Διαβάστε: Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’, Μέρος Δ’, Μέρος Ε’
Από τις εκτός ελληνικού κράτους δυνάμεις, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, η Αμερική παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του λαϊκού τραγουδιού από το ξεκίνημα του 20ου αιώνα. Όχι μόνο γιατί είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των Ελλήνων που εγκαθίσταται εκεί και δρα παραγωγικά στη σχετικά σύντομη περίοδο που προηγείται από την Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και γιατί, σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες μεγάλες ελληνικές παροικίες που η μια συρρικνώνεται και η άλλη εξαφανίζεται, ο Ελληνισμός στις ΗΠΑ είναι ακόμα στην αρχή μιας μακράς πορείας, πάρα πολύ δύσκολης στο ξεκίνημά της, αλλά πολλά υποσχόμενης στην εξέλιξή της και, μάλιστα, σε μια περίοδο που η Ελλάδα θα συγκλονιστεί και θα μεταμορφωθεί από τα άκρως δραματικά γεγονότα του 1922. Γι’ αυτό, ο ρόλος της μουσικής και του τραγουδιού γίνεται πιο ξεκάθαρος όσο πιο ανάγλυφο γίνεται το σκηνικό της ζωής των Ελλήνων στη μακρινή Δύση.
Άδειες τσέπες
Στην περίοδο πριν από το ’22, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μεταναστών στην Αμερική δεν έχει καμία σχέση με το επίπεδο ζωής των Ελλήνων της Ανατολής. Στις πρώτες δεκαετίες του μεταναστευτικού ρεύματος, οι συνθήκες ζωής των Ελλήνων που πέρασαν τον Ατλαντικό, τουλάχιστον της μεγάλης πλειονότητας του 80%, είναι επιεικώς άθλιες, τραγικές. Όχι μόνο γιατί δεν μιλούν αγγλικά, αφού οι περισσότεροι ξέρουν μόνο προφορικά ελληνικά, ούτε καν γραπτά, κι αυτά σύμφωνα με τα γλωσσικά ιδιώματα κάθε περιοχής από την οποία προέρχονται. Απροετοίμαστοι από κάθε άποψη, εγκαθίστανται σε σύγχρονες βιομηχανικές πόλεις ή στις παρυφές τους ενώ έχουν μεγαλώσει σε μικρά φτωχά χωριά και οι περισσότεροι δεν έχουν κοντά τους ούτε φίλους, ούτε συγγενείς, ούτε συγχωριανούς, ούτε καν κάποιο άξιο λόγου κομπόδεμα για τον πρώτο καιρό στον ξένο τόπο. Αν τα φέρει η τύχη, μπορεί να βρεθούν σε μια γειτονιά ή σε ένα εργασιακό χώρο μαζί με μερικούς συγχωριανούς, αλλιώς κάνουν συνεχώς νέες γνωριμίες με όσους μπορούν να συνεννοηθούν.
Με τα στοιχεία που παραθέτει ο Μπάμπης Ι. Μαρκέτος, δημοσιογράφος και εκδότης-διευθυντής επί 30 χρόνια (1947-1977) της μακροβιότερης ημερήσιας ελληνικής εφημερίδας «Εθνικός Κήρυξ» (από το 1915 μέχρι σήμερα!), στο βιβλίο του «Οι Ελληνοαμερικανοί» (εκδ. Παπαζήση, 2006), τη διετία 1907-8, από τους 75.091 Έλληνες που μπήκαν νόμιμα στις ΗΠΑ, οι 58.691 είχαν λιγότερα από 30 δολάρια στην τσέπη τους! Δηλαδή, οι 8 στους 10 είχαν χρήματα για λιγότερο από ένα μήνα υποτυπώδους ζωής! Κι αυτοί, του καταστρώματος, της «τρίτης θέσης», που πέρασαν από τον εξονυχιστικό έλεγχο, ήταν οι «τυχεροί», αν λάβει κανείς υπόψη ότι και μόνο σ’ αυτά τα δύο χρόνια 1.063 μετανάστες κρίθηκαν ακατάλληλοι από τις αρχές και στάλθηκαν πίσω στην Ελλάδα με το ίδιο πλοίο που είχαν μόλις φτάσει! Για όσους επιβίωναν στις άγριες συνθήκες του ταξιδιού που κρατούσε πάνω από 20 μέρες, άνθρωποι που δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα και ξερνούσαν ασταμάτητα, άνθρωποι που ταΐζονταν με όσπρια, μπακαλιάρο και ρέγγες με ελάχιστο νερό επί βδομάδες, έξω στο κρύο, την υγρασία και τ’ αγιάζι, η αγωνία για το αν θα τους επιτραπεί η είσοδος στην Αμερική ήταν άλλος ένας παράγοντας βασανιστικής και προκαταβολικής τρομοκρατίας, ένας μπαμπούλας, πριν καν πατήσουν το πόδι τους επί αμερικανικού εδάφους και ξεκινήσουν την πέρα από τον Ατλαντικό άνοδο στο Γολγοθά τους.
