του Ειδικού Ανταποκριτή μας στην Ιταλία
Την περασμένη Κυριακή η Ιταλία σημαδεύτηκε από δύο γεγονότα: έναν θάνατο και μια διπλή αναμέτρηση στις κάλπες. Τη στιγμή που οι Ιταλοί ψήφιζαν σε δημοψήφισμα και περιφερειακές εκλογές, πέθαινε η Ροσάνα Ροσάντα, εμβληματική μορφή της ιταλικής Αριστεράς, και ένα από τα πρώτα στελέχη του Ιταλικού Κ.Κ. που διαφοροποιήθηκαν από αυτό στα τέλη της θυελλώδους δεκαετίας του 1960 [βλ. «Το κορίτσι του περασμένου αιώνα» στη σελ. 18 αυτού του φύλλου]. Δεν γνωρίζουμε αν και τι θα ψήφιζε η Ροσάντα στην περίπτωση που ήταν ακόμη καλά στην υγεία της, αλλά γνωρίζουμε το αποτέλεσμα: το 70% των 25,6 εκατομμυρίων Ιταλών που ψήφισαν έγκυρα ενέκριναν την απαιτούμενη τροποποίηση του Συντάγματος για τη δραστική μείωση του αριθμού των βουλευτών και των γερουσιαστών[1].
Το μεταπολεμικό-αντιφασιστικό ιταλικό Σύνταγμα του 1946 όριζε ότι κάθε 80 χιλιάδες Ιταλών πρέπει να εκπροσωπούνται από έναν βουλευτή, και κάθε 200 χιλιάδες από έναν γερουσιαστή. Για το εκλογικό σύστημα, υπήρχε απλώς μια ευκτική αναφορά στην απλή αναλογική. Το Σύνταγμα αυτό, παρά τις επανειλημμένες τροποποιήσεις και παραμορφώσεις του, παραμένει καρφί στο μάτι των ελίτ. Η τελευταία απόπειρα «εκσυγχρονισμού» του, το 2016, απέτυχε οικτρά και οδήγησε στην πτώση του αλαζονικού κεντροαριστερού τότε πρωθυπουργού Ρέντσι[2]. Αυτή τη φορά όμως όλα τα κόμματα τοποθετήθηκαν υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών, όσο περίεργο κι αν ακούγεται από πρώτη ματιά. Και τα κατάφεραν!
Στις εβδομάδες που προηγήθηκαν κλιμακώθηκε μια καμπάνια που ήταν πραγματικό υπόδειγμα του… λαϊκισμού που κατακεραυνώνουν νύχτα-μέρα τα συστημικά κόμματα. «Έχουμε πάρα πολλούς βουλευτές, τους περισσότερους στην Ευρώπη» έλεγαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων και επαύξαναν οι διάφοροι αναλυτές, χωρίς να νοιάζονται αν κανείς θα κάνει τις διαιρέσεις: στην Ιταλία αντιστοιχεί ένας βουλευτής για κάθε 81.000 πολίτες (και ένας γερουσιαστής για κάθε 162.000 πολίτες). Στην Ελλάδα, ένας για κάθε 33.200 πολίτες. Στην Ιρλανδία, ένας για κάθε 21.900 πολίτες, κ.ο.κ. Αλλά οι αριθμοί έχουν μικρή σημασία όταν πρέπει να δημιουργηθεί ένα ορισμένο κλίμα.
Δεν χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια για να φτιαχτεί πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών/γερουσιαστών, δεδομένης της απαξίωσης συνολικά του πολιτικού συστήματος…
Συνάντηση αντιφατικών επιδιώξεων στο «Ναι»
Δεν χρειαζόταν πάντως και μεγάλη προσπάθεια για να φτιαχτεί πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών/γερουσιαστών, δεδομένης της απαξίωσης συνολικά του πολιτικού συστήματος: βουλές εκλεγμένες από καταφανώς αντισυνταγματικούς και άδικους εκλογικούς νόμους, όπου η μειοψηφία γίνεται πλειοψηφία, όπου ψηφίζονται αλλεπάλληλα αντιλαϊκά νομοσχέδια τσαλαπατώντας προεκλογικές δεσμεύσεις, όπου βουλευτές και γερουσιαστές «διαπηδούν» διαρκώς από το ένα κόμμα στο άλλο κ.λπ. Πρόκειται για ένα σύστημα ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο στα μάτια της λαϊκής πλειοψηφίας.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι τα λαϊκά στρώματα ψήφισαν δαγκωτό «Ναι», ενώ το «Όχι» πλειοψήφησε μόνο στις αστικές περιοχές όπου κατοικούν οι λεγόμενοι μορφωμένοι: στο κέντρο του Μιλάνου και της Ρώμης ή στους απρόσιτους για τα φτωχομεσαία στρώματα λόφους του Τορίνο… Ο σαφής ταξικός διαχωρισμός της ψήφου δεν σημαίνει βέβαια το ίδιο για όλους. Όπως ήταν εξάλλου διαφορετικές και οι στοχεύσεις των στελεχών της Δεξιάς και της Κεντροαριστεράς που διαφοροποιήθηκαν από την επίσημη γραμμή και καλούσαν σε ψήφο υπέρ του «Όχι»: οι δεξιοί έλεγαν ότι η απόρριψη των προτεινόμενων αλλαγών είναι ευκταία διότι θα αποτελέσει πλήγμα για την κυβέρνηση. Οι κεντροαριστεροί και αριστεροί υπέρμαχοι του «Όχι», από την άλλη, βαυκαλίζονταν ότι μια επικράτησή του θα άνοιγε τον δρόμο για ένα πιο δίκαιο εκλογικό σύστημα…
Όσο για τις ελίτ και τους πολιτικούς που υποστήριζαν το «Ναι», απώτερος αλλά δηλωμένος στόχος των περισσότερων είναι να ξεφύγει η Ιταλία από μια διαρκή αστάθεια, η οποία επιβραδύνει τις επιδιωκόμενες όλο και πιο αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, μέσω του περάσματος σε ένα προεδρικό σύστημα τύπου ΗΠΑ ή, έστω, Γαλλίας. Στις κάλπες δηλαδή συναντήθηκαν αντιφατικά σχέδια και επιδιώξεις. Το γεγονός ότι την ίδια μέρα γίνονταν σε μεγάλο μέρος της Ιταλίας και περιφερειακές εκλογές αύξησε την κινητοποίηση των ψηφοφόρων, έτσι ώστε η συμμετοχή να ξεπεράσει έστω και οριακά το «νομιμοποιητικό» όριο του 50%.
