Του Κώστα Λιβιεράτου

 

ΑΝ μπορούσαμε να σταθούμε για μια στιγμή στην αόρατη γραμμή που χωρίζει μα και συνδέει τα όνειρα και τα πράγματα, ίσως να βλέπαμε από κει την κοινωνία και την ιστορία να ανοίγονται σε ανεξάντλητες δυνατότητες και την αριστερά –σαν ένα πειραματικό εργαστήρι ριζοσπαστικών στρατηγικών, ιδεών και πρακτικών– να αναδύεται μέσα από το βάθος του χρόνου και να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Θα εμφανίζονταν τότε κάποιες υποθέσεις με κρίσιμες συνέπειες:

 

ΑΝ οι αριστεροί τολμούσαν να ομολογήσουν αυτό που οι περισσότεροι φευγαλέα διαισθάνονται, ότι η μεγάλη επανάσταση μπορεί να μην έρθει ποτέ, άρα το ζήτημα είναι τι γίνεται εδώ και τώρα· αν μπορούσαν να συλλάβουν τις μικρές επαναστάσεις στην καθημερινή ζωή, στην παραγωγή και την κατανάλωση, στη δουλειά και τη σχόλη, στην οικονομία αλλά και τον πολιτισμό· αν συνειδητοποιούσαν ότι η αριστερά δεν είναι μόνο διαδικασίες, προγράμματα και στόχοι αλλά επίσης μύθοι και τέχνες, τελετουργίες και τρόπος ζωής, κι ότι, αντί να αναλώνονται ως αυτοανακηρυγμένη πρωτοπορία σε προετοιμασίες για κάτι που όλο έρχεται αλλά ποτέ δεν φτάνει, μπορούν να αναλάβουν πιο μεστές, οριζόντια σχεδιασμένες και αυτόφωτες δράσεις, σε ζωντανή επαφή με τον κόσμο γύρω τους· κι αν, αντί να συντηρούν ως πρότυπο τον αγωνιστή πλήρους απασχόλησης (που είναι οριακά το επαγγελματικό στέλεχος), ενθάρρυναν τη σκόρπια δύναμη των πολλών, δηλαδή τη δικτύωση σε οργανώσεις και κινήματα ανθρώπων διατεθειμένων να προσφέρουν τον λίγο αλλά πολύτιμο χρόνο τους και την επαγγελματική ή κοινωνική τους εμπειρία και δεξιότητα…

 

ΑΝ η αριστερά, αντί να ξορκίζει την πολυδιάσπασή της και το «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών» (όπως οι Έλληνες τη «διχόνοια» της φυλής), αναγνώριζε τη βαθύτερη ανθρωπολογική συνθήκη του πολέμου, πραγματικού ή συμβολικού, που εξασφαλίζει την αυτονομία κάθε κοινότητας και την υπεράσπιση ενός «εμείς» απέναντι στους «άλλους», ενώ αφήνει σε συμμαχίες και συνασπισμούς το έργο της σύνθεσης σε υψηλότερο επίπεδο· αν ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να αρνείται την ίδια την πολλαπλότητα που τον γέννησε (και τον εμπόδιζε, λένε, να γίνει «ενιαίο κόμμα»), αξιοποιούσε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του: το γεγονός ότι ήταν το μόνο κόμμα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία που δεν προέκυψε από ένα ενιαίο σχέδιο (τη βούληση κάποιου ιδρυτή, ομάδας ή εξωτερικού κέντρου), αλλά από τη διασταύρωση πολλών ετερόκλητων σχεδίων, όπου θα μπορούσε να εκφράζεται περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως η κοινωνική και πολιτισμική πολυμορφία· αν επομένως ηγεσία και συνιστώσες δεν εξαντλούνταν εσωτερικά στον αλληλοσπαραγμό των φραξιών και των μηχανισμών τηρώντας προς τα έξω αιδήμονα σιγή, αλλά επιδίδονταν σ’ έναν διαρκή αγωνιστικό διάλογο μεταξύ τους και με τον κόσμο (που θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είχε πάρει κάποια στιγμή τη μορφή ενός διεθνούς δημόσιου συνεδρίου για τις πολιτικές της αριστεράς, από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι την αναρχία)…

 

ΑΝ η «πρώτη φορά αριστερά», αντί να περιοριστεί σε υψηλές διαπραγματεύσεις και άλλες μορφές κυβερνητισμού και μυστικής διπλωματίας, είχε επίσης παρέμβει στοχευμένα στη δημόσια διοίκηση και την οικονομία με παραδειγματικές ή πιλοτικές μεταρρυθμίσεις, είχε κολυμπήσει μέσα στην κοινωνία αντλώντας από τις εμπειρίες κινήσεων και κινημάτων κι είχε αρχίσει να αναδεικνύει έναν τρίτο πόλο εναλλακτικής, αλληλέγγυας, συνεταιριστικής οικονομίας και κοινωνίας των πολιτών πέρα από τον ιδιωτικό τομέα και το κράτος· αν είχε προσπαθήσει να αντισταθμίσει κάπως την κατευθυνόμενη επικοινωνία των μαζικών μέσων με ένα νέο μοντέλο μαχητικής δημοσιότητας που θα προσέφερε ανοιχτή πρόσβαση, αντιπληροφόρηση και διαπαιδαγώγηση σ’ ένα ευρύτερο κοινό γύρω από την πρώτη αυτή εμπειρία αριστερής διακυβέρνησης…

