Η δόση εγκρίθηκε, αλλά οι μεγάλες κυβερνητικές προσδοκίες προσκρούουν στη δυστροπία των αγορών – Η ώρα του «μεγάλου πλιάτσικου» μέσω ιδιωτικοποιήσεων και κόκκινων δανείων
Η δόση των 7,5 δισ. εκταμιεύεται ίσως και την προσεχή εβδομάδα. Αλλά η τελετουργία της έγκρισής της συνοδεύτηκε από μια ακόμη «δόση υποτέλειας». Να δυο χαρακτηριστικά στοιχεία της:
Πρώτον, η επιτροπή της γερμανικής Βουλής, που ενέκρινε τελικά την Παρασκευή την εκταμίευση, είχε αναβάλει σχετική απόφαση την Τρίτη, επικαλούμενη εκκρεμότητες. Ποιες ήταν; Η μία αφορούσε την ασυλία των στελεχών του νέου υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων και η δεύτερη τη μεταβίβαση του 5% του ΟΤΕ που κατέχει το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ και μέσω αυτού στην Deutsche Telekom. Πώς θα ενέκριναν οι Γερμανοί βουλευτές την εκταμίευση χωρίς να διασφαλιστούν τα «εθνικά συμφέροντά» τους; Το θέμα λύθηκε όταν η DT τους καθησύχασε ότι «θα ασκήσει τα δικαιώματά της στον ΟΤΕ όταν και αν έχει οικονομικό νόημα».
Και το δεύτερο δείγμα: Το πώς ακριβώς έκλεισαν οι εκκρεμότητες στα προαπαιτούμενα θα το μάθουν πρώτα πέντε κοινοβούλια κρατών της Ευρωζώνης που απαιτούν προέγκριση, στα οποία θα πάνε το επικαιροποιημένο μνημόνιο, το τεχνικό μνημόνιο και η έκθεση συμμόρφωσης, και φυσικά το Eurogroup και ο ESM. Οι Έλληνες βουλευτές θα ανακαλύψουν τελευταίοι ότι το τελικό μνημόνιο περιέχει πράγματα τα οποία δεν έχουν ψηφίσει ούτε τυπικά.
«Νέο Σύνταγμα», μνημονιακό παρασύνταγμα
Σ’ αυτά τα δυο «ενσταντανέ» της αξιολόγησης αποτυπώνεται η έκπτωση της δημοκρατίας και της κρατικής κυριαρχίας στην οποία τελικά συνίσταται η μνημονιακή διακυβέρνηση της χώρας. Ο μηχανισμός της επιτήρησης είναι ασύμβατος και με την τυπική τήρηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και της ελληνικής έννομης τάξης. Αυτό φάνηκε ακόμη και από τον τρόπο που έκλεισε η πώληση του Ελληνικού, με μια συμφωνία που την τελική μορφή της το Κοινοβούλιο την πληροφορήθηκε από τα ΜΜΕ και η οποία αγνοεί επιδεικτικά ότι η υπόθεση εκκρεμεί στην ελληνική δικαιοσύνη. Και θα φανεί πολύ περισσότερο στη δεύτερη αξιολόγηση, όταν οι δανειστές επιχειρήσουν να επιβάλουν νέες απο-ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις ή στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, που προσκρούουν στο ελληνικό Σύνταγμα. Ήδη το Ευρωδικαστήριο έστειλε τροχιοδεικτικά πυρά, με την πρόταση του εισαγγελέα του να θεωρηθεί ασύμβατο με το κοινοτικό δίκαιο το υπουργικό βέτο στις ομαδικές απολύσεις, ενώ το Υπουργείο Εργασίας χαρακτηρίζει «αυτονόητη υποχρέωση» τον σεβασμό της όποιας απόφασης. Η παγίδα των «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών» ήδη σβήνει τις υποτιθέμενες «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης στα εργασιακά. Και φυσικά η όλη διαδικασία σαρκάζει την κυβερνητική πρωτοβουλία για το «Σύνταγμα του 2021», όταν το μνημονιακό παρασύνταγμα απαγορεύει την εφαρμογή ακόμη και του «Συντάγματος του 1974».
Τέσσερα «χλομά» άμεσα οφέλη
Προς το παρόν, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αξιοποιήσει στο έπακρο τα νέα δεδομένα.
-Πρώτο και κυριότερο, τα χρήματα της υπο-δόσης. Από τα 7,5 δισ., 5,7 δισ. προορίζονται για εξόφληση τοκοχρεολυσίων μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Το υπόλοιπο 1,8 δισ. θα κατευθυνθεί στην εξόφληση ιδιωτών- προμηθευτών του Δημοσίου (έναντι ληξιπρόθεσμων οφειλών 5,5 δισ.) και ένα άγνωστο κλάσμα του για επιστροφές φόρου, που φτάνουν τα 1,8 δισ. Αυτό είναι το μόνο απτό όφελος της μαραθώνιας πρώτης αξιολόγησης για την «πραγματική οικονομία», παρότι είναι βέβαιο ότι το μεγαλύτερο μέρος του θα καταλήξει στις τράπεζες, όπου υπάρχουν συσσωρευμένες οφειλές των προμηθευτών.
– Το δεύτερο άμεσο όφελος που περιμένει η κυβέρνηση είναι μια απόφαση της ΕΚΤ, μέχρι τις 22/6, για την επαναφορά του waiver, δηλαδή της κατ’ εξαίρεση αποδοχής ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες, ώστε να δανείζονται πολύ φθηνότερα σε σχέση με τον ELA. Κι αυτό το όφελος εξαντλείται στη βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών.
