«…όλοι οι χώροι που αναπαρίστανται στα λογοτεχνικά έργα έχουν αναδιαμορφωθεί ως έναν βαθμό, ακόμα και αυτοί που αποτελούν πιστή μίμηση των πραγματικών χώρων…
…Έτσι, ο αναγνώστης, έχοντας διαβάσει το λογοτεχνικό έργο, έχει προσδώσει στον αναπαριστάμενο χώρο νέα νοήματα που τον επηρεάζουν πλέον στην αντίληψη και επαφή του με αυτόν…»
Μαίρη Μαργαρίτη, Λογοτεχνική Γεωγραφία
Δυο εντελώς διαφορετικοί συγγραφείς. Δυο βιβλία που πρωτοκυκλοφόρησαν σε διαφορετικές δεκαετίες. Δυο διαφορετικές πόλεις.
Διονύσης Χαριτόπουλος, «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» (εκδόσεις Τόπος). Επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια του Ολυμπιακού. Η συλλογή διηγημάτων είχε κυκλοφορήσει το 1989.
Μένης Κουμανταρέας, «Η γυναίκα που πετάει» (εκδόσεις «Κέδρος», 2006.
Ο Πειραιώτης Διονύσης Χαριτόπουλος, έχει γράψει και τρία ακόμη βιβλία για την πόλη του: «Εκ Πειραιώς», «Πειραιώτες», «Πειραιάς βαθύς».
Ο Μένης Κουμανταρέας, μεγαλωμένος στο κέντρο, Πλατεία Βικτωρίας, συχνά στα μυθιστορήματά και τα διηγήματά του μας δίνει κομμάτια από το πρόσωπο της Αθήνας.
Από σύμπτωση διάβασα τα δυο βιβλία το ένα μετά το άλλο. Του Κουμανταρέα, για άγνωστο λόγο, έμενε κάτι χρόνια αδιάβαστο στη βιβλιοθήκη μου, αν κι είναι από τους συγγραφείς που αγαπώ.
Του Χαριτόπουλου –ας όψεται ο Θρύλος– το διάβασα με το που κυκλοφόρησε. Άλλωστε ήθελα αν βρω αναλογίες με τα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου, «Του Μπούκοβι η ομαδάρα» και «Αρχίζει το ματς».
«Ο Πειραιάς δεν είναι μόνο το Λιμάνι, το Πασαλιμάνι και η Καστέλλα. Είναι ο Ολυμπιακός και το γήπεδο Καραϊσκάκη. Είναι οι σκληρές γειτονιές Τρούμπα, Δραπετσώνα, Ταμπούρια, Καμίνια, Κοκκινιά, Πέραμα και τα άγρια Μανιάτικα σφηνωμένα ανάμεσα σε βράχια και λασπόνερα. Η πιο ζόρικη διαδρομή για τους ανυποψίαστους»
Αυτά γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου του και ξετυλίγει από τη βραδιά που έφυγε ο Μπούκοβι. Ο «Πατέρας» για τους φιλάθλους του Ολυμπιακού. Είναι εκεί όλοι μαζεμένοι. Μια πανσπερμία ανθρώπων. Η εικόνα μιας πόλης άγνωστης και σκοτεινής.
Δεν είναι «χαριτωμένα» τα διηγήματα του Χαριτόπουλου. Δεν είναι ευχάριστα καθόλου. Μάλλον σοκαριστικά για όσους από εμάς δεν έχουμε ζήσει σε εκείνες τις γειτονιές, εκείνες τις εποχές.
Είναι όμως αληθινά. Χωρίς λογοτεχνικές ακροβασίες. Μας δείχνουν την πληγή. Ο συγγραφέας δεν είναι υπεράνω, συναισθάνεται και ζει τα δράματα των ηρώων του. Ιστορίες τραγικές, δοσμένες με τρόπο ελλειπτικό. Όσα δεν λέγονται γίνονται φανερά…
Σε άλλο μήκος κύματος ο Μένης Κουμανταρέας, μας ταξιδεύει σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Στα διηγήματά του για την πόλη, δείχνει κι αυτός μια απίστευτη ενσυναίσθηση, γνώση και αγάπη για τους ανθρώπους.
