Πληθαίνουν οι αμερικανικές πιέσεις εναντίον της Γερμανίας
Ομολογουμένως, το νέο έτος δεν ξεκίνησε καλά για την Ά. Μέρκελ και τον κυβερνητικό συνασπισμό της. Στις 6 Ιανουαρίου κατέρρευσε η κυβέρνηση στο κρατίδιο του Σάαρ, μία από τις ελάχιστες περιοχές στη Γερμανία όπου κυβερνούσε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα με τους Ελεύθερους Δημοκράτες και τους Πράσινους. Μοναδικός συνδυασμός. Η πρωθυπουργός του κρατιδίου, χριστιανοδημοκράτισσα Annegret Kramp-Karrenbauer, έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τους Ελεύθερους Δημοκράτες ότι με την εσωκομματική διαμάχη υπονόμευσαν την κυβέρνησή της (Der Spiegel online 20/1/2012). Ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης με τους Σοσιαλδημοκράτες, η κυβέρνηση θα προκηρύξει νέες εκλογές στο κρατίδιο.
Ωστόσο, η Γερμανίδα καγκελάριος δεν πρέπει να έχει παράπονα από τον γερμανικό Τύπο ο οποίος μόνο που δεν έστησε οδοφράγματα μετά την υποβάθμιση εννέα χωρών της Ευρωζώνης από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s. «Ένα μονοπώλιο (sic) πετροβολάει τις πολιτικές εκλεγμένων κυβερνήσεων», γράφει η καθημερινή εφημερίδα Suddeutsche Zeitung, (16/1) χαρακτηρίζοντας «αυτόκλητους επόπτες» τους εν λόγω οίκους και γράφοντας:
«Η εταιρία δημοσίευσε το μήνυμά της. Χωρίς κανείς να τη ρωτήσει, τη σωστή στιγμή, μόλις δύο εβδομάδες πριν από τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.: “Κάντε αυτό που σας λέμε, δεν έχετε άλλη επιλογή”. Δεν δίστασε να βάλει τη λέσχη του ευρώ στο ίδιο επίπεδο με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Όποιος δανείζει χρήματα στην Ιταλία ή την Ισπανία διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο σαν να δάνειζε χρήματα στην Ινδία, την Κολομβία ή τις Μπαχάμες. Αυτό είναι παράλογο, είναι γελοίο… Αλλά υπάρχει κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο. Η Standard & Poor’s […] προσπαθεί να παρέμβει άμεσα στην ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτή δεν είναι δουλειά ενός οίκου αξιολόγησης. Οι Αμερικανοί πιέζουν την ηπειρωτική Ευρώπη όλο και περισσότερο να υιοθετήσει τις αγγλο-αμερικανικές αρχές στην οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική της. Με άλλα λόγια να τυπώνει χρήμα όποτε χρειάζεται, προκειμένου να σώζει τράπεζες και να παρέχει κίνητρα. Όποιος δεν ακολουθεί αυτή την πολιτική παίρνει κακές αξιολογήσεις».
Τι ευρωκεντρική αλαζονεία! Της φαίνεται αδιανόητο, της γερμανικής εφημερίδας, να συγκριθεί -προσέξτε όχι η Ελλάδα ή η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία- μια χώρα του «πυρήνα» με την Ινδία. Αλλά και μωρία, μιας και με βάση τις οικονομικές προβλέψεις η Ινδία είναι μία από τις δυναμικά ανερχόμενες καπιταλιστικές χώρες που έχει τις δυνατότητες να σαρώσει αρκετές ευρωπαϊκές στο όχι πολύ μακρινό μέλλον. Το ότι η ίδια η Ε.Ε. μετατρέπει τους εργαζόμενους πληθυσμούς της Ευρώπης σε τριτοκοσμικούς στο πεδίο των μισθών και των κοινωνικών παροχών για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, για τη διάσωση των τραπεζών, απλώς με άλλα μέσα, κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει.
Μια άλλη, συντηρητική, εφημερίδα -η Suddeutsche Zeitung θεωρείται κεντροαριστερή με τα γερμανικά κριτήρια- η Die Welt (16/1) φιλοξενεί συνέντευξη του Έλμαρ Μπροκ, χριστιανοδημοκράτη ευρωβουλευτή, ο οποίος ευθέως κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι θέλουν να εξουδετερώσουν την Ευρωζώνη. «Δεν υπάρχει αληθής βάση για την υποβάθμιση της Ιταλίας… το ίδιο και της Ισπανίας… όσο για τη Γαλλία, δεν θα έπρεπε να γίνεται καν συζήτηση», λέει ο Μπροκ. «Η υποβάθμιση εκφράζει ιδιοτέλεια. Κήρυξαν νομισματικό πόλεμο κατά της Ευρωζώνης». Στην ερώτηση «γιατί;» ο Γερμανός ευρωβουλευτής υποστηρίζει ότι ισχυρές δυνάμεις του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού τομέα θέλουν να προωθήσουν τα αγγλοσαξονικά συμφέροντα στην Ευρώπη και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Δεν ερωτάται ούτε τολμά να θίξει το πώς χρησιμοποίησαν αυτές τις αξιολογήσεις οι ηγέτες της Ευρωζώνης και οι εθνικές ιθύνουσες τάξεις για να εκβιάσουν τους πληθυσμούς των χωρών στις οποίες επιβλήθηκαν τα Μνημόνια. Τότε τους έρχονταν γάντι. Λιγάκι αργά θυμήθηκαν ότι οι οίκοι αξιολόγησης χρηματοδοτούνται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα και χορεύουν όπως τους παίζει.
