Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα βρίσκεται σε ακμή και οι αποδείξεις για την ανοδική του πορεία βρίσκονται όλο και πιο συχνά στα ράφια και στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.
Βεβαίως, με δεδομένη τη μικρή ελληνική αγορά και με την ανυπαρξία στήριξης του βιβλίου από την Πολιτεία, μερικοί συγγραφείς έχουν επιλέξει να κυκλοφορούν τα βιβλία τους εκτός συνόρων, όπου και γνωρίζουν σημαντική επιτυχία. Βεβαίως στο σύνολό τους ζουν στο εξωτερικό κάτι που κάνει πιο εύκολη την πρόσβασή τους στην εκεί αγορά του βιβλίου.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, ήδη πολυδιαβασμένος και βραβευμένος στη Γαλλία, όπου ζει. Το νέο του βιβλίο πάντως, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μίνωας, το «Μυθιστόρημα με κλειδί», διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό ελληνικό νησί, τη «Νήσο». Η δολοφονία μιας Αγγλίδας δημοσιογράφου «καταστρέφει» τις διακοπές του αστυνόμου του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορου Μάρκου (το όνομα με αρκετή δόση χιούμορ παραπέμπει στο όνομα του ίδιου του συγγραφέα) που στο αποκλεισμένο λόγω καιρικών συνθηκών νησί αναζητά τα ίχνη του δολοφόνου. Όπως συμβαίνει και στα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, πολλοί έχουν το κίνητρο και είχαν την ευκαιρία να διαπράξουν το έγκλημα. Ποιος όμως είναι ο ένοχος;
Καλογραμμένο, με σασπένς και έξυπνη πλοκή, δίνει και την κοινωνική διάσταση των επιπτώσεων του τουρισμού και της «ανακάλυψης» νησιών από επισκέπτες που κατά κάποιον τρόπο τα οικειοποιούνται και αλλάζουν καταλυτικά τον χαρακτήρα τους.
Πολύ ενδιαφέροντες και πολυδιάστατοι οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν και δίνουν μια ξεχωριστή ζωντάνια στο μυθιστόρημα.
Η Νήσος παραπέμπει σε κάποιο νησί των Δωδεκανήσων. Γιατί δεν θελήσατε να διαδραματίζεται η ιστορία σας σε ένα πραγματικό νησί;
Στο «Μυθιστόρημα με κλειδί», ο τόπος όπου λαμβάνει χώρα το δράμα, η Νήσος, ανήκει πράγματι στα Δωδεκάνησα, αλλά με τρόπο… χαλαρό. Είναι δηλαδή ένα νησί που έχει δανειστεί και στοιχεία κυκλαδίτικα, κρητικά, καθώς και νησιών του βορείου Αιγαίου, ένα φαντασιακό αμάλγαμα αγαπημένων μου καλοκαιρινών προορισμών. Η επιλογή να διαδραματίζεται η ιστορία σε ένα μέρος που είναι δημιούργημα της φαντασίας μου έγινε για λόγους τόσο πρακτικούς όσο και λογοτεχνικούς, με το βλέμμα στον αναγνώστη.
Στο πρακτικό κομμάτι, ήθελα ο τόπος να είναι μεν πρωταγωνιστής της ιστορίας, αλλά παράλληλα να εξυπηρετεί την πλοκή –όπως και οι χαρακτήρες άλλωστε–, να μπορώ να τον πλάσω ex nihilo για να προωθεί την ιστορία. Εξάλλου, αν επέλεγα ένα υπάρχον νησί, και με δεδομένο ότι τα βιβλία μου απευθύνονται (και) στο γαλλικό κοινό, θα έπεφτα στην παγίδα που προσπαθώ να αποφύγω: να αναγνωσθεί ως ταξιδιωτικός οδηγός για το συγκεκριμένο νησί, και όχι ως βιβλίο βασισμένο στο μυστήριο, τους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους.
Ως προς τον δεύτερο λόγο, ήθελα ο κάθε αναγνώστης να τοποθετήσει εαυτόν στον δικό του αγαπημένο, οικείο καλοκαιρινό προορισμό, να μεταφερθεί στις παραλίες με τα χαρακτηριστικά ονόματα, στα σοκάκια, το λιμάνι, τη Χώρα ενός νησιού, να νιώσει τις γεύσεις, τις μυρωδιές και να βιώσει τις εμπειρίες που προσφέρει η Νήσος στους πρωταγωνιστές του βιβλίου ως δικές του.
Υπάρχει «κλειδί» στο δικό σας μυθιστόρημα;
Πληθώρα κλειδιών, μεταφορικών και κυριολεκτικών. Ήδη ο τίτλος, ο λογοτεχνικός όρος roman a clef (που σημαίνει μυθιστόρημα το οποίο αναφέρεται σε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις με ελαφρά επικάλυψη μυθοπλασίας) εμπεριέχει το κλειδί που μας επιτρέπει να διαβάσουμε και να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα πέραν της επιφάνειας, αλλά είναι και το κίνητρο της δολοφονίας της Λούσι Ντέιβις. Η Αγγλίδα δημοσιογράφος δολοφονήθηκε επειδή ετοίμαζε ένα μυθιστόρημα με κλειδί, στο οποίο αποκάλυπτε κρυμμένα μυστικά, απιστίες και εγκλήματα των φίλων και γνωστών της.
Έπειτα, όπως σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα τύπου whodunit, κάθε στοιχείο είναι ένα κλειδί που ανοίγει πόρτες με νέα στοιχεία, αλήθειες ή ψέματα, που μας φέρνει πιο κοντά ή μας απομακρύνει από την αποκάλυψη του δράστη. Τέλος, είναι ένα πραγματικό κλειδί που μας οδηγεί στη λύση, αλλά κι ένα πραγματικό κλειδί που αποτελεί το στοιχείο της ύβρεως το οποίο θα καταστήσει την/τον δολοφόνο αντικείμενο της νέμεσης.
