του Ιάσονα Κωστόπουλου
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει ότι η πανδημία πέραν του τομέα της Υγείας και της οικονομίας έχει –και θα συνεχίσει να έχει– σημαντικές επιπτώσεις και στην ψυχική υγεία των κοινωνιών. Το παρατεταμένο λοκντάουν, η ανασφάλεια, ο φόβος για την υγεία, τη ζωή και το μέλλον αλλά και ο διαρκής εκφοβισμός από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ είναι βέβαιο πως επιβαρύνουν την ψυχική υγεία του πληθυσμού. Πράγμα, που φανερώνεται και από τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ και άλλων φορέων για την ψυχική υγεία, όσο και από την αύξηση της διεθνούς και εγχώριας αρθρογραφίας για το ζήτημα. Το πιο φανερό και σοκαριστικό σημείο είναι οι αναφορές για αυτοκτονίες συμπολιτών μας, που, πλέον, κάνουν, σχεδόν καθημερινά, τον γύρο των ΜΜΕ.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο ζήτημα αντιμετωπίζεται σαν μια κανονικότητα, λες και μιλάμε για ένα φυσικό –και αναπότρεπτο– αποτέλεσμα της πανδημίας, ένα είδος παράπλευρων απωλειών. Πράγμα που αποκρύπτει τις ευθύνες της κυβέρνησης, που δεν έχει εκπονήσει κανένα σχέδιο για το συγκεκριμένο ζήτημα, πέραν της σύστασης γραμμών επικοινωνίας, που λειτουργούν ως φύλλο συκής αλλά και αντικείμενο κερδοφορίας διαφόρων ΜΚΟ. Στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κυβέρνηση όχι απλά συνέχισε τη διαρκή υποβάθμιση του συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας, αλλά βρήκε την ευκαιρία να την εντείνει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ίδια η κυβερνητική πολιτική και ρητορική –συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ– για την πανδημία έρχεται να μεγεθύνει το πρόβλημα. Καθώς, πέραν της παρατεταμένης συνθήκης εγκλεισμού που επιφέρει το λοκντάουν –με αποτέλεσμα να εξασθενεί η ανθρώπινη επαφή και σχέσεις–, το πολιτικό παλαντζάρισμα ανάμεσα στην υγεία του πληθυσμού και τις οικονομικές επιπτώσεις του λοκντάουν εντείνει το κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Αφού αυτό που διαμηνύεται σε όλους τους τόνους είναι πως το λοκντάουν, αν και απαραίτητο, είναι επιζήμιο και λίγο πολύ θα πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον φόβο για την ασθένεια και την οικονομική καταστροφή που η προστασία από αυτήν θα επιφέρει. Καλλιεργείται έτσι πέραν του φόβου να μην νοσήσουμε ή και να μην χάσουμε εμείς ή κάποιος αγαπημένος μας τη ζωή του, ο φόβος –που για πολλούς φτάνει στο σημείο της απόγνωσης– για το δυσοίωνο μέλλον.
Δυστυχώς όμως, αυτά δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, το πιο ορατό ίσως κομμάτι όσων αφορούν την ψυχική υγεία εν μέσω κορωνοϊού. Το ζήτημα όμως είναι πολύπλευρο, με σημαντικές διαστάσεις του να βρίσκονται στην αφάνεια. Ενδεικτικά, όλη αυτή την περίοδο περνάει στα ψιλά γράμματα η καταπάτηση ακόμα και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων (πρόσβαση στην υγεία), που έτσι κι αλλιώς τυγχάνουν διαρκούς μείωσης και καταπάτησης. Έχει αυξηθεί δραματικά η χρήση ναρκωτικών ουσιών και αντικαταθλιπτικών όπως προκύπτει από μετρήσεις στα λύματα των Αθηνών. Άλλα και αυξάνονται δραματικά οι αναφορές οργανισμών, που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, για την αύξηση της κατάθλιψης ακόμη και σε νεαρές ηλικίες αλλά και για τις μακροχρόνιες ψυχολογικές επιδράσεις της πανδημίας που θα μας ακολουθούν τα επόμενα χρόνια.