Του Μιχάλη Σιάχου. Το τελευταίο διάστημα ο «κανένας» κάνει δυναμική εμφάνιση στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο.
Αναλυτές, πολιτικολογούντες, δημοσκόποι και δημοκόποι επιχειρούν να αναδείξουν τα χαρακτηριστικά του, τα θέλω του, τη συμπεριφορά του, τις τάσεις του. Επιχειρούν να σκιαγραφήσουν μια υπό διαμόρφωση κοινωνική «οντότητα» που διεκδικεί το ζωτικό της χώρο στην ανθρωποφαγική πραγματικότητα της κρίσης. Ο «κανένας» γίνεται όλο και πιο υπαρκτός, όλο και πιο αναγνωρίσιμος, όλο και πιο συγκεκριμένος.
Ταυτόχρονα και σε ευθεία σχέση με τον «κανένα» εμφανίζεται, όμως, και το τίποτα. Ένα πολύπλευρο και βασανιστικό τίποτα που καθημερινά κορυφώνεται και μεταλλάσσεται. Ένα τίποτα εξόχως προσωπικό και ταυτόχρονα δημόσιο, ανακοινώσιμο, βιωματικό και εν τέλει απόλυτα κοινωνικό. Απολύθηκα, και τώρα; Δεν μπορώ να πληρώσω το δάνειο, και τώρα; Δεν υπάρχουν λεφτά για τα στοιχειώδη, και τώρα; Το τίποτα ανακύπτει ως απάντηση αυτόματα, αυθόρμητα, συνειρμικά.
Οι άστεγοι πολλαπλασιάζονται. Πρόσωπα κρυμμένα σε βρόμικες παλάμες, σώματα σκεπασμένα με κουρέλια, πάνω σε παγκάκια, αεραγωγούς του μετρό ή εσοχές νεοκλασικών κτιρίων, περιμένουν… Τι άραγε; Ουρές για ένα πιάτο φαΐ πριν από την επιστροφή στο χαρτόκουτο ή, για τους «τυχερούς», στο άδειο, σκοτεινό και παγωμένο σπίτι.
Ακόμα και τα στολισμένα με χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια σπίτια, αν και εμφανώς λιγότερα από πέρυσι, δείχνουν παράταιρα. Σα να χαλάνε το σκηνικό. Δεν δένουν με την υπόλοιπη σκηνογραφία, με τα κοστούμια, με τη ράθυμη διάθεση ηθοποιών, κομπάρσων και θεατών.
Μια κοινωνική ερήμωση καλπάζει και αφήνει πίσω της θύματα. Θύματα, που καθημερνά πολλαπλασιάζονται, χαμένα στην «ανωνυμία», το περιθώριο, ίσως και την ντροπή, δίνοντας στον περιβόητο «κανένα» ακόμα μια υπόσταση, μεγεθύνοντας ταυτόχρονα όλο και πιο πολύ το τίποτα.
Ένα τίποτα, που όσο απαισιόδοξο και μηδενιστικό κι αν είναι, εξαφανίζεται, μεταμορφώνεται ευθύς μόλις εμφανιστεί η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η ανθρωπιά, η ενσυναίσθηση. Εξαφανίζεται με μιας και μετατρέπεται σε κουράγιο, πείσμα, δύναμη και εφαλτήριο για το κάτι που μας καλεί.
«Η πρωτοχρονιά φέτος αναβάλλεται, έχουμε επανάσταση», έγραφε και φώναζε η νεολαία τον Δεκέμβρη του ’08. Ποιος, πόσο και πώς την άκουσε; Η πρωτοχρονιά είναι μπροστά μας…
Ταυτόχρονα και σε ευθεία σχέση με τον «κανένα» εμφανίζεται, όμως, και το τίποτα. Ένα πολύπλευρο και βασανιστικό τίποτα που καθημερινά κορυφώνεται και μεταλλάσσεται. Ένα τίποτα εξόχως προσωπικό και ταυτόχρονα δημόσιο, ανακοινώσιμο, βιωματικό και εν τέλει απόλυτα κοινωνικό. Απολύθηκα, και τώρα; Δεν μπορώ να πληρώσω το δάνειο, και τώρα; Δεν υπάρχουν λεφτά για τα στοιχειώδη, και τώρα; Το τίποτα ανακύπτει ως απάντηση αυτόματα, αυθόρμητα, συνειρμικά.
Οι άστεγοι πολλαπλασιάζονται. Πρόσωπα κρυμμένα σε βρόμικες παλάμες, σώματα σκεπασμένα με κουρέλια, πάνω σε παγκάκια, αεραγωγούς του μετρό ή εσοχές νεοκλασικών κτιρίων, περιμένουν… Τι άραγε; Ουρές για ένα πιάτο φαΐ πριν από την επιστροφή στο χαρτόκουτο ή, για τους «τυχερούς», στο άδειο, σκοτεινό και παγωμένο σπίτι.
Ακόμα και τα στολισμένα με χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια σπίτια, αν και εμφανώς λιγότερα από πέρυσι, δείχνουν παράταιρα. Σα να χαλάνε το σκηνικό. Δεν δένουν με την υπόλοιπη σκηνογραφία, με τα κοστούμια, με τη ράθυμη διάθεση ηθοποιών, κομπάρσων και θεατών.
Μια κοινωνική ερήμωση καλπάζει και αφήνει πίσω της θύματα. Θύματα, που καθημερνά πολλαπλασιάζονται, χαμένα στην «ανωνυμία», το περιθώριο, ίσως και την ντροπή, δίνοντας στον περιβόητο «κανένα» ακόμα μια υπόσταση, μεγεθύνοντας ταυτόχρονα όλο και πιο πολύ το τίποτα.
Ένα τίποτα, που όσο απαισιόδοξο και μηδενιστικό κι αν είναι, εξαφανίζεται, μεταμορφώνεται ευθύς μόλις εμφανιστεί η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η ανθρωπιά, η ενσυναίσθηση. Εξαφανίζεται με μιας και μετατρέπεται σε κουράγιο, πείσμα, δύναμη και εφαλτήριο για το κάτι που μας καλεί.
«Η πρωτοχρονιά φέτος αναβάλλεται, έχουμε επανάσταση», έγραφε και φώναζε η νεολαία τον Δεκέμβρη του ’08. Ποιος, πόσο και πώς την άκουσε; Η πρωτοχρονιά είναι μπροστά μας…
Σχόλια