Οι Έλληνες αναγνώστες ξεκίνησαν επιτέλους να εμπιστεύονται τους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικού. Σας διαβεβαιώ πως υπάρχουν αρκετοί συντοπίτες μας, αντάξιοι αν όχι καλύτεροι, διεθνών best selling συγγραφέων
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα;
Το ελληνικό καλοκαίρι, οι ενδιαφέρουσες γνωριμίες που κάνω κάθε χρόνο στις διακοπές μου, και η αντίθεση της ηλιόλουστης νησιώτικης ραστώνης με τη δράση και το σκοτάδι μιας δολοφονίας. Σε αυτό το μείγμα πρόσθεσα και την κλασική συνταγή ενός αστυνόμου ή ντετέκτιβ, όπως ο Πουαρό ή ο Μαιγκρέ, του οποίου οι διακοπές κατά καιρούς διακόπτονται από κάποιο έγκλημα. Ένα Evil under the sun της Αγκάθα Κρίστι, αλά ελληνικά…
Ποιους Έλληνες και ξένους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας ξεχωρίζετε και γιατί;
Είμαι της σχολής του αστυνομικού, τύπου whodunit, της λεγόμενης χρυσής περιόδου της αστυνομικής λογοτεχνίας, τις δεκαετίες 1920 και 1930, όπου κύριο χαρακτηριστικό είναι η αναζήτηση του δράστη σε έναν κλειστό κύκλο υπόπτων, με στοιχεία που μας παραπέμπουν πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Σε αυτό έχω προσθέσει ένα στοιχείο κοινωνικοπολιτικό –όπως στα μεσογειακά αστυνομικά– δημιουργώντας ένα υβρίδιο αγγλοσαξονικό-ελληνικό, με στοιχεία δανεισμένα από τους κλασικούς μεταφερμένα στο παρόν. Επομένως οι διεθνείς συγγραφείς που θαυμάζω είναι αυτού του είδους, από την Αγκάθα Κρίστι και τον Ζωρζ Σιμενόν (στους οποίους αποτίω φόρο τιμής με τα βιβλία μου), στις Μάργκαρετ Μίλαρ και Ζοζεφίν Τέι, αλλά και τόσους άλλους που θα χρειαζόμασταν σελίδες ολόκληρες για να τους αναφέρω.
Ως προς τους Έλληνες συγγραφείς, θα μου επιτρέψετε να μην αναφέρω ονόματα, γιατί δεν θέλω να ξεχάσω κάποιον ή κάποια, αλλά θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας δύο συμπεράσματα: Το πρώτο είναι πως η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία οφείλει την παρουσία της στο εξωτερικό στον grand maître Πέτρο Μάρκαρη, ο οποίος τη διεθνοποίησε, της έδωσε υπόσταση στα διεθνή φεστιβάλ βιβλίου. Όπου κι αν πάω στη Γαλλία, από τα μεγαλύτερα στα μικρότερα Salon, οι Γάλλοι τον γνωρίζουν, κι αυτό ανοίγει ευκολότερα την πόρτα σε όσους έπονται – μεταξύ αυτών κι εγώ.
Δεύτερη παρατήρηση, οι Έλληνες αναγνώστες ξεκίνησαν επιτέλους να εμπιστεύονται τους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικού. Σας διαβεβαιώ πως υπάρχουν αρκετοί συντοπίτες μας, αντάξιοι αν όχι καλύτεροι, διεθνών best selling συγγραφέων.
Θα ήθελα να συγκρίνετε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι συγγραφείς και το βιβλίο σε Ελλάδα και Γαλλία…
H Γαλλία είναι μια χώρα με παράδοση στη λογοτεχνία, με αγάπη για το διάβασμα και τους συγγραφείς. Αυτό αποδεικνύεται από την τεράστια βιβλιοπαραγωγή, την πληθώρα βραβείων, κρατικών αλλά κι από άλλους φορείς (είχα την τιμή να βραβευθώ με το εθνικό βραβείο δοκιμιακής λογοτεχνίας για το criminartistic βιβλίο μου Scènes de crime au Louvre και το βραβείο της Ακαδημίας του Var –ενός από τα τοπικά παραρτήματα της Γαλλικής Ακαδημίας– για το αστυνομικό μου μυθιστόρημα Au 5e étage de la faculté de droit), και κυρίως από το πώς οι εκδοτικοί οίκοι σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές μεγάλων ή και μικρότερων πόλεων οργανώνουν διαρκώς φεστιβάλ βιβλίου. Πριν από την πανδημία, από το 2017 που βγήκε το πρώτο μου γαλλικό βιβλίο, περνούσα όλα μου σχεδόν τα Σαββατοκύριακα σε κάποια γωνιά της Γαλλίας, σε κάποιο Salon, προωθώντας τη δουλειά μου και γνωρίζοντας άλλους συγγραφείς και αναγνώστες. Στη Γαλλία, με λίγα λόγια, η παρουσία του συγγραφέα είναι εξαιρετικά ενεργή. Παράλληλα όμως, ο ανταγωνισμός είναι σκληρότερος και το να βρει κάποιος τη θέση του στο λογοτεχνικό στερέωμα πιο δύσκολη. Ευτυχώς η ελληνική θεματολογία των βιβλίων μου, βοήθησαν –και βοηθούν– σ’ αυτό, ειδικά σε μια χώρα που αγαπάει τόσο την Ελλάδα.