Τρεις παράγοντες που εξελίσσονται παράλληλα συγκλίνουν σε μια επιδείνωση του συνολικού πλαισίου στο οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσπαθεί να συντηρήσει την αισιοδοξία για «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια: Πρώτη έρχεται η επικίνδυνη επιδείνωση των εξωτερικών σχέσεων, ιδιαίτερα με την Τουρκία, αλλά και του ευρύτερου διεθνούς κλίματος, με τελευταίο επεισόδιο τη «δυτική συσπείρωση» στη νέα αντιρωσική καμπάνια, μ’ αφορμή τη δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα. Δεύτερη ακολουθεί η επιδείνωση στο εσωτερικό πολιτικό κλίμα, με προβλέψιμες και απρόβλεπτες αφορμές, όπως τελευταία η υπόθεση Σαββίδη. Τρίτος παράγοντας είναι το ίδιο το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα που θέτει το κουαρτέτο των δανειστών για ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης.

Πρακτικά, οι Βρυξέλλες έχουν θέσει σε λειτουργία ένα χρονόμετρο αντίστροφης μέτρησης μέχρι την 21η Ιουνίου, καταληκτική ημερομηνία στην οποία το Eurogroup θα αξιολογήσει αν έχουν νομοθετηθεί και υλοποιηθεί τα 88 προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης. Αυτό προϋποθέτει εφαρμογή των περισσότερων μέχρι τον Μάιο, ώστε να προηγηθεί η τεχνική συμφωνία με το κουαρτέτο. Έτσι, οι 98 μέρες που υπολόγισε ο Μοσκοβισί στις αρχές της εβδομάδας, στην πραγματικότητα είναι λιγότερες από 50.

Το σταθερό πρόβλημα: ΔΝΤ

Το βασικό και σταθερό πρόβλημα στην πλευρά του κουαρτέτου παραμένει το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ ναι μεν προέβη σε μια τυπική διάψευση των διαρροών ότι έθεσε από τώρα ζήτημα πρόωρης εφαρμογής της μείωσης του αφορολογήτου και των συντάξεων, αλλά και μη εφαρμογής των λεγόμενων «αντιμέτρων» με τα οποία θέλει η κυβέρνηση να αντισταθμίσει τις προγραμματισμένες για μετά το 2019 περικοπές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα θέσει τα ίδια ζητήματα αργότερα, στο πλαίσιο της δικής του αυτοτελούς αξιολόγησης, από την οποία θα εξαρτηθεί το αν θα ενεργοποιήσει ή όχι τη «συμφωνία εν αναμονή» για συμμετοχή του στο Τρίτο Μνημόνιο. Αυτή η παράλληλη αξιολόγηση του ΔΝΤ τοποθετείται μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου, αλλά προϋποθέτει ορισμένα δεδομένα: τις επιδόσεις του 2017 σε ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα (τέλη Απριλίου), τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ φέτος (αρχές Ιουνίου), τις επιδόσεις των τραπεζών στα stress tests και τις ενδεχόμενες νέες κεφαλαιακές τους ανάγκες (αρχές Μαΐου) και, φυσικά, τις εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους τόσο από το ίδιο το ΔΝΤ όσο και από τους Ευρωπαίους δανειστές.

Το «νέο» πρόβλημα: Βερολίνο

Το επόμενο νέο «παλιό» πρόβλημα είναι η στάση της Γερμανίας, που διαθέτει πλέον κυβέρνηση. Όπως γράψαμε και στο προηγούμενο φύλλο του «Δρόμου», έπειτα από πολύμηνη αποχή από δημόσιες δηλώσεις, η νέα γερμανική κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού θα αρχίσει να παίρνει συγκεκριμένη θέση στα συγκεκριμένα ζητήματα, περιλαμβανομένης της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας. Η συνήθης γερμανική τακτική στα μνημονιακά χρόνια ήταν να γενικεύει σε όλη την Ευρωζώνη όσα ελληνικά πειράματα έκρινε «επιτυχή» και το ίδιο αναμένεται να κάνει και τώρα, ανεξάρτητα από τη σοσιαλδημοκρατική παρουσία στη νέα κυβέρνηση Μέρκελ. Δηλαδή, θα επιχειρήσει να συνδυάσει το πλαίσιο της ελληνικής μεταμνημονιακής εποπτείας με τη συζητούμενη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, ώστε να αποφύγει πάση θυσία την υπερβολική «ομοσπονδιοποίηση» που προβλέπουν οι προτάσεις Μακρόν.

Είναι απίθανο να σκεφτούμε ότι ο πυρήνας των «σκληρών» της Ευρωζώνης, με πρώτη τη Γερμανία, θα συμφωνήσουν σε πλήρη εκταμίευση του δανείου του ESM χωρίς «έξτρα» όρους. Αυτό που αναζητείται είναι η «συσκευασία» της ειδικής επιτήρησης, οι άξονες των δεσμεύσεων, αλλά και το αν τελικά θα υπάρχει χώρος και λόγος για έναν ρόλο του ΔΝΤ, ή θα τα πάρει όλα πάνω του το μελλοντικό «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο»