Ατιμώρητοι
Οι μεταναστεύσεις στις ΗΠΑ, τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες, ανήκουν στις πιο απάνθρωπες δοκιμασίες που έχουν υποστεί οι Έλληνες των λαϊκών στρωμάτων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως τις μέρες μας. Και, δυστυχώς, στην Ελλάδα, οι εγκληματικές σε βαθμό κακουργήματος, γενοκτονίας θα έλεγα, ευθύνες της άρχουσας τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της, που αποτελούν ένα ιδιότυπο χαρμάνι υποτελών στις μεγάλες δυνάμεις, ιδιοτελών, ανικάνων και αντιλαϊκών στοιχείων, που εξανάγκαζαν με τις πολιτικές πρακτικές τους σε ξεριζωμό, φυγή και αφελληνισμό τεράστια τμήματα του έτσι κι αλλιώς ολιγομελούς ελληνικού πληθυσμού, ούτε έχουν καταγγελθεί στις διαστάσεις που πραγματικά έχουν ούτε έχουν επιφέρει την παραδειγματική τιμωρία των ιθυνόντων, με ελάχιστη ποινή την παντοτινή αποδοκιμασία τους και τον πλήρη αποκλεισμό τους από το δημόσιο βίο. Οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό που υπέστη η Ελλάδα από το 1821 μέχρι το 1921 στους αγώνες για την εθνική απελευθέρωση, είναι μικρότερες ποσοτικά από τις απώλειες που υπέστη εξ αιτίας της κακομεταχείρισης των πολιτών της από την ηγετική κάστα.
Οι ιστορικοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι μετρούν, από σκοπιμότητα ή από συνήθεια, τα εθνικά κέρδη και τις απώλειες με βάση τα εδάφη, και μόνο παρεμπιπτόντως με βάση τους ανθρώπους και σχεδόν ποτέ με βάση τις συνέπειες στον πολιτισμό του κάθε λαού και του κάθε έθνους, αλλά και ειδικότερα του κάθε επιμέρους κυττάρου, συλλογικού και ατομικού, του μεγαλύτερου συνόλου.
Οι συνέπειες των μαζικών ξεριζωμών των ελληνικών πληθυσμών στη διαμόρφωση και εξέλιξη του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, δεν έχουν εκτιμηθεί όσο αναλογεί στη σημασία τους. Η μικρασιατική καταστροφή λόγω του σαρωτικού της μεγέθους και της εντοπιότητας παρακίνησε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η εξονυχιστική μελέτη και κατανόηση του φαινομένου σε όλες του τις παραμέτρους που θα οδηγούσε σε απόδοση δικαιοσύνης και σε ωφέλιμα συμπεράσματα παρέμεινε σποραδική και ανολοκλήρωτη.
Ριζική αλλαγή
Οι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ όχι μόνο κακοποιούνται σωματικά και πνευματικά, αλλά υφίστανται και μια θεμελιώδη μετάλλαξη: από παραδοσιακοί αγρότες μεταβάλλονται απότομα και βίαια σε εργάτες, υπαλλήλους, ελεύθερους επαγγελματίες και βοηθητικό προσωπικό! Μια ριζική αλλαγή τόπου και τρόπου ζωής, αντιλήψεων και χαρακτήρα, που σταδιακά γενικεύεται και οριστικοποιείται. Το 1940, μόνο 6.511 Έλληνες μετανάστες ασχολούνται με αγροτικές εργασίες. Κάνουν, όμως, τις χειρότερες και πιο βαριές δουλειές στις βιομηχανίες χημικών και μετάλλου, στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, σκαφτιάδες στα ορυχεία άνθρακα και χαλκού, υλοτόμοι στα δάση, χαμάληδες στις οικοδομές, τους μύλους και τα λιμάνια. Αλλά και η ζωή των υπόλοιπων δεν είναι πολύ καλύτερη. Στην πρώτη φάση, το ποσοστό των επιχειρηματιών, μικροκαταστηματαρχών κυρίως, είναι χαμηλό, αλλά έχει αυξητικές τάσεις. Πολλοί ξεκινούν ως πλανόδιοι μικροπωλητές, λούστροι στους δρόμους, λαντζέρηδες σε εστιατόρια και φορτοεκφορτωτές στις αποθήκες. Παιδιά από 8 ετών που οι γονείς τα πήραν μαζί τους στο μεγάλο ταξίδι ή τα έστειλαν με κάποιο θείο ή σε κάποιο συγγενή ασυνόδευτα, δουλεύουν σαν παραγιοί στα στιλβωτήρια και τα κουρεία, πλένουν πιάτα ή κάνουν τους υπηρέτες, κατά κανόνα χωρίς ωράριο και χωρίς μισθό, μόνο με ένα πρόχειρο κατάλυμα για ύπνο και λίγο φαγητό.
