Αρχική γνώμες Από τους Αρχαίους Έλληνες στον Χριστιανισμό της καθ’ ημάς Ανατολής

Από τους Αρχαίους Έλληνες στον Χριστιανισμό της καθ’ ημάς Ανατολής

"Αρμονία φύσης και ανθρώπου"

του Θανάση Μουσόπουλου

Ήδη, προσεγγίζοντας τα άκρως επίκαιρα θέματα αρμονίας φύσης και ανθρώπου, ξεκινώντας από τον Όμηρο, περάσαμε στους Προσωκρατικούς, στον Δημόκριτο και στον Πρωταγόρα τους αβδηρίτες σοφούς, φτάνοντας στους κλασικούς Πλάτων και Αριστοτέλη. Ακολουθεί η νέα εποχή. Στο βιβλίο μου «Βυζαντινή Οικουμένη – Θέματα Ιστορίας και Πολιτισμού», Ξάνθη, 2012, στο κεφάλαιο «Φιλοσοφία – Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός στο Βυζάντιο» γράφω στον Πρόλογο κάτι που ανταποκρίνεται στην προβληματική μας:

«Η Φιλοσοφία και γενικότερα τα ιδεολογικά θέματα δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξουν από τη μία “στιγμή” στην άλλη. Πολύ σημαντικό κεφάλαιο στον χώρο του πνεύματος είναι η επιβίωση σε αντιδιαστολή με την αναβίωση. Ιδιαίτερα στις μεταβατικές περιόδους, στα μεταίχμια, το πέρασμα από την παλιά κατάσταση στη νέα ούτε αυτόματα συντελείται ούτε –το κυριότερο– χωρίς να υπάρχει συνέχεια, ενότητα και διατήρηση δομών και περιεχομένων διαχρονικής αξίας. Μπορεί κάτι να μη μας “αρέσει”, αλλά δεν ανατρέπεται χωρίς να αφήσει ίχνη. Αυτές οι διαπιστώσεις και επισημάνσεις αναντίρρητα εφαρμόζονται στο διάστημα μετάβασης από τον προχριστιανικό στον μεταχριστιανικό κόσμο. Όσοι Χριστιανοί προέρχονταν από Έλληνες ειδωλολάτρες, διατήρησαν πολλά στοιχεία, που μερικά –ίσως– μπορεί να ανιχνεύονται ως τις μέρες μας. Χαρακτηριστικά είναι τα διονυσιακά δρώμενα. Κάτι ανάλογο μπορούμε στα νεότερα χρόνια να αναφέρουμε για την επόμενη μέρα των μεγάλων επαναστάσεων (γαλλική, ρωσική), όπου οι άνθρωποι δεν άλλαξαν συνείδηση από τη μια μέρα στην άλλη, με τα γνωστά αποτελέσματα…

Συνεπώς, μελετώντας τη φιλοσοφία στο Βυζάντιο, δεν εξετάζουμε κάτι που είναι παρθένο και άρριζο».

***

Το 1997 το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και το τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος αναγόρευσαν τον «πράσινο Πατριάρχη», τον Οικουμενικό Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίο φίλο του ΔΠΘ και επίτιμο διδάκτορα. Ανάμεσα στα άλλα στην Τελετή είχα την τιμή και χαρά να απαγγείλω τον Ορφικό Ύμνο για τη φύση, στο πρωτότυπο και στη μετάφραση. Είναι τριάντα στίχοι, παραθέτω την αρχή και το τέλος:

«Ω φύσι, παμμήττειρα θεά, πολυμήχνε μήτερ,
Ουρανία, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαίμον, άνασσα […]
Θεά, λίτομαί σε συν ευόλβοισιν εν ώραις
Ειρήνην υγιείαν άγεις, αύξησιν απάντων»

[=Ω φύση, παγγενήτρα θεά, μητέρα πολυμήχανη, ουράνια, πρεσβυτέρα, πολυπλάστρα θεότητα, άνασσα […] θεά, παρακαλώ σε μαζί με πλουτοφόρες εποχές να φέρνεις ειρήνη, υγεία, αύξηση των πάντων, σε απόδοση Δ.Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά]

Ο Πατριάρχης ενθουσιάστηκε, του έδωσα τα κείμενα, μετά το τέλος των τελετών. Για να μιλήσουμε για τα θέματα αυτά, σκέφτηκα, δεν είναι δυνατό να βάλουμε χρονικά και άλλα όρια.

