Ενώ το ΔΝΤ ζητάει ξαναγράψιμο του Μνημονίου απ’ την αρχή, ΕΚΤ και ESM φρενάρουν τις προσδοκίες για χρέος, ποσοτική χαλάρωση και έξοδο στις αγορές
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
2 Ιουνίου 2016. Συνεδρίαση του υπουργικού Συμβουλίου. Έχει προηγηθεί η απόφαση του Eurogroup (25/5) και βαίνει προς κλείσιμο η πρώτη αξιολόγηση. Ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας λέει στους υπουργούς (και στις κάμερες): «Τις επόμενες ημέρες θα κλείσει και τυπικά η πρώτη αξιολόγηση, ενώ αναμένεται η επαναφορά του waiver, δηλαδή την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ. Και επίσης σύντομα, μέσα στον Ιούλιο, αναμένεται η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο σύστημα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ».
Τέσσερις μήνες μετά η κατάσταση έχει ως εξής: Η «κλεισμένη» πρώτη αξιολόγηση «ξανακλείνει» με την κατάθεση ενός ακόμη πολυνομοσχεδίου στη Βουλή, που περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα 15 προαπαιτούμενα της υπο-δόσης της πρώτης αξιολόγησης, ύψους 2,8 δισ. Αλλά ταυτόχρονα μένει «μισάνοιχτη», επειδή μερικά από τα προαπαιτούμενα (όπως η μεταφορά του ΑΔΜΗΕ και της ΕΑΒ στο υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων ή η συγκρότηση του Εποπτικού Συμβουλίου του υπερταμείου) θα έχουν ακόμη εκκρεμότητες, οπότε δεν αποκλείεται η υποδόση να σπάσει στα δύο (1,7 δισ. να αποδεσμευτούν άμεσα εφόσον έχει εκπληρωθεί η δέσμευση για εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου, και 1,1 δισ. να καταβληθούν όταν «τσεκαριστεί» στη λίστα των δανειστών και το τελευταίο προαπαιτούμενο). Αυτά πρέπει να τρέξουν σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα: μέχρι τις 29 του μηνός, που συνεδριάζει το EuroWorkingGroup, ή μέχρι τις 10/10 που συνεδριάζει το Eurogroup, και σε κάθε περίπτωση πριν από τις 31/10, που λήγει η προθεσμία εντός της οποίας η δόση των 2,8 δισ. είναι διαθέσιμη. Μετά, επιστρέφει στο ταμείο του ESM.
Η αισιοδοξία σε νέα συσκευασία
Από όσα ανέφερε η αισιόδοξη πρόβλεψη του πρωθυπουργού τον Ιούνιο, έχει υλοποιηθεί μόνο η επαναφορά του waiver. Η ποσοτική χαλάρωση έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, με δεδομένη τη δήλωση του προέδρου της ΕΚΤ ότι είναι άγνωστο πότε θα ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα. Παρ’ όλα αυτά, με ευκολία αντίστοιχη του Ιουνίου, ο πρωθυπουργός, από τις ΗΠΑ, προσάρμοσε στα νέα δεδομένα το σταθερά αισιόδοξο σενάριό του: με βάση όσα δήλωσε στη Wall Street Journal, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου θα έχει κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, και μέχρι το τέλος του έτους θα έχουν καθοριστεί τα μέτρα για το χρέος. «Τότε θα μπορέσει η Ελλάδα να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ. Η συμμετοχή στο QE αποτελεί το ‘‘κλειδί’’ για προσέλκυση επενδυτών. Όλοι θα αντιληφθούν τότε ότι το Grexit έχει τελειώσει, ότι η κρίση έχει τελειώσει», είπε ο Α. Τσίπρας.
Η αισιοδοξία για το κλείσιμο της αξιολόγησης μπορεί να είναι βάσιμη, μια και η ίδια η κυβέρνηση γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα το εύρος των υποχωρήσεων που είναι διατεθειμένη να κάνει ακόμη και στο ακανθώδες τρίπτυχο των εργασιακών, όπως και τα μηνύματα που της έχουν δώσει οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων δανειστών για συμβιβασμούς που είναι διατεθειμένοι να δεχτούν – αλλά χωρίς το ΔΝΤ, όπως αποκαλύπτει η ανακοίνωσή του της Παρασκευής. Το ίδιο μπορεί να ισχύει για το αισιόδοξο σενάριο που διατύπωσε ο πρωθυπουργός, πάλι στις ΗΠΑ, ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει δοκιμαστική έκδοση ομολόγων το 2017, και το 2018 πλέον να επιστρέψει για δανεισμό στις αγορές. Αυτή είναι μια μάλλον «ετερόφωτη» αισιοδοξία: το ίδιο είχε πει πριν από μια εβδομάδα ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, υπό τον όρο πλήρους υλοποίησης του Μνημονίου.
Ποιος θυμάται το success story Σαμαρά;
Εδώ, εμφανίζεται το ενδεχόμενο μιας ολικής επαναφοράς του success story της κυβέρνησης Σαμαρά, την άνοιξη του 2014, όταν με την τυχοδιωκτική ενθάρρυνση των δανειστών η Ελλάδα δανείστηκε, εκδίδοντας νέο πενταετές ομόλογο, 3 δισ. με επιτόκιο 4,95%. «Πιστεύω ότι σήμερα η Ελλάδα είναι πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο χάρη στις μεγάλες προσπάθειες του ελληνικού λαού τα τελευταία χρόνια», είχε δηλώσει ο τότε υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας. Και μαζί του είχαν πανηγυρίσει με διθυραμβικές δηλώσεις η Κομισιόν, η Λαγκάρντ, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μ. Σουλτς, ακόμη και το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Ενάμιση μήνα μετά, τα κόμματα της συγκυβέρνησης Ν.Δ.- ΠΑΣΟΚ στραπατσαρίστηκαν στις ευρωεκλογές και τρεις μήνες αργότερα η δεύτερη έξοδος στις αγορές κατέληξε σε αποτυχία, υπό την επίδραση της αναταραχής στις αγορές ομολόγων που προκάλεσε η κατάρρευση της πορτογαλικής Banco Espirito Santo. Η συνέχεια του σαμαρικού success story και η εξέλιξή του σε πολιτικό… horror story είναι γνωστή.
