Παρακολουθώντας τις εργασίες και εκδηλώσεις του Resistance Festival, ακούγοντας παρουσιάσεις και προβληματισμούς από ομιλητές στην εκδήλωση και το σεμινάριο που έγιναν (βλέπε ρεπορτάζ και υλικό στις σελίδες 15-21 αυτού του φύλλου), μου προκάλεσε ενδιαφέρον μια αποστροφή του Αυστριακού Λίο Γκάμπριελ: μίλησε για έναν «κοινό παρονομαστή περιεχομένου» που θα έπρεπε να αναζητηθεί και να συνδέσει διάφορες και διαφορετικές αντιστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, μιας και πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα απαιτούν διεθνή συντονισμό και κοινές προσπάθειες. Ο Λίο Γκάμπριελ είναι πολυταξιδεμένος, έχει έρθει σε επαφή με πολλές διεργασίες και καταστάσεις (στην εκδήλωση μάς μετέφερε πολλές πληροφορίες από διεθνείς διασκέψεις σε διάφορες μεριές του πλανήτη, π.χ. Μεξικό, Αλγέρι, Φλωρεντία κ.λπ.), και αναγκαστικά έχει αντιμετωπίσει πολλές διαφορετικές οπτικές για όλα τα κρίσιμα ζητήματα.
Η διατύπωση περί «κοινού παρονομαστή περιεχομένου» έχει ένα πλεονέκτημα, επειδή μεταθέτει τα εύλογα ερωτήματα «τι να κάνουμε;» μπροστά σε μια πραγματικότητα που εξελίσσεται με τεράστια ταχύτητα – και επιδεινώνει όλους τους όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής της πλειοψηφίας των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη και η παρακολούθηση των εξελίξεων αλλά και η επενέργεια πάνω σε αυτές από την πλευρά των αντιστάσεων, των κινημάτων, των πολλαπλών υποκειμένων που κατανοούν ή διαισθάνονται ότι οδηγούμαστε σε μεγάλα αδιέξοδα. Η διατύπωση θέτει το θέμα των περιεχομένων, ζήτημα εξαιρετικά σοβαρό σε μια στιγμή που το καράβι «πλανήτης Γη» πλέει σε ένα περιβάλλον οξύτατων αντιθέσεων, ανταγωνισμών, πολέμων, συγκρούσεων, χωρίς να διαφαίνεται μια διέξοδος ελπίδας και ένας πόλος δυνάμεων που να οικοδομούν μιαν εναλλακτική στα δεσμά του καπιταλιστικού συστήματος και του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Τα μπλοκαρίσματα της σκέψης και η παράλυση που επιφέρουν
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, δηλαδή η πορεία προς τον ψηφιακό καπιταλισμό, η διαχείριση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής και τώρα ο πόλεμος και το άπλωμά του (όλα εκδηλώσεις των απαντήσεων κυρίαρχων ελίτ μπροστά στην πολυοργανική κρίση του συστήματος και του οξυνόμενου ανταγωνισμού μεταξύ κοσμοκρατορικών πόλων, ενδοϊμπεριαλιστικών κέντρων, μερίδων κεφαλαίου, περιφερειακών δυνάμεων κ.λπ.) έχουν επιφέρει μια μεγάλη υποχώρηση εγχειρημάτων και κινημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά και, το κυριότερο, έχουν πολλαπλασιάσει τη σύγχυση, τον αποπροσανατολισμό. Έχουν γκρεμιστεί κριτήρια και αξίες.