Ούτε το κοινωνικό περιβάλλον είναι υποφερτό. Σε κάποιους χώρους συναθροίσεων απαγορεύεται η είσοδος Ελλήνων, όπως συμβαίνει πιο συστηματικά με τους μαύρους και γενικώς τους έγχρωμους. Οι λευκοί προτεστάντες πρωτοστατούν στο ρατσιστικό διαχωρισμό των ανθρώπων, ακόμα κι αν είναι οι ίδιοι μετανάστες, σε μια χώρα που δημιουργήθηκε από μετανάστες και ο πληθυσμός της συνέχιζε να αυξάνεται ραγδαία με πλήθη από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Αυτή η μαζική διαρροή δείχνει ότι τα λαϊκά στρώματα δεν δυσανασχετούν από τη φτώχεια και την έλλειψη προοπτικής μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Αγγλία, την Ιρλανδία, τη Γερμανία κ.λπ. Όμως, επειδή κυριαρχούν αριθμητικά και τα ανώτερα κλιμάκια τους έχουν την εξουσία, αντιμετωπίζουν όλους τους άλλους μετανάστες, από τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο, την Κίνα ή την Ιαπωνία, σαν κατώτερους που αποσπούν θέσεις εργασίας και απειλούν την φυλετική καθαρότητα των λευκών Ευρωπαίων, Αγγλοσαξόνων, Κελτών και Γερμανών.
Ρατσιστικός στόχος
Όταν αναζωπυρώνεται το μαζικό κίνημα της Κου Κλουξ Κλαν, είναι και οι Έλληνες στο στόχαστρο, μαζί με τους Εβραίους, τους «κίτρινους» και τους μουσουλμάνους, αλλά και οι καθολικοί για τους πιο φανατικούς προτεστάντες σε ορισμένες περιοχές, στο βαθύ Νότο. Οι Έλληνες, σχετικά λίγοι και διασκορπισμένοι σε δεκάδες, σταδιακά σε εκατοντάδες, κοινότητες, είναι αρκετά ευάλωτοι. Εξάλλου, από το ίδιο το αμερικάνικο κράτος απορρέει, φανερά ή συγκαλυμμένα, η πολιτική των διακρίσεων. Το νομικό πλαίσιο των φυλετικών διαχωρισμών σε συνδυασμό με το κοινωνικό πλαίσιο των ιεραρχήσεων σε όλες σχεδόν τις πολιτείες, κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους με βάση το χρώμα, το φύλο, την καταγωγή, το θρήσκευμα, τις πολιτικές πεποιθήσεις και το οικονομικό στάτους. Για παράδειγμα, οι νόμοι της περιόδου 1921-1924, ευνοούν τη μετανάστευση από την κεντρική Ευρώπη και την περιορίζουν στο ελάχιστο από τα Βαλκάνια. Ειδικά για τους Κινέζους είχε ψηφιστεί από το 1882 ο νόμος Chinese Exclusion Act. Μετά απ’ αυτόν υπήρξαν ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις για τους Ιάπωνες, τους Ινδούς, τους Άραβες κ.λπ. Σε μερικές κατηγορίες, π.χ. στους Κινέζους που βρίσκονταν ήδη στη χώρα, για αρκετές δεκαετίες απαγορευόταν και η μετακίνησή τους μέσα στην Αμερική!