Από τον Πλάτωνα «Και ουρανόν και γην και θεούς και ανθρώπους η κοινωνία συνέχει…» και τον Αριστοτέλη «πόλις δὲ ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κοινωνία ζωῆς τελείας καὶ αὐτάρκους», φτάνουμε στους Στωικούς με το μεγαλειώδες «ομολογουμένως τη φύσει ζην». Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και πρέπει να ζει σε αρμονία με αυτήν. Η εναρμόνιση με τη φύση δεν είναι ένας μελλοντικός στόχος, αλλά κάτι που αφορά το παρόν και στην ουσία αφορά την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δρ Δαμάσκο Παναγιώτη: «Ο Στωικισμός ανάγει σε βασική αρχή το να ζεις σύμφωνα με τη Φύση και τον συνυπάρχοντα Λόγο. Και μέσα από την ηθική του διδασκαλία διαβλέπουμε τον σεβασμό του για το Όλο, την αδελφική συνύπαρξη όλων των όντων και τον σεβασμό στη φύση του κάθε είδους» (Το πρόβλημα της οικολογίας στους Στωικούς, 27 Μαρτίου 2009).

Και στα μεταχριστιανικά χρόνια ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος, στις περίφημες Εννεάδες υμνεί τη φύση, την οποία μάλιστα προσωποποιεί χαρακτηριστικά. «Εάν κάποιος ρωτούσε: ένεκα τίνος δημιουργεί; Και η φύση ήθελε να ακούσει τον ερωτώντα και να απαντήσει, σίγουρα θα έλεγε: Δεν θα έπρεπε να με ρωτάς αλλά να καταλάβεις από μόνος, σωπαίνοντας όπως κι εγώ σωπαίνω και δεν συνηθίζω να μιλώ. Τι πρέπει λοιπόν να καταλάβεις; Ότι το δημιούργημά μου είναι ένα θέαμα δικό μου, της σιωπούσας, ένα αντικείμενο θέασης που προέκυψε εκ φύσεως κι έχει λάβει από εμένα –η οποία επίσης προέκυψα από μία τέτοια θέαση–  την τάση να θεάται. Και η θέασή μου δημιουργεί το βλεπόμενο όπως ακριβώς ιχνογραφούν οι μαθηματικοί μόνον εφόσον θεώνται. Και ενώ εγώ βέβαια δεν ιχνογραφώ αλλά μόνο βλέπω, προκύπτουν οι γραμμές των σωμάτων κάπως σαν βροχόπτωση. Με εμένα δεν συμβαίνει τίποτε διαφορετικό από εκείνο που συμβαίνει με την μητέρα μου και τους γονείς μου. Κι εκείνοι προέκυψαν από μία τέτοια θέαση». [Εννεάδες, ΙΙΙ 8,4, εκδ. Δωδώνη, μετ. Γιάννη Τζαβάρα].

***

Οι απόψεις των κλασικών και μετακλασικών φιλοσόφων όσον αφορά τη σχέση ανθρώπου και φύσης ήταν κυρίαρχες κατά την περίοδο που διαμορφωνόταν ο χριστιανικός λόγος.

Στο κείμενο «Σύγχρονα ζητήματα οικολογίας και βιοηθικής» του Αναστάσιου Μαρά ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε:

«Για την κατανόηση της διδασκαλίας της Ορθοδοξίας για το περιβάλλον, θα πρέπει να εξετάσουμε τις σχετικές απόψεις που αναπτύσσονται μέσα στην Αγία Γραφή. Ειδικότερα στο βιβλίο της Γένεσης δεν αναπτύσσεται μόνο η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, αλλά τίθενται τα θεμέλια για κάθε μετέπειτα χριστιανική διδασκαλία για το περιβάλλον. Η εν λόγω προτύπωση γίνεται φανερή μέσα από την εξέταση της διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης για το περιβάλλον, η οποία εδράζεται στη σχετική διδασκαλία της Γένεσης και προσδίδει μια εσχατολογική διάσταση στην επίλυση του οικολογικού προβλήματος.

