές ως «απελευθέρωση από τα καταπιεστικά δεσμά της οικογένειας». Η φιλελεύθερη καπιταλιστική τάση που οδηγεί σε ρευστοποίηση όλους τους κοινωνικούς δεσμούς, είτε πρόκειται για δεσμούς εντοπιότητας, και για τις ανθρώπινες σχέσεις, είτε για δεσμούς κουλτούρας και παράδοσης, παρουσιάζεται σαν εκείνη η απελευθερωτική δύναμη, που τελικά επέτρεψε στα άτομα να εκφράσουν τις δυνατότητές τους (ενώ στην πραγματικότητα διαμορφώνονται γενιές που απαρτίζονται από όλο και πιο μοναχικά και αποπροσανατολισμένα άτομα).

Η έξοδος από τη σημερινή ψευδεπίγραφη και παραπλανητική αντίθεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο αποκατάστασης αρχών και αξιών που έχουν μείνει στο περιθώριο ως μειοψηφικές και στις δύο πλευρές. Η εξαντλητική τους παράθεσή δεν είναι δυνατή σ’ αυτό το σημείο αλλά στο πνεύμα των όσων ειπώθηκαν μπορούμε τουλάχιστον να επισημάνουμε τα εξής:

  • Ελευθερία ως ελευθερία με τη θετική έννοια, ελευθερία ως συμμετοχή και δυνατότητα πραγματοποίησης, όχι ως κυρίως αρνητική ελευθερία (ως ελευθερία από την παρέμβαση των άλλων).
  • Αυτονομία ως δυνατότητα των ατόμων και των ομάδων να ορίζουν τους δικούς τους δρόμους ανάπτυξης, να θέτουν τους κανόνες για τον ορισμό του ορίζοντα ζωής τους.
  • Ισότητα ως ισότητα στην αξιοπρέπεια, ως συμπεριληπτικότητα και ως ίσες δυνατότητες ανοιχτές για κάθε άτομο. Όχι ως βίαιη ισοπέδωση των κλίσεων, των ικανοτήτων και των διαθέσεων.
  • Η κοινότητα ως κοινωνική σφαίρα εγγύτητας, όπου η αφοσίωση, τα αισθήματα και οι πρωταρχικές νοηματοδοτήσεις ωριμάζουν, πέρα από σχέσεις και συμφωνίες συμβολαιακού χαρακτήρα, πέρα από τυπικούς κανόνες και νομικές διαμεσολαβήσεις.
  • Η οικογένεια ως κοινωνική σφαίρα που αποκτά την αξία της μέσα από την αναπαραγωγή και την πρωταρχική εκπαίδευση των επόμενων γενεών, μια κοινωνική σφαίρα που πρέπει να υποστηρίζεται γι’ αυτό το σκοπό, και στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο βαρύ φορτίο της μητρότητας και στη φροντίδα των απογόνων (και στη δυνητικά μειονεκτική θέση που προκύπτει για εκείνους που αφιερώνονται περισσότερο σε αυτή την κοινωνικά κρίσιμη διάσταση).
  • Ο εδαφικός δεσμός ως το πεδίο του ανήκειν σε μια γεωγραφική τοποθεσία ή σε μια αστική πραγματικότητα, που έχει κληρονομηθεί από τις προηγούμενες γενιές και πρέπει να αφεθεί αλώβητη και σε καλύτερη κατάσταση για τις επόμενες.
  • Η κουλτούρα ως ένα ιστορικό συνεχές γνώσης, εθίμων, κοινωνικών πρακτικών, και σημασιών, που έχουμε το καθήκον να μαθαίνουμε και να καλλιεργούμε, όπως έχουμε επίσης τη δυνατότητα να τη μετασχηματίζουμε και να την ενσωματώνουμε. Αυτή είναι η διάσταση που επιτρέπει την αλληλοκατανόηση, τη συμφωνία, και την επίτευξη κοινών αληθειών και πεποιθήσεων.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!