Αν υποθέσουμε ότι το ορόσημο της 21ης Ιουνίου είναι οριστικό και αμετάθετο για την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης, τότε Ευρωπαίοι δανειστές, ΔΝΤ και κυβέρνηση έχουν μπροστά τους ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα. Σε διάστημα μόλις 80 ημερών θα πρέπει όχι μόνο να έχουν νομοθετηθεί και υλοποιηθεί τα 88 προαπαιτούμενα της αξιολόγησης, σ’ ένα εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον όλο και πιο πιεστικό και ασταθές για την κυβέρνηση, αλλά να έχει αποφασιστεί ο ακριβής ρόλος των επιτηρητών της χώρας στη μετά τρίτο Μνημόνιο εποχή. Εκεί τα πράγματα αποδεικνύονται πιο περίπλοκα ακόμη και από τη βαριά δουλειά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Οι περιπλοκές σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αδυνατούν να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους με αυτόν του ΔΝΤ, το οποίο με τη σειρά του αρνείται να προσαρμόσει το χρονοδιάγραμμα των αποφάσεών του για το αν θα ενεργοποιήσει το δικό του πρόγραμμα στο ασφυκτικό πλαίσιο των 80 ημερών. Για λόγους ουσίας, όχι ρυθμού. Η ηγεσία του ΔΝΤ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να επανεξετάσει τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις του πριν έχει στα χέρια του απτό δείγμα των πραγματικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος, κυρίως σε τρεις δείκτες: το πλεόνασμα του 2017 (θα γίνει επίσημα γνωστό στις 23 Απριλίου), τα stress tests (τα αποτελέσματα αναμένονται στις 4 Μαΐου), και η ανάπτυξη. Κι αυτό, όσον αφορά στο ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου του έτους, δεν θα γίνει γνωστό παρά στις αρχές Ιουνίου. Φτάνουν οι δυο εβδομάδες μέχρι το Eurogroup της 21/6 για να γίνουν όλα τα αναγκαία βήματα από το ΔΝΤ, ώστε να συγχρονιστεί με τους Ευρωπαίους δανειστές; Άγνωστο.
Το ΔΝΤ μένει Ευρώπη;
Αυτή η ασάφεια έχει τροφοδοτήσει τα σενάρια είτε για μικρή αναβολή της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης, είτε για την απαγκίστρωση του ΔΝΤ από το ελληνικό μνημόνιο και, κατ’ επέκταση, από την Ευρωζώνη.
Για το ΔΝΤ το δεύτερο σενάριο δεν είναι το επιθυμητό. Υπάρχουν δυο τουλάχιστον κινήσεις που καταδεικνύουν το ενδιαφέρον του να παραμείνει συνδεδεμένο με τις διεργασίες στην Ευρωζώνη (κατά μία εκδοχή, αυτό ενισχύεται και από το προσωπικό ενδιαφέρον της προέδρου του Κριστίν Λαγκάρντ για έναν μελλοντικό ευρωπαϊκό ρόλο).
Η πρώτη ένδειξη ήταν η δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ («Σχεδιασμός Προγραμμάτων σε Νομισματικές Ενώσεις»), η οποία περιγράφει τους πολιτικούς όρους υπό τους οποίους το Ταμείο θα αναλαμβάνει στο εξής διάσωση κράτους μέλους νομισματικής ένωσης. Η έκθεση φωτογραφίζει την προβληματική εμπειρία του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη και το φιάσκο των προγραμμάτων στην Ελλάδα.
Η δεύτερη ένδειξη ήταν η δημόσια παρέμβαση της Κριστίν Λαγκάρντ στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Στη θέση ή παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που προτείνεται να συγκροτηθεί, η επικεφαλής του ΔΝΤ προτείνει ένα δημοσιονομικό ταμείο της Ευρωζώνης για τις «δύσκολες ώρες». Κατά τη Λαγκάρντ, κάθε χώρα θα εισφέρει στο ταμείο αυτό το 0,35% του ΑΕΠ της, αλλά σε περίπτωση εκτίναξης της ανεργίας πάνω από τον επταετή μέσο όρο της, θα παίρνει από το ταμείο έκτακτης ανάγκης πόρους ίσους με το 0,5% του ΑΕΠ για κάθε μονάδα απόκλισης της ανεργίας. Μόλις όμως ανακάμψει και καλύψει την απόκλιση στην ανεργία, η χώρα θα πληρώνει στο ταμείο μέχρι και 1,5% του ΑΕΠ και μέχρις ότου καλύψει όσα πήρε.