Κάτι ανάλογο αναμένεται και με τον γαλλικό μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους, σε συνάρτηση με το ΑΕΠ. Η γερμανική ηγεσία ετοιμάζεται να αξιοποιήσει αυτή την πρόταση κυρίως ή και μόνο ως προς τον «αυτοματισμό» της, ώστε να υπάρξει ένα σταθερό εργαλείο παρέμβασης του ESM –ως Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο πια– σε υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης που δυσκολεύονται ή χάνουν την πρόσβασή τους στις αγορές. Αν η γερμανική ηγεσία επιμείνει να μπει στη συνάρτηση αυτή, πέραν του ΑΕΠ, και το ήπιο κούρεμα των ιδιωτών κατόχων κρατικού χρέους, αυτό θα αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης τόσο με τη γαλλική ηγεσία, όσο και με άλλες χώρες που είναι στην επικίνδυνη ζώνη (πρωτίστως την Ιταλία), αλλά και με τις αγορές. Μια ιδέα της γερμανικής προσέγγισης έδωσε ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, δηλώνοντας ότι ο ESM θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο «ουδέτερου συντονιστή διαπραγματεύσεων» σε μελλοντικές αναδιαρθρώσεις χρέους με ιδιώτες πιστωτές. Ο ίδιος ανέφερε ακόμα πως ο ESM μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο σε μια αναδιάρθρωση χρέους στο μέλλον, προσθέτοντας ωστόσο πως είναι επιφυλακτικός σε μια αυτόματη επιμήκυνση των ωριμάνσεων.

Συμβιβαστικά σενάρια

Προς το παρόν, η ευρωπαϊκή πλευρά με πρωταγωνιστή την Κομισιόν και σε ένα βαθμό τον πρόεδρο του Eurogroup Μάριο Σεντένο, δουλεύει βάσει ενός συμβιβαστικού σεναρίου που προβλέπει κατ’ αρχήν τις ήδη προβλεπόμενες επιμηκύνσεις παλαιού χρέους και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες. Αυτό αποφέρει κάποια λογιστική ελάφρυνση χρέους, μέχρι 25% στην εξόφλησή του, αλλά δεν επαρκεί να ικανοποιήσει το πολύ αυστηρότερο ΔΝΤ, που επιμένει στις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις τους για ανάπτυξη και πλεονάσματα. Οι Ευρωπαίοι δανειστές ευελπιστούν ότι όταν θα δοθούν στη δημοσιότητα τα νέα στοιχεία για την υπεραπόδοση στο πλεόνασμα, το ΔΝΤ θα βελτιώσει τις εκτιμήσεις του. Αλλά επειδή και αυτό δεν πρόκειται να το πείσει για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και του χρέους της, ως εφεδρεία ενδέχεται να επιστρατεύσουν όχι μόνο το «μαξιλάρι» ρευστότητας που συσσωρεύει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και την ολοκληρωτική καταβολή του υπολοίπου των 27 δισ. ευρώ από το δάνειο του ESM. Μέρος αυτού θα μπορούσε να πάει και στην πρόωρη εξόφληση του δανείου του ΔΝΤ.

Με «κουμπαρά» 40 δισ.;

Το να βρεθεί η Ελλάδα τον Αύγουστο του 2018 με έναν «κουμπαρά» άνω των 40 δισ. προφανώς της εξασφαλίζει μια μάλλον άνετη και εγγυημένη πρόσβαση στις αγορές. Ταυτόχρονα, όμως, αυτό ενισχύει το σενάριο ότι η μεταμνημονιακή εποπτεία δεν θα αποτελεί απλά την επιστροφή στην «κανονικότητα» της ενισχυμένης επιτήρησης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, αλλά κάτι «πολύ παραπάνω» και «ειδικό». Είναι απίθανο να σκεφτούμε ότι ο πυρήνας των «σκληρών» της Ευρωζώνης, με πρώτη τη Γερμανία, θα συμφωνήσουν σε πλήρη εκταμίευση του δανείου του ESM χωρίς «έξτρα» όρους, δηλαδή δεσμεύσεις σε «μεταρρυθμιστικούς» και δημοσιονομικούς στόχους. Αυτό που αναζητείται είναι η «συσκευασία» της ειδικής επιτήρησης, οι άξονες των δεσμεύσεων, αλλά και το αν τελικά θα υπάρχει χώρος και λόγος για έναν ρόλο του ΔΝΤ, ή θα τα πάρει όλα πάνω του το μελλοντικό «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο».

Σε τελική ανάλυση, το κλειδί στις ζυμώσεις μεταξύ των δανειστών το κρατά ξανά στα χέρια του το Βερολίνο. Το αν άλλαξε έστω και κάτι ελάχιστο στη στάση του θα το διαπιστώσουμε σύντομα. Ωστόσο, δυο χαρακτηριστικές απαντήσεις της Μέρκελ και του σοσιαλδημοκράτη εταίρου της στην κυβέρνηση –και υπουργού Οικονομικών– Όλαφ Σολτς, κατά την επίσημη παρουσίαση της κυβέρνησής τους, λένε αρκετά. «Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο. Κάθε κράτος μέλος φέρει μόνο του την ευθύνη για τα χρέη του», είπε η Μέρκελ. Και ο Σολτς, όταν ρωτήθηκε αν η νέα γερμανική κυβέρνηση θα εγκαταλείψει την ακαμψία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, απάντησε ότι «θα συνεχίσει την πολιτική σταθερότητας του προκατόχου του».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!