Έτσι, καθίστατο σαφές από το κράτος ότι όλοι αυτοί θεωρούνταν ανεπιθύμητοι και γίνονταν δεκτοί στις ΗΠΑ μόνο υπό περιοριστικούς όρους. Κι αυτές οι ρυθμίσεις υλοποιούνταν πρακτικά στο πεδίο της καθημερινής ζωής από τη γραφειοκρατία της διοίκησης, την αστυνομία, τα δικαστήρια κ.λπ. και ταυτόχρονα πρόσφεραν την απαραίτητη κάλυψη στους ρατσιστές κρατικούς λειτουργούς, αλλά και στους ιδιώτες που ήταν εχθρικοί στους ξένους να τρομοκρατούν και να καταπιέζουν όσους θεωρούσαν ότι ανήκαν στις κατώτερες φυλές και στις ομάδες που απειλούν με την παρουσία τους το λευκό αμερικάνικο έθνος. Τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν σιωπηρά έχουν το ατιμώρητο∙ ανήκουν στους καθωσπρέπει και νομοταγείς Αμερικάνους. Δεν είναι μόνο κτηματίες του Νότου, είναι και δικηγόροι, γιατροί, έμποροι, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, αστυνομικοί, ιερείς, αξιωματικοί και πολιτικοί ανάμεσα στα 4.000.000 μέλη που έχει η οργάνωση μετά την αναδιοργάνωσή της το 1915. Στη φάση που η μετανάστευση των Ελλήνων στις ΗΠΑ βρίσκεται στην κορύφωσή της, προτού προλάβουν να εγκλιματιστούν, να νοικοκυρευτούν και να αποκτήσουν την υπόσταση του ισότιμου πολίτη. Γεγονός που τους καθιστά εύκολο στόχο των ρατσιστών εθνικιστών.
Λιντσαρίσματα
Η μαρτυρία της Έλεν Παπανικόλα, γεννημένης στις ΗΠΑ από γονείς μετανάστες, απόφοιτης του Πολιτειακού Πανεπιστήμιου της Γιούτα, ερευνήτριας και ιδρύτριας του Ινστιτούτου Μελέτης των Λαών της Γιούτα, στο βιβλίο της «Μια ελληνική οδύσσεια στην αμερικανική Δύση» (μετάφρ. Μιχ. Μακρόπουλου, εκδ. Εστία, 2005), είναι αποστομωτική για το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωνε ως παιδί μαζί με τις αδελφές της, στο Salt Lake City, όπου κυριαρχούσαν οι θρησκόληπτοι λευκοί μορμόνοι. Περιγράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα περιστατικά:
«Ήταν σε τούτο το σπίτι που είδα αγόρια να κατηφορίζουν τον σκονισμένο δρόμο και να διασχίζουν τις γραμμές φωνάζοντας: «Κρεμάνε ένα νέγρο!». Αργότερα, είδα τη φωτογραφία του μαύρου ξεφυλλίζοντας τεμπέλικα ένα φωτογραφικό λεύκωμα που ήταν βασικό στοιχείο των ελληνικών σπιτιών… Ένας μαύρος κρεμόταν από ένα δέντρο κι από κάτω του, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με χέρια σταυρωμένα, χαμογελούσαν στον φωτογράφο. Σε τούτο το σπίτι, η μητέρα μου κι εμείς οι τέσσερις αδελφές, βουβές στο παραθύρι της κουζίνας, βλέπαμε ένα σταυρό της Κου Κλουξ Κλαν να καίγεται στη σκοτεινιά μιας βουνοπλαγιάς, και στην αντικρινή μεριά της κοιλάδας, σε απάντηση, μια κυκλική φωτιά αναμμένη απ’ τους μετανάστες…
Ο Τζορτζ κι ο Τζο Μπαρμπόγλου βρήκαν μηνύματα στα γραμματοκιβώτιά τους. Με μολύβι, με κεφαλαία, ήταν γραμμένες οι λέξεις: ΠΑΡΤΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ ΚΑΙ ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ. Άντρες εισέβαλαν σ’ ελληνικά ζαχαροπλαστεία κι εστιατόρια, ανάγκαζαν τις Αμερικανίδες σερβιτόρες να βγουν έξω και τις προειδοποιούσαν να μη δουλεύουν για Έλληνες…
Ένας Κρητικός χαρτοπαίκτης παρ’ ολίγο να λιντσαριστεί στο Πράις, γιατί πήγε βόλτα μια Αμερικανίδα με την καινούργια κίτρινη Μπιούικ του. Ένα απόσπασμα μαζεύτηκε και σταμάτησε την Μπιούικ καθώς κατηφόριζε ένα δρόμο του καταυλισμού των μεταλλευτών κι έμπαινε στο Πράις. Η κοπέλα πήδησε από τ’ αμάξι και το ‘βαλε στα πόδια. Τ’ απόσπασμα πήγε τον Κρητικό στη φυλακή στο κτήριο του δικαστηρίου, όπου ένα πλήθος έσπευσε για να τον λιντσάρει. Ο σερίφης και οι δύο βοηθοί στάθηκαν στο κεφαλόσκαλο του δικαστηρίου. Έλληνες έτρεξαν στα δύο καφενεία του Πράις και τηλεφώνησαν σε καφενεία και πανσιόν στους καταυλισμούς των ανθρακωρύχων. Ένας Ιταλός επιχειρηματίες συνέγειρε τους Ιταλούς. «Αν κρεμάσουν έναν Έλληνα σήμερα, θα κρεμάσουν έναν Ιταλό αύριο!». Οπλισμένοι Έλληνες συνέρευσαν στην πόλη και Ιταλοί έφτασαν με μαχαίρια και δικράνια. Το πλήθος μουρμουρίζοντας, διαλύθηκε αργά, στάθηκε μακρύτερα σε ομάδες κι απέμεινε να κοιτάζει παγερά.»
