Μπορεί να μην δηλώνεται ανοικτά αλλά, έπειτα από διαπραγματεύσεις εννέα μηνών, η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι δέχτηκε σχεδόν το σύνολο των αξιώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να «κλείσει» η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων, και το Eurogroup να δώσει το πράσινο φως για το δεύτερο στάδιο των συνομιλιών: αυτό της μεταβατικής και εμπορικής συμφωνίας. Ιρλανδικό διασυνοριακό καθεστώς, ύψος «αποζημίωσης», δικαιώματα πολιτών της Ε.Ε. στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και η δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, φαίνονται προσωρινά να τακτοποιούνται. Όμως, η πρώτη ήττα της Βρετανίδας πρωθυπουργού, αλλά και το τι ακολουθεί, δεν αφήνουν περιθώρια για «ανάσες».
Πώς έκλεισε το «Ιρλανδικό»
Ο τρόπος με τον οποίο λύθηκε, για την ώρα, το διασυνοριακό καθεστώς μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας θέτει το μοτίβο που ακολουθήθηκε σε πολλά σημεία των διαπραγματεύσεων. Να θυμίσουμε πως η διαφωνία, όπως αναλύθηκε στην προηγούμενη καταχώρηση των «Ημερολογίων», έχει να κάνει με το γεγονός πως το Brexit θα απομακρύνει τη Βόρεια Ιρλανδία από το κανονιστικό εμπορικό και νομικό πλαίσιο της Ιρλανδίας, με συνακόλουθη ανάγκη για επιστροφή του συνόρου και τελωνειακές δομές μεταξύ τους. Κάτι που η Ιρλανδία θέτει ως βέτο, πιέζοντας να υπάρχει και μετά το Brexit το ίδιο καθεστώς για όλο το νησί – καθεστώς στο οποίο το βορειοϊρλανδικό κόμμα DUP (κυβερνητικός εταίρος των Συντηρητικών) αντιτίθεται στο βαθμό που διαχωρίζει τη Βόρεια Ιρλανδία από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Έπειτα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις και παραχωρήσεις της βρετανικής πλευράς, η οποία συμφώνησε σε πρόβλεψη «μη απόκλισης» μεταξύ Ιρλανδίας και του βόρειου κομματιού του νησιού, η συμφωνία έμοιαζε σίγουρη. Κάποιες ώρες αργότερα, όμως, το DUP την απέρριψε. Οπότε, αφού δεν κατέστη δυνατό να υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τη Βόρεια Ιρλανδία, συμφωνήθηκε πρόβλεψη για όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Δηλαδή η Μέι δεσμεύθηκε να διατηρήσει το σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου σε «κανονιστική ευθυγράμμιση» με την Ε.Ε. για τουλάχιστον 5 έτη. Συμφωνία που μπορεί να μοιάζει αποτέλεσμα της «σκληροπυρηνικής» στάσης του DUP, αλλά ουσιαστικά έλυσε τα χέρια της Τερέζα Μέι ώστε να παρουσιάσει την παραχώρησή της προς την Ε.Ε. ως προϊόν ανάγκης. Ας θυμηθούμε πως η Μέι δεν είχε τοποθετηθεί υπέρ του Brexit πριν το δημοψήφισμα, ενώ η επικεφαλής του DUP Αρλίν Φόστερ εκλέγεται στο συνοριακό εκλογικό διαμέρισμα Φερμάνα και Νότιο Τιρόν, για το οποίο το διασυνοριακό εμπόριο έχει μεγάλη οικονομική σημασία.
Η πρώτη ήττα
Με το ποσό «αποζημίωσης» προκειμένου το Ηνωμένο Βασίλειο να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του να αγγίζει τα 40 δισεκατομμύρια, η βρετανική κυβέρνηση δείχνει να δέχθηκε επιπλέον και τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια μετά την αποχώρηση. Έτσι κατάφερε να αποσπάσει, όπως όλα δείχνουν, το «οκ» από το Eurogroup, ώστε να εκκινήσει η επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων, αυτή που έχει να κάνει με τη μελλοντική εμπορική και αμυντική σχέση.
Πριν αυτό συμβεί όμως, η ηγέτιδα των Τόρις γνώρισε την πρώτη της ήττα στο κοινοβούλιο. Έντεκα φιλοευρωπαίοι Συντηρητικοί υποστήριξαν τροπολογία που ορίζει πως, μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων, το κοινοβούλιο θα έχει τον τελευταίο λόγο και θα κληθεί να εγκρίνει την όποια συμφωνία. Η τροπολογία συγκέντρωσε 309 ψήφους, πλειοψηφία μόλις τεσσάρων, με τους 11 Τόρις «αντάρτες» να κατηγορούνται πως βοηθούν το Εργατικό Κόμμα. Χαρακτηριστικό του επιπέδου της έντασης το γεγονός πως μέχρι και ο… Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι έκανε έκκληση για «εκεχειρία» στις προσωπικές επιθέσεις.
«Τελείωσαν τα ψέματα»
Οι στενωποί για τη Βρετανία, όμως, δεν σταματούν εδώ. Όπως έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν, σταθερό χαρακτηριστικό του Brexit είναι η ομιχλώδης του ποιότητα και το άδειο πολιτικό και οικονομικό του περιεχόμενο – που μπορούσε εύκολα να γεμίσει με πολιτικό όραμα και εξαγγελίες χωρίς αυτές να χρειάζεται να συγκεκριμενοποιηθούν. Πλέον, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί. Το Ηνωμένο Βασίλειο καλείται άμεσα και συγκεκριμένα να δηλώσει τι μελλοντική σχέση θέλει, αλλά και να διερευνήσει τι μπορεί να λάβει. Ήδη, οι πρώτες κλήσεις για «συγκεκριμενοποίηση» των στόχων της Βρετανίας έχουν αρχίσει από Ευρωπαίους ηγέτες.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη συμφωνία διαζυγίου που δεσμεύει το Ηνωμένο Βασίλειο να αποφύγει το «σκληρό σύνορο» με την Ιρλανδία. Όπως αναφέρεται: «Η πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι να επιτύχει αυτούς τους στόχους μέσω της συνολικής σχέσης Ε.Ε.-Ηνωμένου Βασιλείου. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, το Ηνωμένο Βασίλειο θα προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για να αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες συνθήκες της νήσου της Ιρλανδίας. Ελλείψει συμφωνημένων λύσεων, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να συμμορφώνεται με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και της τελωνειακής ένωσης, οι οποίοι, τώρα και στο μέλλον, στηρίζουν τη συνεργασία βορρά-νότου, την οικονομία ολόκληρης της νήσου και την προστασία της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής».
Πώς θα συμβιβαστεί πολιτικά μια τέτοια συνθήκη με τις επιθυμίες εκατομμυρίων ψηφοφόρων που επέλεξαν «αποχώρηση»; Ακόμα και αν το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίσει να συμμορφώνεται, είναι δυνατόν η Ε.Ε. να επιτρέψει στις βρετανικές εταιρείες του τομέα παροχής υπηρεσιών –τεράστιος οικονομικός τομέας για το νησί– να λειτουργούν στην εσωτερική αγορά της, ουσιαστικά νομιμοποιώντας ένα Brexit χωρίς συνέπειες; Όλα αυτά τα ερωτήματα θα ξεκινήσουν να απαντώνται πολύ σύντομα, καθιστώντας τη συνέχεια εκρηκτική.