Εάν ζητήσουμε από τον Τizio (o κύριος τάδε) που δεν έχει μελετήσει ποτέ τα κινέζικα και γνωρίζει καλά μόνο τη διάλεκτο της επαρχίας του να μεταφράσει ένα κινέζικο κείμενο, αυτός πολύ λογικά θα απορήσει, θα πάρει την ερώτηση στ’ αστεία και, εάν επιμείνουμε, θα πιστέψει ότι τον κοροϊδεύουμε, θα προσβληθεί και θα οργισθεί. Εν τούτοις, ο ίδιος ο Tizio, χωρίς καν να παρακινηθεί, θα πιστεύει ότι δικαιούται να μιλάει για μια σειρά ζητήματα τα οποία γνωρίζει όσο και τα κινέζικα, για τα οποία αγνοεί την τεχνική ορολογία, την ιστορική θέση, την σύνδεσή τους με τ’ άλλα ζητήματα, καμιά φορά και τα ίδια τα θεμελιώδη διακριτικά τους στοιχεία. Για τα κινέζικα τουλάχιστον γνωρίζει ότι είναι μια γλώσσα ενός ορισμένου λαού που κατοικεί σ’ ένα καθορισμένο σημείο της υδρογείου: για κείνα τα ζητήματα αγνοεί την τοπογραφία των ιδεών και τα όρια που την προσδιορίζουν.
Τα βελανίδια και η βελανιδιά
Η σημερινή γενιά έχει μια παράξενη μορφή αυτοσυνείδησης και ασκεί στον εαυτό της μια παράξενη μορφή αυτοκριτικής. Έχει τη συνείδηση ότι είναι μια γενιά μεταβατική, ή ακόμα καλύτερα, πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι κάτι σαν μια έγκυος γυναίκα: Νομίζει ότι είναι έτοιμη να γεννήσει και περιμένει να γεννήσει ένα μεγάλο παιδί. Διαβάζουμε συχνά ότι «βρισκόμαστε εν αναμονή ενός Χριστόφορου Κολόμβου που θα ανακαλύψει μια καινούργια Αμερική της τέχνης, του πολιτισμού, της ηθικής». Διαβάζουμε επίσης ότι ζούμε σε μια προδαντική εποχή: περιμένουμε τον καινούργιο Δάντη που θα συνθέσει ρωμαλέα το παλιό και το καινούργιο και θα δώσει στο καινούργιο τη ζωτική ώθηση. Αυτός ο τρόπος σκέψης, ο οποίος ανατρέχει σε μυθικές εικόνες παρμένες από την ιστορική εξέλιξη του παρελθόντος, είναι από τους πιο παράξενους και ενδιαφέροντες για την κατανόηση του παρόντος, της κενότητάς του, της ηθικής και πνευματικής αργίας. Πρόκειται για μια μορφή της «σύνθεσης του μετά» από τις πιο εκπληκτικές. Στην πραγματικότητα με όλες τις διακηρύξεις σπιριτουαλιστικής και βολονταριστικής, ιστορικιστικής και διαλεκτικής πίστης, κ.λπ., η σκέψη που κυριαρχεί, είναι εκείνη του χυδαίου εξελικτισμού, του φαταλιστικού και θετικιστικού. Το ζήτημα θα μπορούσε να μπει έτσι: κάθε «βελανίδι» μπορεί να σκέφτεται ότι θα γίνει βελανιδιά. Εάν τα βελανίδια είχαν ιδεολογία, αυτή θα ήταν ακριβώς να αισθάνονται ότι «εγκυμονούν» βελανιδιές. Αλλά στην πραγματικότητα, τα 999‰ των βελανιδιών χρησιμεύουν για το φαγητό των χοίρων, και το πολύ, συμβάλλουν στην παρασκευή λουκάνικων και μορταδέλας.
Αισιοδοξία και απαισιοδοξία
Πρέπει να παρατηρήσουμε πως, πολύ συχνά, η αισιοδοξία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας τρόπος να υπερασπίζεται κανένας την τεμπελιά του, την ανευθυνότητά του, τη θέλησή του να μην κάνει τίποτα. Είναι επίσης μια μορφή μοιρολατρίας και μηχανιστικής αντίληψης. Υπολογίζει κανείς πάνω σε παράγοντες έξω από τη θέλησή του και τη δραστηριότητά του, τους εξυψώνει, φαίνεται πως φλέγεται από ιερό ενθουσιασμό. Και ο ενθουσιασμός δεν είναι παρά η εξωτερική λατρεία των φετίχ. Απαραίτητη η αντίδραση που πρέπει να έχει σαν αφετηρία τη λογική. Ο μόνος δικαιολογημένος ενθουσιασμός είναι εκείνος που συνοδεύει την ικανή θέληση, την ικανή δράση, την πλούσια εφευρετικότητα σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που μεταβάλλουν την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Μετάφραση: Θανάσης Αθανασίου
Αντόνιο Γκράμσι, Παρελθόν και Παρόν,
εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1974/2005.