Μια αντιφατική σχέση
Η πρόταση ακούγεται σχεδόν προορισμένη να απορριφθεί. Η πιθανότητα να την αποδεχθούν η Γερμανία και το νεοσύστατο κλαμπ των 8 «βόρειων» χωρών, με επικεφαλής την Ολλανδία, που δεν θέλουν «μια νομισματική ένωση μεταβιβάσεων», είναι μικρή. Ωστόσο, η παρέμβαση Λαγκάρντ ενισχύει εμμέσως τις προτάσεις Μακρόν και Κομισιόν που εισηγούνται μεγαλύτερη δημοσιονομική ένωση, ακόμη και κοινό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης. Ίσως λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στις γαλλικές προτάσεις και αυτές των «βόρειων», που το μόνο που συζητούν προς το παρόν είναι η μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Μέχρι τις 21 Ιουνίου, σε διάστημα μόλις 80 ημερών θα πρέπει να έχουν νομοθετηθεί και υλοποιηθεί τα 88 προαπαιτούμενα της αξιολόγησης, σ’ ένα εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον όλο και πιο πιεστικό και ασταθές για την κυβέρνηση, αλλά και να έχει αποφασιστεί ο ακριβής ρόλος των επιτηρητών της χώρας στη μετά τρίτο Μνημόνιο εποχή
Εκ πρώτης όψεως υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη στάση του ΔΝΤ στα ζητήματα της μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης και στις θέσεις του για την Ελλάδα. Κι εξίσου αντιφατική είναι η διάθεσή του να διατηρήσει εταιρική σχέση του με την Ευρωζώνη, την ώρα που αντιπαρατίθεται με την Κομισιόν στις εκτιμήσεις για την Ελλάδα και τη μακροπρόθεσμη ικανότητά της για υψηλή ανάπτυξη και πλεονάσματα. Απ’ αυτή την άποψη η δήλωση του εκπροσώπου του ΔΝΤ Τζέρι Ράις ότι «οι σχέσεις του Ταμείου με τους Ευρωπαίους είναι εξαιρετικές, υγιείς και διαρκείς» είναι απόλυτα ειλικρινής. Αλλά εξίσου αληθές είναι ότι, διατηρώντας την ασάφεια στο χρονοδιάγραμμα των αποφάσεών του, το ΔΝΤ ενισχύει την πίεση στο δίδυμο Κομισιόν – ESM, ώστε να παρουσιάσουν ταχύτερα τα «πιθανά» μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αλλά και το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Έξι κρίσιμοι σταθμοί
Υπάρχουν συγκεκριμένες ευκαιρίες και σταθμοί για να επιβεβαιωθεί το σενάριο αυτό, στις 80 μέρες μέχρι την 21η Ιουνίου.
Πρώτος σταθμός είναι η συνεδρίαση του Euro Working Group της 12ης Απριλίου, αμέσως μετά το ορθόδοξο Πάσχα, όπου θα παρουσιαστεί μια πρώτη εκδοχή του «εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου», αλλά και το αποτέλεσμα των «τεχνικών συζητήσεων» για την εφαρμογή της γαλλικής πρότασης για το χρέος, για την οποία το ΔΝΤ εκφράζει μια παράδοξη αισιοδοξία.
Ακολουθεί η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, στις 22 Απριλίου. Εκεί θα φανεί αν έχει υπάρξει σύγκλιση μεταξύ Ευρωπαίων δανειστών και ΔΝΤ στο τρίπτυχο χρέος-οικονομικές επιδόσεις- μεταμνημονιακό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, και επομένως αν το ΔΝΤ θα επιμείνει για επίσπευση της περικοπής του αφορολογήτου από το 2019. Στη διάρκεια της συνόδου θα γνωστοποιηθεί και η επικύρωση του πλεονάσματος του 2017 από τη Eurostat, που θα είναι υπερδιπλάσιο από τον μνημονιακό στόχο.
Στη συνέχεια, στη σύνοδο του Eurogroup της 27/4, στη Σόφια (λόγω βουλγαρικής προεδρίας), το «εθνικό σχέδιο ανάπτυξης» θα παρουσιαστεί στην τελική εκδοχή του, ενσωματώνοντας και τους βασικούς όρους της μεταμνημονιακής εποπτείας. Δηλαδή, της ρήτρες για μη αναστροφή των στρατηγικών μνημονιακών μεταρρυθμίσεων. Στη συνεδρίαση αυτή θα κριθεί πόσο χωρούν στο «ελληνικής ιδιοκτησίας μνημόνιο» οι κυβερνητικές προθέσεις για μικρές δόσεις «κοινωνικής πολιτικής». Θα φανεί, όμως, και με ποιο μηχανισμό θα ασκείται η ενισχυμένη εποπτεία που σχεδιάζουν Κομισιόν και ESM. Δηλαδή, αν θα είναι ένα «υβριδικό πρόγραμμα», μαζί με το ΔΝΤ, ή θα περιοριστεί στην πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κανονισμού 472/2013, που προβλέπει ενισχυμένη εποπτεία μέχρι να εξοφληθεί το 75% του δανεισμού από τον ESM.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Μαΐου, τα αποτελέσματα των stress tests των τραπεζών θα κρίνουν αν το ΔΝΤ θα επαναφέρει τις επιφυλάξεις για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Εκείνες τις μέρες αναμένεται να έρθει και το κλιμάκιο του κουαρτέτου, για να ελέγξει τι γίνεται με τα προαπαιτούμενα της αξιολόγησης και να καταρτίσει την «τεχνική συμφωνία» (Staff Level Agreement).
Η «τεχνική συμφωνία» θα εγκριθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου. Από τους αστερίσκους και τις υποσημειώσεις της θα φανεί αν οι δανειστές είναι διατεθειμένοι να κλείσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το κεφάλαιο «ελληνικά μνημόνια».
Στις 4 Ιουνίου, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώνει το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου 2018, κι έτσι το ΔΝΤ έχει όλα τα στοιχεία για να αποφασίσει αν θα συγκλίνει ή θα αντιτεθεί πλήρως στο βασικό σενάριο των Ευρωπαίων δανειστών. Μέχρι τις 21 Ιουνίου, θα πρέπει ν’ αποφασίσει αν θα ενεργοποιήσει τη συμμετοχή του στο τρίτο Μνημόνιο. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα για την έκβαση αυτού του παζαριού είναι το τι βάρη θα αφήσει στην εξουθενωμένη ελληνική κοινωνία.