Πίσω από όλα αυτά προβάλλει, εντούτοις, το ερώτημα: Υπάρχει πράγματι προσπάθεια επιβολής και εκβιασμού της Γερμανίας εκ μέρους των Αμερικανών και αυτό υποδηλώνει κάποιο βαθύτερο ρήγμα στις σχέσεις τους; Σύμφωνα με το Spiegel όντως «ασκείται πίεση από τις ΗΠΑ, έναν από τους βασικούς συμμάχους της Γερμανίας». Το ΔΝΤ έχει αναγγείλει ότι θέλει να μαζέψει 500 δισ. ευρώ από τα μέλη του για να διαθέτει αρκετούς πόρους ώστε να διευθετήσει την κρίση τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά αρκετές κυβερνήσεις δεν θέλουν να πληρώσουν για να σωθεί το ευρώ. Ιδίως δεν θέλει να πληρώσει ο Μπ. Ομπάμα και, μάλιστα, σε προεκλογική περίοδο, και έτσι καλεί τα μέλη της Ευρωζώνης, ήτοι τη Γερμανία να βάλει πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να σώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και να διασφαλίσει Αμερικανούς επενδυτές. Αλλά και στη Βρετανία εκφράζεται δυσαρέσκεια γιατί η «Γερμανία έχει χρήματα για να προχωρεί σε εσωτερικές φορολογικές περικοπές, αλλά ζητά δανεικά για τη διάσωση του ευρώ».
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι υποβαθμίσεις των ευρωπαϊκών χωρών μπορεί να προκαλέσουν πολιτικές αντιδράσεις, τα πρώτα δείγματα των οποίων είδαμε την περασμένη εβδομάδα. Αυτό που απομένει να δούμε είναι αν θα δικαιωθεί το γερμανικό περιοδικό που προβλέπει ότι τελικά η Μέρκελ –παρά την αρνητική της στάση προς το παρόν- θα υποκύψει σ’ αυτές τις πιέσεις ή αν θα κλιμακωθεί η αντιπαράθεση και τι είδους συνέπειες θα έχει.
Ωστόσο, η Γερμανίδα καγκελάριος δεν πρέπει να έχει παράπονα από τον γερμανικό Τύπο ο οποίος μόνο που δεν έστησε οδοφράγματα μετά την υποβάθμιση εννέα χωρών της Ευρωζώνης από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s. «Ένα μονοπώλιο (sic) πετροβολάει τις πολιτικές εκλεγμένων κυβερνήσεων», γράφει η καθημερινή εφημερίδα Suddeutsche Zeitung, (16/1) χαρακτηρίζοντας «αυτόκλητους επόπτες» τους εν λόγω οίκους και γράφοντας:
«Η εταιρία δημοσίευσε το μήνυμά της. Χωρίς κανείς να τη ρωτήσει, τη σωστή στιγμή, μόλις δύο εβδομάδες πριν από τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.: “Κάντε αυτό που σας λέμε, δεν έχετε άλλη επιλογή”. Δεν δίστασε να βάλει τη λέσχη του ευρώ στο ίδιο επίπεδο με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Όποιος δανείζει χρήματα στην Ιταλία ή την Ισπανία διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο σαν να δάνειζε χρήματα στην Ινδία, την Κολομβία ή τις Μπαχάμες. Αυτό είναι παράλογο, είναι γελοίο… Αλλά υπάρχει κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο. Η Standard & Poor’s […] προσπαθεί να παρέμβει άμεσα στην ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτή δεν είναι δουλειά ενός οίκου αξιολόγησης. Οι Αμερικανοί πιέζουν την ηπειρωτική Ευρώπη όλο και περισσότερο να υιοθετήσει τις αγγλο-αμερικανικές αρχές στην οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική της. Με άλλα λόγια να τυπώνει χρήμα όποτε χρειάζεται, προκειμένου να σώζει τράπεζες και να παρέχει κίνητρα. Όποιος δεν ακολουθεί αυτή την πολιτική παίρνει κακές αξιολογήσεις».
