Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Χρύσας Φάντη «Οδός Ευτυχίδου» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σμίλη, ένιωθα πως υπάρχω με έναν τρόπο μέσα στις σελίδες του. Οι ήρωές του θύμιζαν ανθρώπους που γνώρισα, φίλους που ζήσαμε μαζί τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του τόπου.
Κέντρο της αφήγησης η εμβληματική συνοικία του Παγκρατίου και ο ήρωας που αναζητά τη δική του ιστορία κι αυτή της οικογένειάς του. Η μυθοπλασία δένεται με την Ιστορία και μέσα από την παράθεση στο τέλος του βιβλίου 50 σελίδων με τον τίτλο «Από το αρχείο του αφηγητή» με παραπομπές σε μαρτυρίες, αναγνώσματα, ντοκουμέντα.
Η συγγραφέας παραθέτει τα υλικά της δημιουργίας του μυθιστορήματος κι ανοίγει στον αναγνώστη πολλές πόρτες και δρόμους για να ανακαλύψει κι αυτός το πραγματικό υπόβαθρο των όσων εξιστορούνται.
Και μέσα στην ίδια την αφήγηση οι έρευνες του πρωταγωνιστή συχνά οδηγούν και σε αληθινές μαρτυρίες. Τα πρόσωπα πέρα από τη δική τους πορεία γίνονται και σύμβολα των ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα κυρίως από την Κατοχή μέχρι και τις μέρες μας.
Η εξαιρετική γραφή μάς οδηγεί και μέσα από τις ενδοσκοπήσεις στον ψυχισμό του ήρωα που έχει σίγουρα κι ένα δικό μας κομμάτι. Η Αριστερά που πολεμά, που αντιστέκεται, που αντιφάσκει, που οπισθοχωρεί, που υποκύπτει, που πέφτει και σηκώνεται ξανά. Που ηττάται. Και το μέλλον άδηλο.
Για άλλη μια φορά η λογοτεχνία βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει για την ουσία των πραγμάτων και της πολιτικής με τον πιο διεισδυτικό τρόπο…
«Ήθελα να παραδώσω στον αναγνώστη μερικά από τα κλειδιά που βοήθησαν και εμένα να μπω στο πετσί της ιστορίας»
Πώς προέκυψε το βιβλίο «οδός Ευτυχίδου»; Γιατί διάλεξες το όνομα του δρόμου που τόσα σημαίνει για το Παγκράτι;
Δεν θυμάμαι την αφορμή ή πότε ακριβώς ξεκίνησα να το γράφω. Μέχρι να βρει την τελική μορφή του, το περιεχόμενο και μαζί με αυτό η δομή και η γλώσσα διαφοροποιήθηκαν κι ήταν αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση που καθόρισε τελικά και τον τίτλο∙ έναν τίτλο μάλλον ειρωνικό για την ιστορία αυτού του παγκρατιώτικου δρόμου. Και αναφέρομαι πρωτίστως στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, όταν στην πολυσύχναστη τώρα και «ειρηνική» οδό Ευτυχίδου, όπως και σε άλλους δρόμους κοντά σ’ αυτήν –την Πρατίνου, τη Φιλολάου, την Υμηττού, αλλά και στο Άλσος Παγκρατίου και στην πλατεία Βαρνάβα ή στο σινέ Παλάς– είχαν γίνει ηρωικές μάχες αλλά και σκληρές πράξεις αντεκδίκησης.