Παράλληλα, οι αναδυόμενες σκληρές στρατοπεδεύσεις, σε συνδυασμό με την απουσία ενός πόλου ο οποίος θα μίλαγε στο όνομα λαών, χωρών, κινημάτων που θα αγωνίζονταν για μια εναλλακτική πέρα και σε ανταγωνισμό με την πραγματικότητα των κέντρων που συγκρούονται, και θα άνοιγαν δρόμους ειρήνης, δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, δημιουργούν ένα μπλοκάρισμα της σκέψης και μια παράλυση διαθέσεων και προοπτικής. Η σκέψη να μην μετέχει κανείς σε κάποια από τις στρατοπεδεύσεις που στήνονται μπροστά στα μάτια μας θεωρείται περίπου ουτοπική και ρομαντική. Είτε θα είμαστε με κάποια από τις δύο μεγάλες στρατοπεδεύσεις –και αυτό προβάλλεται ως όρος ύπαρξης– είτε θα μας καταπιεί ο αντίπαλος πόλος. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Αυτός όμως ο συλλογισμός στην πραγματικότητα παγώνει τη σκέψη και μπλοκάρει δυνατότητες και προοπτικές.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο
Από θέση αδυναμίας, γιατί σε τέτοια βρισκόμαστε για πολύ καιρό και μάλλον θα παραταθεί στο άμεσο μέλλον, αναζητείται «κέντρο» στο οποίο να ποντάρουμε για να έρθουν καλύτερες μέρες. Χρόνια υπήρχε άρνηση να ειδωθεί το γεωπολιτικό ζήτημα ή το εθνικό στοιχείο στον σύγχρονο κόσμο (και καταπίνονταν αμάσητα όλα τα επιχειρήματα της παγκοσμιοποίησης). Τώρα αναγορεύεται σε καθοριστικό το «γεωπολιτικό», αφού του αφαιρεθεί κάθε στοιχείο αναφοράς στο σύγχρονο «κοινωνικό ζήτημα», και χωρίς να αναρωτιούνται όσοι π.χ. θέλουν μια νίκη του ρωσικού πόλου επί του δυτικού, τι είδους κοινωνικό καθεστώς και τι είδους πρόταση για την κοινωνική οργάνωση έχει αυτό το κέντρο.
Τα περιεχόμενα λοιπόν σύγκλισης των διαφόρων αντιστάσεων δεν μπορούν να αποκοπούν από την εκτίμηση των βασικών αντιθέσεων της εποχής μας, αλλά και την ανάγκη δημιουργίας ενός πόλου αγωνιζόμενων λαών και χωρών που να μπλοκάρει την πορεία προς μια μεγάλη αλληλοσφαγή, έναν παγκόσμιο πόλεμο, μια προώθηση σε αδιανόητα μέχρι στιγμής επίπεδα της ψηφιακής καπιταλιστικής «μηχανής». Επομένως ένας κοινός παρονομαστής περιεχομένων σήμερα δεν μπορεί να μην πάρει υπόψη του:
α) την ειρήνη απέναντι στον πόλεμο και την πυρηνική απειλή που κραδαίνουν και προωθούν τα συγκρουόμενα μπλοκ,
β) το σύγχρονο «κοινωνικό ζήτημα» απέναντι στις αναδιαρθρώσεις που προωθούνται,
γ) τη δημοκρατία και τη συμμετοχή, που δεν είναι «λεπτομέρεια», ούτε ταυτίζεται με ό,τι ζούμε στη Δύση ή στον Ευρασιατικό χώρο (γιατί γίνονται πολλοί αυθαίρετοι επανα-ορισμοί και με καθεστωτική χροιά, και εμφανίζονται πολλοί θεματοφύλακες…),
δ) την κυριαρχία και την πολλαπλότητα εθνών, χωρών, πολιτισμών,
ε) τον αγώνα ενάντια στην παγκόσμια ανισότητα,
στ) τον αγώνα ενάντια στην αλλοτρίωση που παράγει και αναπαράγει η γενίκευση της εμπορευματικής σχέσης τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής,
ζ) την προστασία της ζωής, του περιβάλλοντος, την εξισορρόπηση της σχέσης ανθρώπου/φύσης από τον παραλογισμό που οδηγείται μέσα από το ξέφρενο κυνηγητό κέρδους,
η) την ανάγκη, μέσα στην πολλαπλότητα που υπάρχει, να υποστηριχθεί πως όλες οι μορφές συλλογικού υπερτερούν απέναντι στον ατομισμό και το ιδιοτελές.
