Θάνατος του Αντόνιο Ελ Καμπορίο

Φωνές θανάτου ηχούσανε
σιμά στον Γκουανταλκιβίρ.
Φωνές αρχαίες που έζωναν
μια φωνή γαρίφαλου αντρίκειου.
Τους τράβηξε πάνω απ’ τις μπότες
αγριογούρουνου δαγκωματιές.
Πάνω στο πάλεμα πηδούσε
γλιστρώντας σα δελφίνι.
Έβρεξε μ’ αίμα εχθρικό
την κρεμεζιά του γραβάτα,
μα οι κάμες ήταν τέσσερες
κι έπρεπε να πεθάνει.
Όταν τ’ αστέρια καρφώνουν
ακόντια στο γκρίζο νερό,
όταν ονειρεύονται οι χρονιάρηδες
ταύροι βερόνικες από αγριοβιολέτα,
φωνές θανάτου ηχούσανε
σιμά στον Γκουανταλκιβίρ.

– Αντόνιο Τόρες Χερέντια,
Καμπορίο με τρίχα σκληρή,
μελαψέ από φεγγάρι πράσινο,
φωνή γαρίφαλου αντρίκειου:
Ποιος να σου πήρε τη ζωή
σιμά στον Γκουανταλκιβίρ;
– Τα τέσσερα ξαδέρφια μου Χερέντια
γιοι του Μπεναμεχί.
Ό,τι δε ζήλευαν στους άλλους
το ζήλευαν κιόλας σε μένα.
Ποδήματα στο χρώμα της σταφίδας,
κοσμήματα από φίλντισι,
κι αυτό το δέρμα που ζυμώθηκε
μ’ ελιά και γιασεμί.
– Αχ, Αντονίτο ελ Καμπορίο,
αντάξιε αυτοκρατόρισσας!
Θυμήσου την Παναγία
γιατί θε να πεθάνεις.
– Αχ, Φεδερίκο Γκαρθία,
φώναξε την Πολιτοφυλακή!
Τσάκισε κιόλας η μέση μου
σαν καλάμι αραποσιτιού.
Έβγαλε τρεις πίδακες αιμάτινους,
και πέθανε με την όψη στο πλάι.
Μονέδα ζωντανή που δεν μπορούσε
ποτέ της να ξανακοπεί.
Ένας άγγελος καμαρωτός απιθώνει
το κεφάλι του σε προσκεφάλι.
Άλλοι μ’ ένα κουρασμένο κοκκίνισμα,
άναβαν ένα καντήλι.
Κι όταν τα τέσσερα ξαδέρφια
φτάσαν στο Μπεναμεχί,
φωνές θανάτου σβήναν
σιμά στον Γκουανταλκιβίρ.
Μετάφραση: Κλείτος Κύρου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!