Η Χριστίνα Πετροπούλου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος και διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με γνωστικό αντικείμενο «Γλώσσα, μνήμη και ταυτότητα στην Κάτω Ιταλία». Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο το βιβλίο της «Τα εγγόνια του Ομήρου»-Μνήμη -Συγγένεια-Ταυτότητα στο Γκαλλιτσιανό της Καλαβρίας.

Δεν είναι μια απλή μελέτη, αλλά ένα προϊόν πολυετούς έρευνας που ξεκίνησε το 1984 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η συγγραφέας έχει μείνει επί μακρόν στο Γκαλλιτσιανό και όπως γράφει ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Αντονίνο Κολαγιάννι στον πρόλογό του, πρόκειται «επιτέλους για ένα βιβλίο που βασίζεται σε μια σφαιρική θεώρηση της ανθρωπολογικής έρευνας: στη βάση μιας μακρόχρονης επιτόπιας έρευνας, που είναι πολύ σπάνιο σήμερα, και μιας παράλληλης και ολοκληρωμένης αρχειακής έρευνας για το μέσης-μακράς διάρκειας παρελθόν της περιοχής της Νότιας Καλαβρίας που έχει οριστεί ως “Grecia Calabra”…»

Στις πολλές αρετές του βιβλίου το γλαφυρό του ύφος, ο ενίοτε εξομολογητικός τόνος, τα προσωπικά βιώματα, χωρίς να ωραιοποιούνται καταστάσεις και όλα αυτά συνδυασμένα με τη λεπτομερή επιστημονική έρευνα.

Η Χριστίνα Πετροπούλου είναι από τους βαθύτερους γνώστες της περιοχής και της ιστορίας της και καταφέρνει να συνδυάσει με μοναδικό τρόπο την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του με την ιστορική πραγματικότητα, πέρα από τη «μυθολογία» που διακινείται για την Καλαβρία.

Ένα βιβλίο αναφοράς…

Αναμφισβήτητα, ο παράγοντας που, κατά κύριο λόγο, συνέβαλε στη διατήρηση της γλώσσας αυτής ως τις μέρες μας είναι ο γεωγραφικός

Γιατί σήμερα αυτό το βιβλίο; Υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για τα ελληνόφωνα χωριά;

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Απλά, τώρα ολοκληρώθηκε. Βοήθησε σε αυτό και η πανδημία, εννοώ ο εγκλεισμός στο σπίτι. Χρησιμοποίησα τον χρόνο αυτό όσο μπορούσα πιο δημιουργικά, ώστε να φέρω εις πέρας ένα όνειρο ζωής. Ως προς το ενδιαφέρον για το σχετικό θέμα, θεωρώ ότι αυτό παραμένει σταθερά αμείωτο. Η ύπαρξη ελληνόφωνων πληθυσμών εκτός εθνικών συνόρων, όπου κάποτε άνθησαν λαμπροί και ένδοξοι πολιτισμοί, όπως αυτοί της Μεγάλης Ελλάδας και του Βυζαντίου, δεν μπορούσε παρά να κινήσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των ειδικών αλλά και της ελληνικής κοινής γνώμης. Ο θαυμασμός και η περιέργεια για το πώς γίνεται κάποιοι άνθρωποι σε μιαν άλλη χώρα να μιλούν ακόμη μια γλώσσα με πολλά αρχαϊκά στοιχεία ‒εγείρομαι, αλέκτωρ, ώδε (εδώ), ουδέ (όχι), ταμίσσι (πυτιά), αλάνω (ελαύνω, οργώνω), ότου (ούτως, έτσι) κ.ά.‒ κράτησαν και κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για το θέμα αυτό. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ο τρόπος με τον οποίο, για χρόνια, παρουσιαζόταν ο κόσμος αυτός: κλεισμένος στον εαυτό του, ξεκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, πεισματικά προσκολλημένος στην παράδοση απορρίπτοντας την όποια εξέλιξη και τεχνολογική πρόοδο κ.ά. Όλα αυτά εξήπταν τη φαντασία και την περιέργεια, αφού μιλούσαν για έναν ανθρωπολογικό τύπο πέραν πάσης λογικής: «εξωτικό», «μυστηριακό», «ρομαντικό» και «ειδυλλιακό», δηλαδή εξωπραγματικό.

Ποιες στιγμές από τις πολλές επισκέψεις σας στο Γκαλλιτσιανό έχουν μείνει περισσότερο στη μνήμη σας;