– Το τρίτο προσδοκώμενο όφελος είναι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Η κυβέρνηση περιμένει απόφαση εντός του Ιουλίου, πράγμα διόλου βέβαιο, μιας και προϋποθέτει εγγύηση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Στο πεδίο αυτό τα κριτήρια της ΕΚΤ συντονίζονται περισσότερο με αυτά του ΔΝΤ. Και το ΔΝΤ αφενός δεν βιάζεται (έχει περιθώρια μέχρι τέλος του έτους), αφετέρου περιμένει την «ποσοτικοποίηση» του προτεινόμενου από τους Ευρωπαίους re-profiling του χρέους. Συν τοις άλλοις, τα υπό ένταξη ομόλογα δεν υπερβαίνουν τα 8 δισ., ενώ το χρονικό παράθυρο κλείνει τον Σεπτέμβριο, με την εκκίνηση της δεύτερης αξιολόγησης.
– Το τέταρτο στο οποίο επένδυε η κυβέρνηση είναι ένα «νεύμα» εμπιστοσύνης από τις αγορές, που θα επέτρεπε σχεδιασμό εξόδου σ’ αυτές εντός του 2017. Προς το παρόν, μόνο ο Σόιμπλε έκανε σχετικό νεύμα, δηλώνοντας ότι «η Ελλάδα ανακτά την εμπιστοσύνης της αγοράς». Η ίδια η αγορά, όμως, έχει αντιστρέψει την τάση μείωσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που καταγράφηκε τον Μάιο (σήμερα οι αποδόσεις κυμαίνονται στο 7,6%). Κι αυτό, τη στιγμή που οι ανησυχίες για το Brexit και για την παγκόσμια ανάπτυξη (τις «φρεσκάρισε» η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ που ζητάει επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά και η ίδια η ΕΚΤ με εκκλήσεις «να βοηθήσουν και οι κυβερνήσεις την ανάπτυξη») ρίχνουν τα χρηματιστήρια και τις αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης, οδηγώντας μάλιστα τα γερμανικά σχεδόν στο 0% (0,020%!).
Ξεκινά η «μεγάλη αρπαχτή»
Στον αντίποδα των κυβερνητικών διακηρύξεων για αναπτυξιακή ώθηση από το κλείσιμο της αξιολόγησης, βέβαιη ώθηση θα δοθεί στη «μεγάλη αρπαχτή» που στήνεται για ξένα και εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα, μέσω ιδιωτικοποιήσεων και «κόκκινων δανείων».
Στο πρώτο πεδίο, η πώληση του Ελληνικού, του ΟΛΠ και των 14 περιφερειακών αεροδρομίων προβάλλονται ως εμβληματικές ιδεολογικές νίκες εις βάρος των κινημάτων κατά των ιδιωτικοποιήσεων. Ο Όμιλος Λάτση αποκτά το «μεγαλύτερο παραθαλάσσιο οικόπεδο της Ευρώπης», η FRAPORT προαναγγέλλει προσλήψεις στα «αεροδρόμιά της» (υπό την εποπτεία μιας «ανεξάρτητης» πλέον ΥΠΑ) και η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει για λογαριασμό της COSCO τα τελευταία σκιρτήματα αντίστασης στην πώληση του λιμανιού. Έπεται θερμή -και πολιτικά- συνέχεια, με την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, τον ΟΛΘ, την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αλλά και τον ΑΔΜΗΕ, αν δεν τελεσφορήσει το «εναλλακτικό» σχήμα της κυβέρνησης. Η ίδια η ΔΕΗ, άλλωστε, βρίσκεται σε τροχιά συρρίκνωσης, με την αναγκαστική εκχώρηση σχεδόν του μισού πελατολογίου της σε ιδιώτες μέσα στα προσεχή χρόνια.
Το δεύτερο πεδίο, των κόκκινων δανείων, ίσως αποδειχθεί το πιο «χειρουργικό» εργαλείο μετασχηματισμού της ιδιωτικής οικονομίας. Ήδη η ΤτΕ ξεκινά την αδειοδότηση των εταιρειών–ιεράκων που θα διεκδικήσουν μέρος της αγοράς 98 δισ. των μη εξυπηρετούμενων δανείων, από τα οποία περίπου 57 δισ. είναι στεγαστικά, καταναλωτικά και μικρών επιχειρήσεων και 41 δισ. μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Τα δάνεια αυτά έχουν μεταφερθεί στις «bad banks» των τραπεζών, οι οποίες θα επιλέξουν ποιων την αναδιάρθρωση θα κρατήσουν οι ίδιες και ποια θα παραδώσουν στα υποψήφια «γεράκια». Πάνω από δέκα εταιρείες (ανάμεσά τους οι αμερικανικές KKR, Alvarez and Marsal, Fortress, Sankaty, Veritas, η ελληνοαμερικανική Libra, η ισπανική Aktua, οι βρετανικές Duet, Resolute Αsset Management, Clayton Euro Risk και η σουηδική Hoist) έχουν ήδη μπει ή πολιορκούν την αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Άλλες με το βλέμμα στα ενυπόθηκα ακίνητα και άλλες αποβλέποντας σε ό,τι βιώσιμο έχει απομείνει στον υπερχρεωμένο ελληνικό επιχειρηματικό ερειπιώνα.
Για κάποιους πράγματι η αξιολόγηση σημαίνει στροφή της χώρας σε «ενάρετο κύκλο»: στον κύκλο του πλιάτσικου.
Σκίτσο: Η …καρδάρα με το γάλα του Β.Παπαβασιλείου