Τα περιεχόμενα σύγκλισης των διαφόρων αντιστάσεων δεν μπορούν να αποκοπούν από την εκτίμηση των βασικών αντιθέσεων της εποχής μας, αλλά και την ανάγκη δημιουργίας ενός πόλου αγωνιζόμενων λαών και χωρών που να μπλοκάρει την πορεία προς μια μεγάλη αλληλοσφαγή, έναν παγκόσμιο πόλεμο, μια προώθηση σε αδιανόητα μέχρι στιγμής επίπεδα της ψηφιακής καπιταλιστικής «μηχανής»
Φθάνουν αυτά;
Η απάντηση είναι ότι δεν φθάνουν. Απλώς προδιαγράφουν μια οπτική. Η οπτική αυτή αναγκαστικά πρέπει να διαμεσολαβείται από τη διάσταση των συγκροτημένων εθνικά/κοινωνικά χωρών και περιοχών, ώστε να είναι πραγματικά γειωμένη και να οδηγεί σε διάνοιξη δρόμων και εναλλακτικών σχεδίων προοπτικής.
Για να γίνουμε πιο κατανοητοί: Τώρα η «συλλογική Δύση» σπρώχνει τις εξελίξεις στην παράταση του πολέμου ενάντια στη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα Ρωσία και Κίνα προετοιμάζονται και γνωρίζουν ότι ο πόλεμος και η σύγκρουση θα έχει μια μονιμότητα. Και μέσω αυτών (εδώ υπάρχουν και διαφοροποιήσεις: πόσο πόλεμος και πόσο οικονομική επέκταση), εκμετάλλευση της ιστορικών διαστάσεων υποχώρησης του Δυτικού μπλοκ. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτά τα κέντρα μπορεί να κοστίσει πάρα πολύ ακριβά στους λαούς, στην εργατική τάξη, στις χώρες που θα συνθλιβούν από τους συσχετισμούς και τις πολεμικές μηχανές, ενώ και η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων επικρέμεται πάνω από την ανθρωπότητα και τη φύση.
Δεύτερον, όλες οι πλευρές που συγκρούονται κινούνται στο έδαφος των πιο προηγμένων αναδιαρθρώσεων του κεφαλαίου (ψηφιακός καπιταλισμός, τεχνητή ευφυΐα, κυβερνοχώρος, κρυπτογραφία και συστήματα βιοπολιτικού ελέγχου κ.ο.κ.), που εξυπηρετούν τη διπλή κίνηση του κεφαλαίου για συγκεντροποίηση και ένταση της εκμετάλλευσης/απόρριψης της ζωντανής εργασίας, και υπέρβαση κάθε φραγμού στην επέκτασή του (ακόμα και καταβροχθίζοντας μικρότερες μονάδες κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο). Πρόσφατα μόλις, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο Κλάους Σβαμπ δήλωνε ότι, με τη Μεγάλη Επανεκκίνηση, «δυστυχώς θα καταστρέψουμε πολλές δουλειές». Για να προσθέσει ο Γιούβαλ Νόα Χαράρι τα ακόλουθα:
«Εάν μείνεις πίσω, θα αντιμετωπίσεις κάτι πολύ χειρότερο: θα είσαι αόρατος, άνευ ουσίας, δεν θα σε χρειάζονται ούτε καν ως υπηρέτη ή σκλάβο. Μπορούν πλέον να διαβάσουν τις συνάψεις του εγκεφάλου και να αντικαταστήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα με ένα ανόργανο ανοσοποιητικό σύστημα αποτελούμενο από εκατομμύρια νανορομπότς.