Οι απόψεις των Πατέρων για το περιβάλλον αποδεικνύουν την ενότητα απόψεων που υπάρχουν για το θέμα στον χώρο της Εκκλησίας από τον 1ο μ.Χ. αιώνα ως την εποχή μας. Οι σύγχρονες πρωτοβουλίες και οι δραστηριότητες που αναπτύσσει η Ορθοδοξία για την προστασία του περιβάλλοντος δεν προέρχονται από έναν ευκαιριακό προβληματισμό, αλλά αποτελούν προϊόντα της δισχιλιετούς ενασχόλησης με το θέμα, το οποίο εδράζεται στην Αγία Γραφή και στην πατερική παράδοση. Για τη σύγχρονη θεολογία, η Εκκλησία αποτελεί έναν χαρισματικό χώρο ελευθερίας, αγάπης και ειρήνης, όπου με τη χάρη του Θεού συντελείται η μεταμόρφωση του κόσμου και του ανθρώπου. Η επικαιρότητα και η διαχρονικότητα της Ορθοδοξίας για το οικολογικό πρόβλημα και ο δυναμισμός των κινήσεών της τοποθετούν τη διδασκαλία της στην πρωτοπορία του κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος».

Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα σοφά λόγια των Πατέρων του 5ου αι. Ένα μικρό δείγμα του Μεγάλου Βασιλείου για τη δημιουργία του κόσμου, λόγος Β΄ εις Εξαήμερον:

«”Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» γράφει. Αφού και τα δύο είχαν δημιουργηθεί ισότιμα, ο ουρανός, και η γη, πώς ο ουρανός είχε ολοκληρωθεί, ενώ η γη ήταν ακόμα ατελείωτη και ανολοκλήρωτη; Ή, μάλλον, κατά τι η γη ήταν ατελείωτη; Και για ποιο λόγο ήταν αόρατη; Τέλεια κατασκευή της γης είναι βέβαια ο πλούτος που προσφέρει, τα κάθε λογής που φυτρώνουν φυτά, τα δέντρα που ανεβαίνουν πανύψηλα καρποφόρα ή άκαρπα, τα χρώματα και οι μοσχοβολιές των λουλουδιών και όσα πρόκειται σε λίγο, με πρόσταγμα του Θεού, να φυτρώσουν και να καταστολίσουν τη γη που τα γέννησε» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής).

Θα κλείσουμε την ενότητα αυτή με κάποιες διατυπώσεις του «Πράσινου» Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, από πρόσφατη συνέντευξή του.

«Το Πατριαρχείο μας, ήδη από τη δεκαετία του ’80, ξεκίνησε αυτόν τον αγώνα ευαισθητοποίησης της παγκόσμιας κοινότητας, για την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος ως μέρους της σύνολης Κτίσης του Θεού, στην οποία ανήκει και ο άνθρωπος. Ήταν μια εποχή που η αγωνία για το μέλλον του πλανήτη εκφραζόταν από περιβαλλοντικές οργανώσεις, ακτιβιστικά κινήματα και δραστήριες ομάδες πολιτών. Όχι όμως και από κάποια Εκκλησία ή θρησκεία […] Ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με το νερό και οι θάλασσες δεν του προσφέρουν μόνο τροφή, αλλά ως οικοσυστήματα συνδέονται αναπόσπαστα με τη διατήρηση της ισορροπίας της ζωής στον πλανήτη […] Το πώς βλέπουμε την Κτίση καθορίζει συνάμα και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε προς αυτή, το εάν δηλαδή θα τη σεβαστούμε ή θα την εκμεταλλευτούμε. Προφανώς, οι επιλογές και οι πράξεις των κατοίκων της Δύσης έχουν άμεση σχέση με την πείνα και τη φτώχεια στον υπόλοιπο πλανήτη […] Παντού, το υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον συνδέεται με κοινωνικά προβλήματα και υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής. Για τον λόγο αυτό, προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη συμβαδίζουν. Αυτό το τόνισε και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη, με ειδική αναφορά στις «κοινωνικές διαστάσεις και τις τραγικές επιπτώσεις της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος». Τελικά, η μέριμνα για τη φύση και η αλληλεγγύη με τον άνθρωπο είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».

(Στο επόμενο, τελευταίο, κείμενο της σειράς αυτής θα ρίξουμε μια ματιά στην νεότερη και σύγχρονη εποχή.)

Σχόλια

Exit mobile version