Η νομισματική πολιτική και τα συμφέροντα του λαού. Του Mark Weisbrot
Τις τελευταίες ημέρες αναφέρεται στον Τύπο ότι η πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ διέψευσε ότι προσπάθησε να επηρεάσει την Κεντρική Τράπεζα της Βραζιλίας, ώστε να μειώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (η Τράπεζα στις 31 Αυγούστου μείωσε τα επιτόκια από 12,5% στο 12%). Το γεγονός ότι αισθάνθηκε υποχρεωμένη να κάνει μια τέτοια δήλωση δείχνει ότι υπάρχει πρόβλημα στη βραζιλιάνικη δημοκρατία – αν και το ίδιο πρόβλημα έχουν οι ΗΠΑ, οι χώρες της Ευρώπης και οι περισσότερες χώρες του κόσμου.
Είναι δύσκολο να βρει κανείς κάποιο θεμιτό επιχείρημα υπέρ της ανεξαρτησίας μιας κεντρικής τράπεζας από τη βούληση του εκλογικού σώματος και από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του – είτε αυτοί υπηρετούν στην εκτελεστική, είτε στη νομοθετική εξουσία. Η τράπεζα δεν είναι σαν το δικαστικό σώμα, ως προς το οποίο το παραδοσιακό επιχείρημα είναι πως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης απαιτείται ώστε να εγγυάται την εφαρμογή του κράτους δικαίου. Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν ερμηνεύουν το νόμο, αλλά αποφασίζουν για μία από τις πιο σημαντικές μακρο-οικονομικές πολιτικές επιλογές που έχουν στα χέρια τους οι δημοκρατικές κυβερνήσεις – για τη νομισματική πολιτική. Και δεν υπάρχει κανένας εμφανής λόγος που να υπαγορεύει ότι η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός της σφαίρας της δημοκρατικής διακυβέρνησης, ενώ η δημοσιονομική πολιτική -η φορολογία και οι δαπάνες- αποφασίζεται από αξιωματούχους που έχουν εκλεγεί με δημοκρατικό τρόπο. Με άλλα λόγια, όσοι υποστηρίζουν ότι η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να είναι «ανεξάρτητη», προβάλλουν ένα μάλλον ακραίο, ελιτίστικο επιχείρημα – λένε δηλαδή ότι η νομισματική πολιτική είναι πολύ σημαντική για να επηρεάζεται από τους εκλογείς. Αλλά το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για οποιαδήποτε πτυχή της οικονομικής πολιτικής ή για άλλες κατηγορίες πολιτικών αποφάσεων. Γιατί, λοιπόν, να μην έχουμε βασιλιάδες να κυβερνούν;
Η οικονομία της Βραζιλίας επιβραδύνεται πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Η έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας για τις οικονομικές προβλέψεις παρουσιάζει μια αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της τάξης του 3,7%, που είναι λιγότερο από το μισό του περασμένου έτους (7,5%) και από τις προηγούμενες προβολές που ανέβαζαν το ίδιο ποσοστό στο 4%. Η μείωση των προβλέψεων έχει ως αιτία την τρέχουσα οικονομική αβεβαιότητα και μεταβλητότητα που προκύπτει από πραγματικές και δυνητικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις της Ευρωζώνης. Ειρωνικά, αυτό είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθεί μια από τις πιο συντηρητικές κεντρικές τράπεζες στον κόσμο – η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συγκρινόμενος με την ΕΚΤ, ο Μπεν Μπερνάνκι, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, μοιάζει με… σοσιαλιστή.
Στη Βραζιλία, ο πληθωρισμός της τιμής καταναλωτή τους τελευταίους 12 μήνες (του Αυγούστου συμπεριλαμβανομένου) είναι 7,23%. Κι όμως, ο εποχικά προσαρμοσμένος πληθωρισμός των τριών τελευταίων μηνών (συμπεριλαμβανομένου του Αυγούστου) είναι 5% – κάτι που δείχνει ότι ο πληθωρισμός έχει πτωτική τάση.
Μια κεντρική τράπεζα μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τις ανάγκες του πληθυσμού, αλλά δεν είναι πραγματικά «ανεξάρτητη» – το αντίθετο, όπως και στη Βραζιλία, ενεργεί προς το συμφέρον του χρηματοπιστωτικού τομέα. Γι’ αυτό τα επιτόκια της Βραζιλίας συγκαταλέγονται στα υψηλότερα του κόσμου και γι’ αυτό το ρεάλ, το βραζιλιάνικο νόμισμα, είναι ένα από τα πιο υπερτιμημένα νομίσματα του κόσμου – αυτή η υπερτίμηση πλήττει τον μεταποιητικό τομέα και γενικότερα τη βιομηχανία της χώρας. Μόνο αν υπαχθεί η Κεντρική Τράπεζα της Βραζιλίας στη δημοκρατική λογοδοσία -αντί της υποτιθέμενης «ανεξαρτησίας» της- θα μπορούσε να επιτύχει η χώρα την οικονομική μεγέθυνση που είναι μέσα στις δυνατότητές της.
