Εύλογα ερωτήματα και προβληματισμοί. Του Μιχάλη Σιάχου
Η είδηση της συνάντησης αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ με τον Χορστ Ράιχενμπαχ την περασμένη Τρίτη, άφησε μια μικρή παγωμάρα, προφανώς όχι μόνο σε ανθρώπους εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί και την αντίστοιχη παγωμάρα από τη συνάντηση (χωρίς άλλες διευκρινίσεις και δηλώσεις στην αρχή) του Αλέξη Τσίπρα με τον πρόεδρο του κράτους του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες. Ωστόσο, οι δύο περιπτώσεις δεν είναι ίδιες.
Σ τη περίπτωση της συνάντησης με τον Πέρες, το κύριο ζήτημα ήταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόλουθος με όσα διατύπωνε προεκλογικά για την εξωτερική πολιτική και αν, κατά δεύτερο λόγο, η συνάντηση και ο τρόπος που έγινε υπηρετούσαν και επικοινωνιακά αυτή την κατεύθυνση. Θεωρητικά, μια συνάντηση με τον θεσμικό ανώτατο άρχοντα του Ισραήλ δεν ακυρώνει το πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής που διατύπωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και εντάσσεται σε ένα πλαίσιο θεσμικών επαφών ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος μπορεί να είναι εντελώς αντίθετος με την πολιτική του Ισραήλ αλλά ως εν δυνάμει κυβέρνηση οφείλει να διαμορφώνει διπλωματικές σχέσεις και επαφές με κυβερνήσεις και κράτη.
Η περίπτωση της συνάντησης με τον Χ. Ράιχενμπαχ είναι, ωστόσο, διαφορετική. Για πολλοστή φορά, και πιο πρόσφατα στις 18 Ιουλίου, ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε: «Η αντιπροσωπεία της τρόικας ζήτησε συνάντηση και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση μας είναι απολύτως σαφής: οι κύριοι Τόμσεν, Μορς και Μαζούχ είναι εντεταλμένοι υπάλληλοι με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής του Μνημονίου και όχι πολιτικοί εκπρόσωποι των εταίρων μας. Δεν έχει κανένα νόημα η συνάντηση και η συζήτηση μαζί τους. Καλούμε την κυβέρνηση να πράξει το ίδιο. Ακόμα περισσότερο, την καλούμε να αξιοποιήσει τη μία και μόνη ευκαιρία να ταυτιστεί με τη λαϊκή βούληση και σε μια κίνηση εθνικής ομοψυχίας να αρνηθεί και η ίδια το διάλογο με μια αποτυχημένη επιτροπή υπαλλήλων, εντεταλμένη να ελέγξει την εφαρμογή ενός αποτυχημένου προγράμματος».
Είναι προφανές ότι η συνάντηση, λίγες εβδομάδες μετά, με τον… υπάλληλο των εντεταλμένων υπαλλήλων συνιστά, τουλάχιστον, ανακολουθία. Ο Ράιχενμπαχ ως επικεφαλής της Task Force συμβολίζει και επιβεβαιώνει το νέο καθεστώς κατοχής, επιβλέποντας την απρόσκοπτη υλοποίηση των εντολών της τρόικας. Ως νέος γκαουλάιτερ έχει αναλάβει υπηρεσίες επί κυβέρνησης Παπανδρέου, έχοντας μαζί του μια ολόκληρη ομάδα τοποτηρητών.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι η συνάντηση μαζί του δεν εντάσσεται στις αναγκαίες διπλωματικές επαφές. Ήταν μια τουλάχιστον άστοχη κίνηση, επειδή αφενός αποτελεί μια έμμεση αναγνώριση του κατοχικού καθεστώτος που έχει επιβληθεί στη χώρα και αφετέρου ακυρώνει (ή μπερδεύει) την προηγούμενη στάση έναντι της τρόικας.
Σ τη περίπτωση της συνάντησης με τον Πέρες, το κύριο ζήτημα ήταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόλουθος με όσα διατύπωνε προεκλογικά για την εξωτερική πολιτική και αν, κατά δεύτερο λόγο, η συνάντηση και ο τρόπος που έγινε υπηρετούσαν και επικοινωνιακά αυτή την κατεύθυνση. Θεωρητικά, μια συνάντηση με τον θεσμικό ανώτατο άρχοντα του Ισραήλ δεν ακυρώνει το πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής που διατύπωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και εντάσσεται σε ένα πλαίσιο θεσμικών επαφών ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος μπορεί να είναι εντελώς αντίθετος με την πολιτική του Ισραήλ αλλά ως εν δυνάμει κυβέρνηση οφείλει να διαμορφώνει διπλωματικές σχέσεις και επαφές με κυβερνήσεις και κράτη.
Η περίπτωση της συνάντησης με τον Χ. Ράιχενμπαχ είναι, ωστόσο, διαφορετική. Για πολλοστή φορά, και πιο πρόσφατα στις 18 Ιουλίου, ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε: «Η αντιπροσωπεία της τρόικας ζήτησε συνάντηση και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση μας είναι απολύτως σαφής: οι κύριοι Τόμσεν, Μορς και Μαζούχ είναι εντεταλμένοι υπάλληλοι με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής του Μνημονίου και όχι πολιτικοί εκπρόσωποι των εταίρων μας. Δεν έχει κανένα νόημα η συνάντηση και η συζήτηση μαζί τους. Καλούμε την κυβέρνηση να πράξει το ίδιο. Ακόμα περισσότερο, την καλούμε να αξιοποιήσει τη μία και μόνη ευκαιρία να ταυτιστεί με τη λαϊκή βούληση και σε μια κίνηση εθνικής ομοψυχίας να αρνηθεί και η ίδια το διάλογο με μια αποτυχημένη επιτροπή υπαλλήλων, εντεταλμένη να ελέγξει την εφαρμογή ενός αποτυχημένου προγράμματος».
Είναι προφανές ότι η συνάντηση, λίγες εβδομάδες μετά, με τον… υπάλληλο των εντεταλμένων υπαλλήλων συνιστά, τουλάχιστον, ανακολουθία. Ο Ράιχενμπαχ ως επικεφαλής της Task Force συμβολίζει και επιβεβαιώνει το νέο καθεστώς κατοχής, επιβλέποντας την απρόσκοπτη υλοποίηση των εντολών της τρόικας. Ως νέος γκαουλάιτερ έχει αναλάβει υπηρεσίες επί κυβέρνησης Παπανδρέου, έχοντας μαζί του μια ολόκληρη ομάδα τοποτηρητών.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι η συνάντηση μαζί του δεν εντάσσεται στις αναγκαίες διπλωματικές επαφές. Ήταν μια τουλάχιστον άστοχη κίνηση, επειδή αφενός αποτελεί μια έμμεση αναγνώριση του κατοχικού καθεστώτος που έχει επιβληθεί στη χώρα και αφετέρου ακυρώνει (ή μπερδεύει) την προηγούμενη στάση έναντι της τρόικας.
Σχόλια