 

ΑΝ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είχε στρέψει μόνο άσφαιρα πυρά ενάντια στα ολιγαρχικά συμφέροντα της χώρας, δείχνοντας ότι άρχισε να τα βρίσκει από νωρίς μαζί τους, με τίμημα να μη διαταράξει ορισμένους ζωτικούς προσανατολισμούς τους (όπως η πάση θυσία παραμονή στην ευρωζώνη)· αν δεν είχε δώσει έτσι το σήμα στους εταίρους ότι η υποχωρητικότητά της θα είναι χωρίς τέλος, οπότε και ο εκβιασμός τους μπορούσε να είναι χωρίς έλεος, με αποτέλεσμα να καταπατήσει μία-μία τις κόκκινες γραμμές και τις δεσμεύσεις της για την υπεράσπιση στοιχειωδών λαϊκών συμφερόντων και ανθρωπιστικών αναγκών (Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης)· αν, μ’ άλλα λόγια, δεν είχε φοβηθεί να πατήσει πόδι κάποια στιγμή στην πορεία της διαπραγμάτευσης, διακινδυνεύοντας μια ρήξη αλλά και δοκιμάζοντας επιτέλους το βασικό διαπραγματευτικό χαρτί της: ότι και η άλλη πλευρά θα είχε κόστος δυσβάστακτο (οικονομικό ή πολιτικό) από ένα Grexit, άρα είχε λόγους να έρθει σε κάποιον «έντιμο συμβιβασμό» – μια πολιτική υπόθεση τεράστιου ενδιαφέροντος, όχι μόνο ελληνικού αλλά και διεθνούς, που δεν θα μάθουμε ποτέ, αλίμονο, πόσο βάσιμη ήταν…

 

ΑΝ ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός της χώρας έκανε το δημοψήφισμα, όχι (όπως αποδείχτηκε) για να δικαιολογήσει άλλο ένα ατιμωτικό αποικιοκρατικό μνημόνιο, αλλά (όπως νομίζαμε) για να ξεφύγει από την παγίδα και να ανακτήσει όντως την πρωτοβουλία των κινήσεων· αν, ανεξαρτήτως προθέσεων, δεν έχανε την ιστορική ευκαιρία, με όπλο το ανέλπιστα μεγάλο Όχι, να θέσει τους δικούς του όρους –μια ύστατη κόκκινη γραμμή– στην προοπτική μιας συμφωνίας καλύτερης από τις προτεινόμενες ή αλλιώς μιας ρήξης· αν, μ’ άλλα λόγια, είχε το σθένος να ανταποκριθεί (ρισκάροντας δίχως άλλο το πολιτικό του μέλλον) στην πρόκληση ενός κόσμου που αξιώθηκε να αψηφήσει, με οργή και αγανάκτηση αλλά και με αναμφισβήτητη πολιτική αρετή, την ολομέτωπη επίθεση εταίρων, τραπεζών, καναλιών και ντόπιων πολιτικών – ανταπόκριση που θα ολοκλήρωνε τότε, αντί να ακυρώσει, ένα από τα ελάχιστα αληθινά πολιτικά συμβάντα της πρόσφατης ιστορίας μας…

 

ΑΝ λοιπόν είχαν έρθει όλα κάπως διαφορετικά και κάποια τουλάχιστον απ’ αυτά τα «αν» είχαν λάβει υπόσταση (αντί να λοιδορούνται ως αριστερές ιδεοληψίες που δεν γίνονται με καμία κυβέρνηση),

 

ΤΟΤΕ θα είχαμε την ευκαιρία, για μια φορά στη ζωή μας, να μάθουμε αν ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, ή έστω να δούμε τις ανταύγειες της ουτοπίας να πέφτουν για λίγο στον δικό μας.

 

ΜΑ ΤΩΡΑ που δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα και οι αντίπαλοι εμφανίζονται δικαιωμένοι σε στιλ «εμείς τα λέγαμε» (από τα δεξιά: πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από τ’ αριστερά: πως είναι κι αυτοί σαν τους άλλους), τώρα που χάσκει γι’ άλλη μια φορά το ρήγμα ανάμεσα στα όνειρα και τα πράγματα, τις δυνατότητες και τα αδιέξοδα της χώρας, και η κυβερνώσα αριστερά ξηλώνει όλες τις γέφυρες,

 

ΜΠΟΡΕΙ κανείς να αφήσει πίσω αυτή τη μεταλλαγμένη (μη) κυβερνητική οργάνωση, δίχως να κατηγορηθεί σώνει και καλά για «αριστερή μελαγχολία» (καθήλωση, μακριά από την πράξη, σε μια ξεπερασμένη ιδεολογική καθαρότητα) – είτε για να ακολουθήσει κιόλας ένα καινούργιο παρακλάδι της που κοιτάει αν μπορεί να σώσει κάτι από τη χαμένη τιμή της αριστεράς, είτε για να περιμένει τα όποια άλλα, αν και όποτε φανούν.

 

ΑΝ – λέω αν…

 

* Αυτός ο τίτλος έχει πολλούς «προδρόμους»: από την ταινία If… του Λίντσεϋ Άντερσον μέχρι το Αν… του Παπακαλιάτη, κι από το ποίημα «If–» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και την παρωδία του («Αν») από τον Βάρναλη μέχρι το «If…» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Όπως κι εκεί, κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις είναι μάλλον τυχαία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!