Είναι δύσκολο να βρει κανείς κάποιο θεμιτό επιχείρημα υπέρ της ανεξαρτησίας μιας κεντρικής τράπεζας από τη βούληση του εκλογικού σώματος και από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του – είτε αυτοί υπηρετούν στην εκτελεστική, είτε στη νομοθετική εξουσία. Η τράπεζα δεν είναι σαν το δικαστικό σώμα, ως προς το οποίο το παραδοσιακό επιχείρημα είναι πως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης απαιτείται ώστε να εγγυάται την εφαρμογή του κράτους δικαίου. Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν ερμηνεύουν το νόμο, αλλά αποφασίζουν για μία από τις πιο σημαντικές μακρο-οικονομικές πολιτικές επιλογές που έχουν στα χέρια τους οι δημοκρατικές κυβερνήσεις – για τη νομισματική πολιτική. Και δεν υπάρχει κανένας εμφανής λόγος που να υπαγορεύει ότι η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός της σφαίρας της δημοκρατικής διακυβέρνησης, ενώ η δημοσιονομική πολιτική -η φορολογία και οι δαπάνες- αποφασίζεται από αξιωματούχους που έχουν εκλεγεί με δημοκρατικό τρόπο. Με άλλα λόγια, όσοι υποστηρίζουν ότι η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να είναι «ανεξάρτητη», προβάλλουν ένα μάλλον ακραίο, ελιτίστικο επιχείρημα – λένε δηλαδή ότι η νομισματική πολιτική είναι πολύ σημαντική για να επηρεάζεται από τους εκλογείς. Αλλά το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για οποιαδήποτε πτυχή της οικονομικής πολιτικής ή για άλλες κατηγορίες πολιτικών αποφάσεων. Γιατί, λοιπόν, να μην έχουμε βασιλιάδες να κυβερνούν;
Η οικονομία της Βραζιλίας επιβραδύνεται πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Η έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας για τις οικονομικές προβλέψεις παρουσιάζει μια αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της τάξης του 3,7%, που είναι λιγότερο από το μισό του περασμένου έτους (7,5%) και από τις προηγούμενες προβολές που ανέβαζαν το ίδιο ποσοστό στο 4%. Η μείωση των προβλέψεων έχει ως αιτία την τρέχουσα οικονομική αβεβαιότητα και μεταβλητότητα που προκύπτει από πραγματικές και δυνητικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις της Ευρωζώνης. Ειρωνικά, αυτό είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθεί μια από τις πιο συντηρητικές κεντρικές τράπεζες στον κόσμο – η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συγκρινόμενος με την ΕΚΤ, ο Μπεν Μπερνάνκι, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, μοιάζει με… σοσιαλιστή.
Στη Βραζιλία, ο πληθωρισμός της τιμής καταναλωτή τους τελευταίους 12 μήνες (του Αυγούστου συμπεριλαμβανομένου) είναι 7,23%. Κι όμως, ο εποχικά προσαρμοσμένος πληθωρισμός των τριών τελευταίων μηνών (συμπεριλαμβανομένου του Αυγούστου) είναι 5% – κάτι που δείχνει ότι ο πληθωρισμός έχει πτωτική τάση.
Μια κεντρική τράπεζα μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τις ανάγκες του πληθυσμού, αλλά δεν είναι πραγματικά «ανεξάρτητη» – το αντίθετο, όπως και στη Βραζιλία, ενεργεί προς το συμφέρον του χρηματοπιστωτικού τομέα. Γι’ αυτό τα επιτόκια της Βραζιλίας συγκαταλέγονται στα υψηλότερα του κόσμου και γι’ αυτό το ρεάλ, το βραζιλιάνικο νόμισμα, είναι ένα από τα πιο υπερτιμημένα νομίσματα του κόσμου – αυτή η υπερτίμηση πλήττει τον μεταποιητικό τομέα και γενικότερα τη βιομηχανία της χώρας. Μόνο αν υπαχθεί η Κεντρική Τράπεζα της Βραζιλίας στη δημοκρατική λογοδοσία -αντί της υποτιθέμενης «ανεξαρτησίας» της- θα μπορούσε να επιτύχει η χώρα την οικονομική μεγέθυνση που είναι μέσα στις δυνατότητές της.
Πηγή: Folha de São Paulo (Βραζιλία), 14/9/2011
* Ο Mark Weisbrot συνδιευθύνει το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας στην Ουάσιγκτον
Σχόλια