της Ιφιγένειας Καλαντζή*

Μετά την ευρηματική σκηνοθεσία της ταινίας Im not there (2007), όπου τις πολλαπλές (αντι)φάσεις του Μπομπ Ντύλαν ενσαρκώνουν διαφορετικοί ηθοποιοί, ανάμεσά τους και μια γυναίκα, ο 57χρονος Αμερικάνος Τόντ Χέινς, στην τελευταία του ταινία Το Δωμάτιο των Θαυμάτων, βασισμένος στο ομώνυμο παιδικό μυθιστόρημα του Μπράιαν Σέλζνικ, δημιουργεί μια βραδυφλεγή ταινία ενηλικίωσης, με μια νέα εξαιρετική σκηνοθετική σύλληψη, ξετυλίγοντας σε παράλληλη αφηγηματική πλοκή δυο ιστορίες σε χρονική απόσταση, διατηρώντας μέχρι τέλους την αγωνία.

* * *

Το 1927, ένα κωφάλαλο κορίτσι βρίσκεται στην πολύβουη Νέα Υόρκη, αναζητώντας την μητέρα της, βεντέτα του βωβού κινηματογράφου. Το 1977, ένα αγόρι, που μόλις έχει χάσει από απρόσμενο ατύχημα την ακοή του, καταλήγει επίσης στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας τα ίχνη ενός πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, παρακινούμενο από ένα σημείωμα σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο, από την πρόσφατα χαμένη μητέρα του. Σε πολύ διαφορετικές, λοιπόν, χρονικές στιγμές, ένα κορίτσι και ένα αγόρι που τα συνδέουν η έλλειψη ακοής και μητρικής αγάπης, περιπλανιούνται στην ίδια πόλη, καταλήγοντας σε παρόμοιες διαδρομές.

Στην πρώτη ιστορία, πηγή της μητρικής αδιαφορίας προς την ανάπηρη κόρη αποτελεί η διασημότητα της μητέρας. Στη δεύτερη, παράλληλα με τη διαχείριση της απώλειας της μητέρας, το αγόρι καλείται να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το περιβάλλον, με την εκμάθηση της νοηματικής γλώσσας.

Η βιωματική σφυρηλάτηση της ενηλικίωσης, μέσα από την περιπλάνηση στις δυο ιστορίες, που συνδέει χώρο και χρόνο με την έννοια της μνήμης, προσφέρει αφορμή στον Χέινς να θίξει πολλαπλούς εννοιολογικούς συσχετισμούς, με κύριο άξονα την ανάγκη αναζήτησης των καταβολών, ως ενδεχόμενο στοιχείο διαμόρφωσης του ατόμου αλλά και την επικοινωνία με τον Άλλον, με την αλληλεπίδραση της ανταλλαγής γνώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων, ως κύρια συστατικά της φιλίας.

Εκτός από την επιμελημένη ενδυματολογική και σκηνογραφική άποψη, η εξαιρετική απόδοση της διαφορετικής εποχής σε κάθε περιπλάνηση επιτυγχάνεται και μέσα από το ίδιο το στυλ κινηματογράφησης και την κατάλληλη μουσική. Αναδεικνύοντας εύστοχα το πέρασμα από τον βωβό κινηματογράφο στον ομιλούντα, μέσα από τη μουγκή ηρωίδα, ο Χέινς διαμορφώνει και μια αντίστοιχη σκηνοθετική αντίληψη εξπρεσιονιστικής αισθητικής, με στοιχεία που χάθηκαν με την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου, όπως πρόσφατα αναβίωσε ο Μισέλ Χαζαναβίσιους στην Οσκαρική ταινία Τhe Αrtist (2011). Έτσι, οι σκηνές στη δεκαετία του ’20, στην ταινία του Χέινς, είναι βουβές, ασπρόμαυρες με έντονο κοντράστ και πρωτότυπη ρυθμική ορχηστρική μουσική, όπου επικρατεί ηχόχρωμα εκκλησιαστικού οργάνου, ενώ στα εκφραστικά τεχνάσματα γερμανικού εξπρεσιονισμού της ταινίας συγκαταλέγονται οι υπερβολικές χειρονομίες των έντονα μακιγιαρισμένων ηθοποιών, οι σκιάσεις αρπακτικών χεριών στους τοίχους, αλλά και αρκετά κεκλιμένα κάδρα.

Η υποτιθέμενη σκηνή βωβής ταινίας, με τον δυνατό άνεμο να παρασέρνει τη σκεπή μιας καλύβας, με πρωταγωνίστρια την μητέρα του κοριτσιού Λίλιαν Μέιχιου (Τζούλιαν Μουρ), παραπέμπει στην αμερικάνικη βωβή ταινία Ο Άνεμος (1928) του Σουηδού Βίκτορ Χέρστρεμ, με πρωταγωνίστρια την Λίλιαν Γκις, όπου η τραγική ψυχολογική κατάσταση μιας εγκαταλελειμμένης συζύγου αποδόθηκε δραματουργικά με μια εφιαλτική ανεμοθύελλα.