Αν και στην αρχή του βιβλίου δηλώνεις πως «τα πρόσωπα στην Οδό Ευτυχίδου είναι προϊόν επινόησης. Τα γεγονότα μέρος της ιστορίας της» έχω την αίσθηση πως είναι έντονο το βιωματικό στοιχείο. Πού τελειώνει η Ιστορία κι αρχίζει η μυθοπλασία;
Συνήθως όταν ένα αφήγημα ολοκληρώνεται δεν έχει και πολλή σημασία να μιλήσεις όπως θα μιλούσε ένας ιστορικός. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, τα πραγματικά περιστατικά και οι αντίστοιχες ιστορικές τους αναγωγές, όπως και οι απολύτως αναγνωρίσιμοι τόποι και χρόνοι, ενισχύουν την αίσθηση του βιώματος. Οι επιστολές του πατέρα τού αφηγητή, τόσο αυτές που στέλνει από την εξορία όσο και εκείνες από τον στρατό την εποχή που μαίνεται ο εμφύλιος, αποτελούν πραγματικό ντοκουμέντο, και αυτή τη μορφή, τη μορφή του ντοκουμέντου διατηρούν. Όμως, στο σύνολό του, το βιβλίο δεν αποτελεί μαρτυρία ή ιστορική καταγραφή. Η φανταστική σκιαγράφηση των προσώπων, τα σουρεαλιστικά στοιχεία, το όνειρο και η αλληγορία, είναι εξ ίσου διακριτά και κυρίαρχα. Ακόμη και οι επιστολές διακόπτονται ανά τακτά διαστήματα από κρίσιμα ερωτήματα του αναγνώστη-αφηγητή, καθώς και μικροδιηγήσεις με μορφή ονειρική ή αλληγορική. Υπάρχει δηλαδή μια ποικιλία φωνών και ειδών γραφής, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό μιας εποχής, ή ακριβέστερα πολλών περιόδων της, στο Παγκράτι, στην Ικαρία, στα βουνά της Ηπείρου, σε προσφυγικούς συνοικισμούς ή σε κάποιο προάστιο της Σμύρνης.
Χαίρομαι που το επισημαίνετε. Αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Να παραδώσω στον αναγνώστη μερικά από τα κλειδιά που βοήθησαν και εμένα να μπω στο πετσί της ιστορίας∙ πληροφορίες σημαντικές για την κατανόηση όσων επηρέασαν τους ήρωές μου –και εν πολλοίς τους καθόρισαν–, χωρίς αυτό να λειτουργεί σε βάρος της αφήγησης, γεγονός που πιθανότατα θα συνέβαινε αν επιχειρούσα να τα εντάξω αυτούσια στον κεντρικό της κορμό. Σε κάθε περίπτωση, χωρίς την εσωτερική μετάπλαση δεν νοείται λογοτεχνία. Αλλά στην πεζογραφία ο αναγνώστης έχει ενίοτε ανάγκη και από κάποια εξωκειμενικά πατήματα, για να κατανοήσει σε όλη τους την έκταση τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, λίγο ως πολύ άγνωστα, παραγκωνισμένα ή παραποιημένα.
Μέσα από επιστολές, έγγραφα, προσωπικές μαρτυρίες πιστεύεις πως μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα και τη γενικότερη ιστορία;
Αν όχι απόλυτα, σίγουρα σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που πιστεύαμε στο παρελθόν. Οι προσωπικές μαρτυρίες, τα ημερολόγια, οι επιστολές των ανθρώπων που βίωσαν από πρώτο χέρι ένα ιστορικό γεγονός και υπέστησαν άμεσα τις συνέπειές του, όχι μόνο συνεισφέρουν καθοριστικά στην πρόσληψη αυτού του γεγονότος από τους μεταγενέστερους, αλλά επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις, αποδεικνύονται πολύ πιο αποκαλυπτικά από τα επίσημα έγγραφα και τα ντοκουμέντα των κρατικών αρχείων και των ιστορικών.
Η νεότερη γενιά πιστεύεις πως ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις ιστορίες ή τις μοιραζόμαστε απλώς οι μεγαλύτεροι;
Εξαρτάται με ποια κριτήρια και από ποια σκοπιά κρίνει κάποιος αυτή τη γενιά. Οι νεώτεροι, στην πλειοψηφία τους, μπορεί να εμφανίζονται αδιάφοροι ή και ανίδεοι, υπάρχει όμως και μια σημαντική μειοψηφία που νοιάζεται, που έχει την επιθυμία και την περιέργεια να πληροφορηθεί και να ακούσει, που προβληματίζεται και συχνά συγκλονίζεται από όσα μαθαίνει, κι αυτό είναι κάτι περισσότερο από παρήγορο. Είναι, θα λέγαμε, η μόνη ελπίδα στο μέλλον.