Οι αναλογίες είναι προφανείς, αλλά στη νέα εκδοχή κατά ΣΥΡΙΖΑ success story υπάρχουν περισσότερες περιπλοκές.
Το πρόβλημα της ΕΚΤ και του ESM
Η πρώτη περιπλοκή αφορά την ΕΚΤ και την ελληνική προσδοκία ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τα προσδοκώμενα οφέλη δεν είναι τεράστια, όχι περισσότερα των 4-5 δισ. με βάση τα διαθέσιμα προς αγορά ελληνικά ομόλογα, αλλά έχουν αξία -συμβολική και πραγματική- για τα γεράκια των αγορών, που προς το παρόν τιμολογούν τα ελληνικά ομόλογα στο 8,7%. Για να εντάξει στο QE τα ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και να έχει συντάξει έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, πράγμα που δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής. Κι αυτό διότι, για να χαρακτηρίσει βιώσιμο ή τουλάχιστον «εξυπηρετήσιμο» το ελληνικό χρέος πρέπει να βγαίνει ο «λογαριασμός» του ESM για επιμηκύνσεις και σταθερό επιτόκιο, χωρίς να προκύπτει η παραμικρή επιβάρυνση. Κι αυτό προϋποθέτει ο ίδιος ο ESM, που είναι ο δανειστής, να αναχρηματοδοτήσει τον δανεισμό του με παρόμοιο τρόπο. Κι αυτό επίσης δεν έχει γίνει, ως εκ τούτου ο όλος μηχανισμός είναι σε τέλμα.
Το «μανιφέστο» του ΔΝΤ
Η δεύτερη περιπλοκή, απολύτως συναρτημένη με την πρώτη, ακούει στο όνομα ΔΝΤ. Στο κατά Σαμαρά success story το ΔΝΤ ήταν δανειστής, τώρα είναι απλώς «νταβατζής» των αξιολογήσεων και μένει να αποφασίσει αν θα μπει στον δανεισμό μέχρι το τέλος του έτους. Ο Α. Τσίπρας, σωστά από μια άποψη, επισήμανε από τις ΗΠΑ ότι «για πρώτη φορά το δίλημμα δεν είναι δικό μας… Το δίλημμα είναι της Γερμανίας και των άλλων χωρών που θέλουν το ΔΝΤ στο πρόγραμμα σε κάθε περίπτωση. Οπότε πρέπει να αποφασίσουν: Είτε θα έχουν μαζί το ΔΝΤ και θα πρέπει να αποφασίσουν ξεκάθαρα μέτρα για το χρέος, είτε θα πρέπει να ζήσουν με την ιδέα ότι θα προχωρήσουν χωρίς το ΔΝΤ και θα πρέπει να εξηγήσουν στους πολίτες τους πώς θα το κάνουν». Ωστόσο, το «δίλημμα των άλλων» είναι πρόβλημα της Ελλάδας και της κυβέρνησης. Το ηχηρό μήνυμα που άφησε στην Αθήνα η εκπρόσωπος του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου, μετά τις συναντήσεις της με κυβερνητικούς παράγοντες αυτή την εβδομάδα, προϊδεάζει για νέο κύκλο τριβών εντός του κουαρτέτου. Το ΔΝΤ ζητάει νέα μείωση συντάξεων, μείωση αφορολογήτου και φορολογικών συντελεστών, εργασιακούς θεσμούς υπέρ της «ανταγωνιστικότητας» και, φυσικά, «ρεαλιστικούς στόχους»- σε κάθε περίπτωση επ’ ουδενί πλεονάσματα 3,5%. Αν, λοιπόν, το ΔΝΤ ζητάει ουσιαστικά ξήλωμα της μισής πρώτης αξιολόγησης (εξ ου και ο Ε. Τσακαλώτος έσπευσε να δηλώσει ότι «ασφαλιστικό και φορολογικό έχουν κλείσει», μια σκληρή δεύτερη αξιολόγηση, και τελικά ένα άλλο Μνημόνιο («άλλο μείγμα πολιτικής» χαρακτηρίζεται στην ανακοίνωση- «μανιφέστο»), μαζί με χειροπιαστά βήματα ελάφρυνσης του χρέους, που ούτε η ΕΚΤ ούτε ο ESM είναι έτοιμοι ή πρόθυμοι να κάνουν, τότε είναι μάλλον απίθανο να δούμε τον Νοέμβριο μια έκθεση βιωσιμότητας χρέους (DSA) που θα του επιτρέπει να αποφασίσει συμμετοχή. Οπωσδήποτε όχι πριν καταγραφούν οι επιπτώσεις της πολυαναμενόμενης απόφασης της FED –ίσως τον Δεκέμβριο- να αυξήσει τα επιτόκια του δολαρίου. Το λιγότερο που μπορεί να προκαλέσει αυτό είναι να σπρώξει το χρονοδιάγραμμα των ελληνικών εκκρεμοτήτων προς το πρώτο εξάμηνο του 2017. Οπότε, τα δύσκολα «διλήμματα των άλλων» θα εξελιχθούν σε διλήμματα ασφυξίας για την Ελλάδα.