Αν κατανοήσουμε πώς λειτουργούν τα κέντρα του εγκεφάλου και παράγουν τα συναισθήματα όπως αγάπη και θυμός, τότε δεν θα υπάρχει πρόβλημα να αναπαράγουμε τις συναισθηματικές αυτές καταστάσεις βασισμένοι πάνω στη σιλικόνη και όχι τον άνθρακα (ανόργανη ύλη αντί οργανικής), βασισμένοι πάνω σε υπολογιστές και όχι σε μυαλά»…
Ο συνδυασμός αυτών των τάσεων –σε ένα πλαίσιο άκρως ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό– προμηνύει έναν από τους πιο δύσκολους χειμώνες των τελευταίων δεκαετιών. Οι ελίτ ήδη προετοιμάζονται και για τον πόλεμο και για την αναδιάρθρωση, και παράλληλα για την καταστολή και έλεγχο των κοινωνιών που θα αντιδράσουν απέναντι σε όσα έρχονται.
Τι χρειάζεται
Επομένως χρειάζεται μια προσπάθεια σε επίπεδο σκέψης και δράσης που να τοποθετεί και να προδιαγράφει μια αυτοτελή στάση απέναντι στις κυρίαρχες ελίτ και τα κέντρα που συγκρούονται ερήμην των χωρών, των λαών, της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του περιβάλλοντος, των πολιτισμών κ.ο.κ. Και μάλιστα χρειάζεται να δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, που είναι ενταγμένη με έναν τρόπο στο Δυτικό σύστημα, βρίσκεται σε μια οριακή θέση στον χάρτη (χώρα συνόρων και δρόμων ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, Βορρά και Νότο). Μια χώρα όμως που ανήκει στην Ευρώπη, έχει δεσμούς με την Ευρώπη και η ευρωπαϊκή διάσταση δεν είναι μικρής σημασίας – ενώ παράλληλα απειλείται από τον τουρκικό επεκτατισμό. Αυτά είναι ζητήματα που δεν επιτρέπεται να αφαιρεθούν από τη γενική συζήτηση περί διεξόδου, δρόμων, εναλλακτικών.
Επειδή το γεωπολιτικό και κοινωνικό/εθνικό ζήτημα όπως ορίζονται στη χώρα μας οφείλει να μας οδηγήσει στο ερώτημα: Ποια γραμμή μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερες θέσεις για την κοινωνία και τη χώρα; Με ποιους πραγματικούς άξονες μπορεί να κινηθεί μια προσπάθεια (ένα εγχείρημα, ένα υποκείμενο που θα φέρει το βάρος της χώρας και της κοινωνίας) σε ένα περιβάλλον κρίσιμων συγκρούσεων και αντιθέσεων; Δηλαδή πρέπει να κατανοήσουμε ότι αλλιώς είναι το ζήτημα από την οπτική της Βενεζουέλας, και διαφορετικό είναι όταν το αντιμετωπίζεις από τη σκοπιά της Ελλάδας. Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας της ευρωπαϊκής διάστασης. Διότι ο πόλεμος γίνεται στην καρδιά της Ευρώπης, την οποία οι ΗΠΑ θέλουν να την μετατρέψουν σε «ΝΑΤΟϊκό έδαφος» και πεδίο βολής. Και οι στρατοπεδεύσεις που δημιουργούνται, καθώς και οι απειλές και οι εκβιασμοί μέσω ενεργειακών προμηθειών και πρώτων υλών (συν η πυρηνική απειλή…), οδηγούν σε μια δραματική επιδείνωση όλων των όρων στην Γηραιά Ήπειρο. Θα παρουσιαστεί λοιπόν μια μεγάλη κοινωνική πίεση – που μπορεί να μετασχηματιστεί σε κίνημα για την ειρήνη, το άμεσο σταμάτημα του πολέμου, την καταγγελία της «οικονομίας πολέμου» που επιβάλλεται, το μπλοκάρισμα των στρατοπεδεύσεων.