Εκπληκτικά πορτρέτα της σύγχρονης πόλης μας δίνει σε δυο από τα διηγήματα, το «Τόμπυ και Λόλυ» και κυρίως στο «Παντός Ελεήμονος». Στο πρώτο βλέπει την παλιά πλατεία Βικτωρίας να ζωντανεύει ξανά, ενώ στο δεύτερο μας μεταφέρει στην Πλατεία Παντελεήμονος, ένα κυριακάτικο απόγευμα. Μετανάστες κάθε είδους. Νέοι και ηλικιωμένοι, γυναίκες και άντρες. Άλλες δουλειές, άλλα αδιέξοδα, άλλα όνειρα ο καθένας:
«…Αυτή η πλατεία, σκέφτομαι καθώς προχωρώ, τους χωράει όλους. Δικούς μας και ξένους. Όπως χωράει κάθε αλλαγή, κάθε ανισότητα και αδικία, κάθε κοινωνική τάξη και πρόληψη, κάθε δικαίωμα και υποχρέωση…
…μαζί μας στην οικοδομή θα δουλέψει ο Ντέρεκ. Στο καφενείο θα μας σερβίρει η Βάσια. Στις δουλειές του σπιτιού θα μας παρασταθούν η Ναταλία και η Ροβένα. Την πίτσα που παραγγείλαμε θα μας τη φέρει στο σπίτι ο Βίκτορ. Μπορεί αν βοηθήσει και ο Αρτάν…»
Μόνο που διαβάζοντας το διήγημα του Κουμανταρέα, όλοι αυτοί δεν είναι απλά ονόματα, αλλά ιστορίες. Άνθρωποι με σάρκα και οστά. Που συναντάμε κι εμείς, αλλά ο συγγραφέας έχει τη δύναμη να τους καταλάβει. Να μας τους γνωρίσει.
Στο «Τόμυ και Λόλυ» μια βροχή αρκεί για αν δει με τα μάτια της ψυχής την πέτα Βικτωρίας, όπως ήταν παλιά, ενώ στο διήγημα «Ο Άρης», έχουμε τη σημερινή της εικόνα, με τη ζωή εκεί να πάλλεται. Και να τελειώνει.
Η πόλη με την ιστορία της υπάρχει και στο «Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα» που μας μεταφέρει στα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44 με μια ματιά πολύ διαφορετική, ενός απιδιού που πιάνεται όμηρος μαζί με τη μητέρα του από τους ΕΛΑΣίτες. Στο «Μαραμπού και χούντα», μια πραγματική ιστορία, όπου ο συγγραφέας μαζί με τον Κώστα Ταχτσή, διασχίζουν τη σκοτεινή πόλη για να επισκεφθούν τον Νίκο Καββαδία και αν του ζητήσουν να υπογράψει ένα κείμενο εναντίον της Δικτατορίας.
Στη σύγχρονη Κυψέλη μας μεταφέρει με τα «Κουδούνια», μια ψησταριά με ακροδεξιό αφεντικό που τα βρίσκει σκούρα όταν προσβάλλει τους Αλβανούς πελάτες. Ακόμη ένα διήγημα που φανερώνει την τέχνη και την ευαισθησία του συγγραφέα, μακριά από το μαύρο και το άσπρο. Ίσως είναι το διήγημα που πηγαίνει πιο κοντά σε αυτά που διηγείται ο Χαριτόπουλος για τον Πειραιά…
Γράφοντας αυτά τα λίγα λόγια, νιώθω πως φτωχαίνω και τα δυο βιβλία. Αξίζει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
Όμως ως τελευταίο σχόλιο, βλέπω από τους σύγχρονους λογοτέχνες να λείπει συχνά αυτή η ματιά. Να είναι έντονο το φαινόμενο της «ομφαλοσκόπησης» και της επιδερμικής ματιάς στον περίγυρο, στην πόλη, στους ανθρώπους που την κάνουν αυτή που είναι.
Οι πόλεις του Κουμανταρέα είναι ζωντανές, πραγματικές. Όχι πάντα όμορφες. Συχνά ακόμη και αποτρόπαιες. Όμως είναι ο χώρος που ζούμε.
Και μέσα από τέτοια κείμενα κατανοούμε περισσότερο και τον τόπο, αλλά και τον εαυτό μας…