Τι ευρωκεντρική αλαζονεία! Της φαίνεται αδιανόητο, της γερμανικής εφημερίδας, να συγκριθεί -προσέξτε όχι η Ελλάδα ή η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία- μια χώρα του «πυρήνα» με την Ινδία. Αλλά και μωρία, μιας και με βάση τις οικονομικές προβλέψεις η Ινδία είναι μία από τις δυναμικά ανερχόμενες καπιταλιστικές χώρες που έχει τις δυνατότητες να σαρώσει αρκετές ευρωπαϊκές στο όχι πολύ μακρινό μέλλον. Το ότι η ίδια η Ε.Ε. μετατρέπει τους εργαζόμενους πληθυσμούς της Ευρώπης σε τριτοκοσμικούς στο πεδίο των μισθών και των κοινωνικών παροχών για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, για τη διάσωση των τραπεζών, απλώς με άλλα μέσα, κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει.
Μια άλλη, συντηρητική, εφημερίδα -η Suddeutsche Zeitung θεωρείται κεντροαριστερή με τα γερμανικά κριτήρια- η Die Welt (16/1) φιλοξενεί συνέντευξη του Έλμαρ Μπροκ, χριστιανοδημοκράτη ευρωβουλευτή, ο οποίος ευθέως κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι θέλουν να εξουδετερώσουν την Ευρωζώνη. «Δεν υπάρχει αληθής βάση για την υποβάθμιση της Ιταλίας… το ίδιο και της Ισπανίας… όσο για τη Γαλλία, δεν θα έπρεπε να γίνεται καν συζήτηση», λέει ο Μπροκ. «Η υποβάθμιση εκφράζει ιδιοτέλεια. Κήρυξαν νομισματικό πόλεμο κατά της Ευρωζώνης». Στην ερώτηση «γιατί;» ο Γερμανός ευρωβουλευτής υποστηρίζει ότι ισχυρές δυνάμεις του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού τομέα θέλουν να προωθήσουν τα αγγλοσαξονικά συμφέροντα στην Ευρώπη και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Δεν ερωτάται ούτε τολμά να θίξει το πώς χρησιμοποίησαν αυτές τις αξιολογήσεις οι ηγέτες της Ευρωζώνης και οι εθνικές ιθύνουσες τάξεις για να εκβιάσουν τους πληθυσμούς των χωρών στις οποίες επιβλήθηκαν τα Μνημόνια. Τότε τους έρχονταν γάντι. Λιγάκι αργά θυμήθηκαν ότι οι οίκοι αξιολόγησης χρηματοδοτούνται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα και χορεύουν όπως τους παίζει.
Πίσω από όλα αυτά προβάλλει, εντούτοις, το ερώτημα: Υπάρχει πράγματι προσπάθεια επιβολής και εκβιασμού της Γερμανίας εκ μέρους των Αμερικανών και αυτό υποδηλώνει κάποιο βαθύτερο ρήγμα στις σχέσεις τους; Σύμφωνα με το Spiegel όντως «ασκείται πίεση από τις ΗΠΑ, έναν από τους βασικούς συμμάχους της Γερμανίας». Το ΔΝΤ έχει αναγγείλει ότι θέλει να μαζέψει 500 δισ. ευρώ από τα μέλη του για να διαθέτει αρκετούς πόρους ώστε να διευθετήσει την κρίση τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά αρκετές κυβερνήσεις δεν θέλουν να πληρώσουν για να σωθεί το ευρώ. Ιδίως δεν θέλει να πληρώσει ο Μπ. Ομπάμα και, μάλιστα, σε προεκλογική περίοδο, και έτσι καλεί τα μέλη της Ευρωζώνης, ήτοι τη Γερμανία να βάλει πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να σώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και να διασφαλίσει Αμερικανούς επενδυτές. Αλλά και στη Βρετανία εκφράζεται δυσαρέσκεια γιατί η «Γερμανία έχει χρήματα για να προχωρεί σε εσωτερικές φορολογικές περικοπές, αλλά ζητά δανεικά για τη διάσωση του ευρώ».
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι υποβαθμίσεις των ευρωπαϊκών χωρών μπορεί να προκαλέσουν πολιτικές αντιδράσεις, τα πρώτα δείγματα των οποίων είδαμε την περασμένη εβδομάδα. Αυτό που απομένει να δούμε είναι αν θα δικαιωθεί το γερμανικό περιοδικό που προβλέπει ότι τελικά η Μέρκελ –παρά την αρνητική της στάση προς το παρόν- θα υποκύψει σ’ αυτές τις πιέσεις ή αν θα κλιμακωθεί η αντιπαράθεση και τι είδους συνέπειες θα έχει.
Μ.Ν.
Σχόλια