Οι στιγμές αυτές είναι πάρα πολλές. Χρειάζεται ένα δεύτερο βιβλίο για να χωρέσουν όλες! Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τον τόπο και τους ανθρώπους ήταν συγκλονιστική. Ήταν Απρίλης του 1984, Δευτέρα του Πάσχα (Pasquetta, Μικρή Πασχαλιά), την οποία ο καθολικός κόσμος γιορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις εξοχές με τραγούδια, χορούς, φαγητό, γλέντια. Φθάσαμε το προηγούμενο βράδυ στη Μπόβα Μαρίνα, όπου γνωρίσαμε δύο σπουδαίους ανθρώπους και έκτοτε εγκάρδιους φίλους, τον Φιλίππο Βιόλι (πρόωρα εκλιπόντα το 2018) και τη σύζυγό του Λάουρα, οι οποίοι και μας φιλοξένησαν. Πρωί-πρωί, με τον Φιλίππο στο τιμόνι, ανηφορίσαμε στο όρος Σκάφη, συνοδεία μουσικής Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Φθάνοντας σ’ ένα οροπέδιο, αντικρίσαμε εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, λες και έβγαιναν από κινηματογραφική ταινία που γυριζόταν εκείνη τη στιγμή: κόσμος, φωνές, γέλια, τραγούδια, φωτιές, κρασί, καπνοί, τσίκνα από κοψίδια αγριογούρουνου που ψήνονταν στη θράκα. Μια ατμόσφαιρα άκρας ευθυμίας. Και ξαφνικά ο Φιλίππο παίρνει την κιθάρα του, κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα και αρχίζει να παίζει το Bella Ciao! Εντάξει, δεν υπάρχουν λόγια! Και μέσα σ’ όλη αυτή την ευωχία, είχαμε περιστοιχισθεί από δύο άλλες εμβληματικές μορφές του ελληνόφωνου κόσμου: τον Μαστρ’ Άντζελο Μαεζάνο και την επιστήθια ‒από τότε έως και σήμερα‒ φίλη Ελιζαμπέττα Νουτσέρα. Και οι δυο, μαζί με πολλούς άλλους, μάχονταν με πάθος να κρατήσουν τη γλώσσα ζωντανή, να αναδείξουν την αξία της, να την κάνουν ευρύτερα γνωστή και να πείσουν τον κόσμο ότι πρέπει να νιώθει υπερήφανος ως ομιλητής της. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού η Ελιζαμπέτττα με δάκρυα στα μάτια, μας είπε: «Θα νικήσουμε, η γλώσσα έχει να ζει». Θα σας πω και μία εμπειρία σχετικά πρόσφατη (φθινόπωρο του 2016), όταν φίλοι από το Γκαλλιτσιανό, όπου βρισκόμουν, με παρακάλεσαν να ξεναγήσω τουρίστες στην Παναγία της Ελλάδας, καθώς οι ίδιοι είχαν ανειλημμένες υποχρεώσεις αλλού. Φυσικά και ανταποκρίθηκα, ήταν όμως σαν να… τιμωρήθηκα για την αυστηρότητα και την επικριτική διάθεσή μου απέναντι στα τουριστικά τεκταινόμενα στην περιοχή εδώ και χρόνια.

Περιγράφετε διάφορες ιστορίες από το παρελθόν του χωριού, όπως σας τις αφηγήθηκαν. Ποια θεωρείτε ως την πιο χαρακτηριστική για το πνεύμα του τόπου;

Οι ιστορίες σημαντικών προσωπικοτήτων του παρελθόντος (Γιατρός, Μικρός Βασιλιάς, του Παπα-Ασπρέας, ληστής Giueseppe Musolino), οι αφηγήσεις για τη μετανάστευση στην Αργεντινή, η εμπειρία της μετακίνησης (αρχές δεκαετίας 1950) για δύο περίπου χρόνια μεγάλου μέρους του πληθυσμού στη Γκαέτα και η επάνοδος στο χωριό, καθώς και η σύγκριση μεταξύ Βόρειων (Πιεμοντέζων) και Νότιων (Καλαβρών) αναδεικνύουν το πνεύμα του τόπου με τον καλύτερο τρόπο.

Ποιες αλλαγές έχετε δει μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν από την πρώτη σας επίσκεψη και διαμονή;

Οι αλλαγές είναι τεράστιες, αλλά και αναμενόμενες: απομάκρυνση του κόσμου από τα χωριά προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, τουριστικοποίηση του χωριού και όλης της περιοχής, διεύρυνση των «γκρεκάνικων Δήμων», ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε ένας ομιλητής. Πέρα όμως από όλ’ αυτά, το σημαντικότερο επίτευγμα των προσπαθειών ανάδειξης αυτού του γλωσσικού και πολιτισμικού πλούτου ήταν η αλλαγή στάσης των ομιλητών απέναντι στη γλώσσα τους, με αποτέλεσμα σήμερα το γκρέκο, παρά την αισθητή συρρίκνωσή του, να έχει ανακτήσει το κύρος και το κοινωνικό του γόητρο.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες για τις ρίζες και τις αιτίες της διατήρησης της γλώσσας στο πέρασμα των αιώνων. Ποια θεωρείτε επικρατέστερη;

Ως προς τις θεωρίες καταγωγής, η επικρατέστερη είναι αυτή που αναγνωρίζει την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών υποστρωμάτων: ενός αρχαϊκού, ενός ελληνιστικού, ενός βυζαντινού και ενός νεότερου με πολλά δάνεια από την τοπική ρομανική (λατινογενή) διάλεκτο, με την οποία το γκρέκο συμβιώνει από αιώνες. Αναμφισβήτητα, ο παράγοντας που, κατά κύριο λόγο, συνέβαλε στη διατήρηση της γλώσσας αυτής ως τις μέρες μας είναι ο γεωγραφικός. Το είχε πει πολύ χαρακτηριστικά ο Γερμανός γλωσσολόγος Gerhard Rohlfs: «Μόνο όποιος έχει επισκεφθεί ο ίδιος προσωπικά πάνω στη ράχη ενός γαϊδάρου και μέσα από δύσβατα και επικίνδυνα μονοπάτια χωριά όπως το Ρογούδι, το Ροκαφόρτε κ.ά. μπορεί να καταλάβει γιατί σε αυτήν ακριβώς την περιοχή η ελληνική γλώσσα κατάφερε να επιζήσει για τόσα χρόνια».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!