Διαστάσεις για τις οποίες δεν αδιαφορούμε
Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ έχει διατυπώσει μια πρόταση που θέτει με αυτούς τους όρους το ζήτημα της ειρήνης και το άμεσο σταμάτημα του πολέμου: Να αγωνιστούμε για την αποστρατιωτικοποίηση και αποπυρηνικοποίηση ολόκληρης της Κεντρικής Ευρώπης, έτσι ώστε να εκλείψει η απειλή ενάντια στη Ρωσία, αλλά και να μην νοιώθει καμία ευρωπαϊκή χώρα απειλή από τη Ρωσία και το οπλοστάσιό της. Δηλαδή από πολλές πλευρές μπορεί να παλευτεί το ζήτημα της ειρήνης και του σταματήματος του πολέμου – ζήτημα που μπορεί να συγκινήσει ευρύτατες μάζες και νέους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτό που θα προκύψει βέβαια θα πρέπει να είναι απεμπλοκή της ηπείρου από τις βλέψεις των ΗΠΑ, διότι χωρίς την ανατροπή του ατλαντισμού δεν μπορεί να φθάσουμε στην ειρήνη στην Ευρώπη. Πέρα από τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαών της Ευρώπης που μπορεί να προωθηθούν μέσα από το σταμάτημα του πολέμου, υπάρχουν κι άλλες πολιτικές δυνάμεις που θα ήθελαν μια άλλη πορεία από αυτήν που προδιαγράφεται μέσα από τις δύο σκληρές και εμπόλεμες στρατοπεδεύσεις. Άρα το πεδίο Ευρώπη, η διάσταση Ευρώπη, δεν μπορεί και δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Όσο αφορά το ζήτημα του τουρκικού επεκτατισμού και του ρόλου που παίζει ο πόλεμος της Ουκρανίας, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε ότι το πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο, επειδή η Ελλάδα θα επηρεαστεί σε κρίσιμο βαθμό από το πώς θα εξελιχθεί η σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ, η σχέση Τουρκίας-Ρωσίας. Αλλά και από το πώς θα κινηθεί η Τουρκία αυτοτελώς ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη σε στιγμή που μαίνεται ένας αναδασμός και προωθείται αλλαγή συνόρων στην ευρύτερη περιοχή. Πώς θα κινηθεί δηλαδή ως υποψήφιος ηγεμόνας στη Ν.Α. Μεσόγειο.
Μια ψύχραιμη εκτίμηση είναι πως υπάρχει υψηλή πιθανότητα σύγκρουσης στην περιοχή, την οποία θα προκαλέσει ο επεκτατισμός της Τουρκίας αλλά και θα θελήσουν να την εκμεταλλευθούν (εφόσον συμβεί) και οι ΗΠΑ και η Ρωσία – η καθεμιά πάντα από τη δική της σκοπιά. Η κυριαρχία, η ανεξαρτησία και η ύπαρξη της χώρας ορίζουν ένα πεδίο για το οποίο είναι αδύνατο να αδιαφορεί κανείς.
***
Μέσα σε αυτό τον μπλεγμένο καμβά πρέπει να αναζητηθεί ο κοινός παρονομαστής ενός διεθνούς κινήματος πέρα από τις στρατοπεδεύσεις που στήνονται, αλλά και να ειδωθούν πολιτικο-πρακτικά βήματα λαϊκής κοινωνικής συνείδησης και αφύπνισης για μια απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο, για κατάκτηση βαθμών κυριαρχίας και ουδετερότητας της χώρας μας απέναντι σε όλες τις επιβουλές και αμφισβητήσεις της κυριαρχίας, λαϊκής και εθνικής.
Η συζήτηση για πιο στρατηγικούς προσανατολισμούς πρέπει να ανοίξει και να βαθύνει.