[1] Συνολικά ψήφισε το 51,1% του εκλογικού σώματος, και από αυτούς το 1,7% έριξε άκυρη ψήφο. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκαν και περιφερειακές εκλογές σε 7 από τις 20 περιφέρειες της χώρας. Η ιταλική ιδιαιτερότητα δεν είναι ότι υπάρχουν δύο νομοθετικά σώματα (Βουλή και Γερουσία) αλλά ότι έχουν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες που επίσης έχουν δύο νομοθετικά σώματα.
[3] Βλ. «Φάκελος Ιταλικό Δημοψήφισμα» στην ιστοσελίδα του Δρόμου (edromos.gr/fakelos-italiko-dimopsifisma/).
Καμπανάκι για όλους από τις περιφέρειες
Οι περιφερειακές εκλογές έχουν πιο άμεσες επιπτώσεις από το δημοψήφισμα. Χαμένοι, λίγο ή πολύ, ήταν όλοι – πλην των «Αδελφών της Ιταλίας» της ακροδεξιάς Μελόνι. Το πιο γερό χτύπημα το δέχτηκαν οι συγκυβερνώντες 5 Αστέρες, που υπέστησαν πανωλεθρία, και η αντιπολιτευόμενη Λέγκα του Σαλβίνι, που διακήρυττε ότι θα κερδίσει και τις 7 περιφέρειες όπου γίνονταν εκλογές, και θα καταφέρει έτσι συντριπτικό πλήγμα στη συγκυβέρνηση του Κόντε. Αλλά έμεινε με μόλις 3, ενώ άλλες 3 κέρδισε το Δημοκρατικό Κόμμα, που είχε περιορισμένες μόνο απώλειες (σε μία περιφέρεια δεν έχουν βγει ακόμη τα τελικά αποτελέσματα). Όσο για τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, που έτσι κι αλλιώς θεωρούνταν καμένο χαρτί, απλά εξαφανίστηκε. Πενιχρά ήταν και τα αποτελέσματα του κόμματος του Ρέντσι.
Η επομένη των περιφερειακών εκλογών προκαλεί μεγάλες αναταράξεις, καταρχήν στους 5 Αστέρες και στη Λέγκα. Οι Πεντάστεροι είδαν τη λαϊκή βάση που τους είχε απομείνει μετά τις αλλεπάλληλες κωλοτούμπες των τελευταίων χρόνων να έχει διδαχθεί επιτέλους τον «ρεαλισμό»: απλά στράφηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα για να μην νικήσει η Δεξιά. Έτσι οι 5 Αστέρες βυθίζονται βαθύτερα σε εσωτερική κρίση, καθώς πολλοί κατηγορούν τη σημερινή ηγεσία και μιλούν για την ανάγκη επιστροφής στον αρχικό ριζοσπαστισμό. Ανοιχτή κρίση έχει ξεσπάσει και στη Λέγκα, όπου σημαντικά στελέχη αμφισβητούν ανοιχτά πια τον ίδιο τον Σαλβίνι και τις επιλογές του.
Ο μόνος πραγματικά ευχαριστημένος πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός Κόντε, τον οποίο μάταια προσπαθούν να αντικαταστήσουν οι ελίτ και τα ΜΜΕ με κάποιον «καταλληλότερο», όπως ο Ντράγκι. Ελισσόμενος σαν καλός δικηγόρος, δεξιοτέχνης των συμβιβασμών, χωρίς να εκτίθεται ανοιχτά υπέρ κανενός εκ των κυβερνητικών εταίρων (αν και με μέντορα τον Γκρίλο κλίνει διακριτικά προς το Δημοκρατικό Κόμμα), βγαίνει ενισχυμένος. Βοηθά σ’ αυτό το διαζύγιο μεταξύ της ηγέτιδας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, όπως και ο καταποντισμός κάθε «εναλλακτικής λύσης». Μονάχα μια διαλυτική έκρηξη των 5 Αστέρων μπορεί να τον απειλήσει σοβαρά σήμερα. Κανείς δεν θέλει τώρα βουλευτικές εκλογές: ακόμη κι ο Σαλβίνι απέσυρε το σχετικό αίτημα.
Ο καβγάς θα ξανανάψει βέβαια, και θα έχει πολύ πιο χειροπιαστή υπόσταση: ποιος θα βάλει χέρι στα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας; Οι επίδοξοι «σωτήρες» της Ιταλίας ήδη συνωστίζονται, διαγκωνίζονται και ονειρεύονται, και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.