Η πολύβουη μητρόπολη με τους πολυσύχναστους δρόμους απεικονίζεται το 1927 σε χειμωνιάτικο ασπρόμαυρο εξπρεσιονιστικό ύφος, ενώ το 1977 χαρακτηρίζεται από μια αισθητική θερινής πολυπολιτισμικότητας, με κιτρινωπούς φωτισμούς, χτενίσματα εποχής και ενδυματολογική παλέτα βασικών χρωμάτων, ενώ οι χαρακτηριστικές σκηνές πλήθους στους δρόμους συνδυάζονται με τις φάνκι-σόουλ μουσικές επιλογές, τονίζοντας την πολυμορφία του ’70, που αντανακλά προοδευτική ανεκτικότητα. Η χρήση στοπ-μόσιον τεχνικής με κούκλες θυμίζει το χειροποίητο σινεμά του Μισέλ Γκοντρύ, ενώ στην περίφημη πανοραμική μακέτα της Νέας Υόρκης, από την έκθεση του 1965, κρύβονται στοιχεία της αναζήτησης, που συμπληρώνονται με την αφήγηση αναμνήσεων.

* * *

Ο μετεωρίτης στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας που επισκέπτονται με δέος και τα δυο παιδιά, σε διαφορετική εποχή, δημιουργεί εμπνευσμένους συνειρμούς γύρω από τη διάσωση της γνώσης και της μνήμης και εν τέλει της καταγωγής.

Αν η διάθεση του κοριτσιού για περιπλάνηση στη Νέα Υόρκη του 1927 προκύπτει μέσα από την λατρεία του σινεμά, όπως στο Πορφυρό ρόδο του Καΐρου (Γούντι Άλεν / 1985), το αγόρι εμπνέεται το 1977 από ένα μυστηριώδες εικονογραφημένο βιβλίο, που το διαβάζει με φακό, κρυμμένο στην αποθήκη του Μουσείου. Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και στην παιδική ταινία Ιστορία Χωρίς Τέλος (1984) του Βόλφανγκ Πήτερσεν, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μίχαελ Έντε, αλλά και στην ταινία Εγώ και Εσύ (2012), του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, όπου μάλιστα ακούγεται το τραγούδι Space Oddity (1969), του Ντέιβιντ Μπόουι, που έχει επιλέξει και ο Χέινς, ως μοτίβο της μελαγχολικής απομόνωσης του ήρωα.

Δίχως να καταφεύγει στο εικαστικό στιλιζάρισμα του Γουές Άντερσον, διατηρώντας ωστόσο τη μαγεία της παραμυθένιας εξιστόρησης, έστω κι αν αποπνέει μελαγχολία, ο Χέινς ενσωματώνει με απλότητα και ειλικρίνεια ένα βαθυστόχαστο σκεπτικό γύρω από την ενηλικίωση και την αξία της γνώσης, που τονίζεται με τη μεθοδική κατηγοριοποίηση των παλαιών αντικειμένων που συλλέγει το αγόρι, αλλά και με τη λαχτάρα του να ανακαλύπτει την τοπική πανίδα και χλωρίδα της γενέτειρας του στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που ανάγεται σε σταθερή εκπαιδευτική αξία.

Εκτός από την πρωτότυπη μουσική του Κάρτερ Μπόργουέλλ, συνεργάτη του Χέινς και στο Carol (2015), για την πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα της Νεας Υόρκης του ’70 επιστρατεύονται χαρακτηριστικά κομμάτια φάνκι – σόουλ ρυθμών, όπως το αφρομπίτ έμπνευσης, ορχηστρικό Sunrise του R’nB, φάνκ-ροκ συγκροτήματος Rose Royce, από το σάουντρακ της κωμωδίας του Μάικλ Σουλτζ Car Wash (1976), με τον χαρακτηριστικό βαρύ φάνκι ρυθμό του ηλεκτρικού μπάσου.

Καθοριστικό φάνκι μοτίβο της ταινίας του Χέινς όμως αποτελεί η πετυχημένη λάτιν τζαζ-φάνκι διασκευή από τον Βραζιλιάνο μουσικό Εουμίρ Ντεοντάντο, το1972, της εισαγωγής του συμφωνικού ποιήματος Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1896), του Ρίχαρντ Στράους, αναγνωρίσιμης μελωδίας κυρίως από την ταινία 2001:Η Οδύσσεια του διαστήματος (1968), του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Η ταινία του Χέινς κλείνει θριαμβευτικά με τη διασκευή αυτή του Ντεοντάντο, στην οποία παίζουν και ο μπασίστας Ρον Κάρτερ αλλά και ο λάτιν τζαζ περκασιονίστας Ρέι Μπαρέτο. 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!