Δεν ήθελε και πολύ για να βρεθείς κρεμασμένος, κτυπημένος και καμένος ζωντανός, επειδή κοίταξες μια λευκή γυναίκα ή γιατί πήγες ανύποπτος σινεμά, όπως συνέβη στον ξάδελφο του πατέρα της Παπανικόλα. Την ώρα που στα επίκαιρα για τις μάχες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στη Γαλλία, έβλεπαν οι θεατές νεκρούς Αμερικάνους φαντάρους σκοτωμένους από τους Γερμανούς, «ξάφνου, βλαστημώντας σαν τρελοί, άντρες έσυραν τον Νικ, που ούρλιαζε, έξω απ’ τον κινηματογράφο και στο χωματόδρομο προς το δέντρο των απαγχονισμών. «Δείτε στην τσέπη μου! Είμαι Αμερικανός πολίτης!» κραύγασε ψέματα. «Αγοράζω χρεόγραφα*! Δείτε στην τσέπη μου!». Ένας άντρας πήγε να φέρει σχοινί κι ένας άλλος έψαξε στην τσέπη του γιλέκου του Νικ κι έβγαλε χρεόγραφα αξίας πεντακοσίων δολαρίων. Το πλήθος τον άφησε απρόθυμα να φύγει. «Φεύγα απ’ την πόλη, ξένε!» φώναξαν σπρώχνοντάς τον. Κάποιος τον κλώτσησε…»
*Η αγορά και κατοχή κρατικών χρεογράφων που είχαν εκδοθεί από την αμερικάνικη κυβέρνηση για την κάλυψη των στρατιωτικών δαπανών που συνεπαγόταν η συμμετοχή των ΗΠΑ στον μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο, προπαγανδιζόταν ως απόδειξη υψηλού πατριωτικού φρονήματος. Αυτό έσωσε τον Νικ Ζήση από το λιντσάρισμα!
Μαύρη ζωή
Πύργος της Βαβέλ είναι οι αμερικάνικες πολιτείες με τρομερές ανισότητες, αντιθέσεις και διακρίσεις. Προβάλλονται από τον Τύπο οι αυτοδημιούργητοι που κερδίζουν πολλά λεφτά, αλλά σε κάθε έναν απ’ αυτούς αναλογούν πάρα πολλές χιλιάδες φτωχών και ταλαίπωρων που δεν έχουν ούτε ανθρώπινες συνθήκες στέγασης και υγιεινής ούτε ένα μικρό βήμα για να εκφραστούν. Και μέσα σ’ αυτόν τον τρικυμισμένο ωκεανό, προσπαθούν να επιπλεύσουν και οι Έλληνες. Να βρουν αξιοπρεπή δουλειά, αλλά και να διαχειριστούν τις εντάσεις που είναι συνεχείς μεταξύ των μειονοτήτων, συχνά και μεταξύ των ομοεθνών και ομοδόξων που ανήκουν σε διαφορετικές χρονικά φουρνιές, παλιοί εναντίον νέων, λόγω του σκληρού ανταγωνισμού στη διεκδίκηση θέσεων εργασίας, αλλά σε κάποιο βαθμό και λόγω κοινωνικοπολιτισμικών διαφορών, όταν κάποιοι που έχουν βολευτεί οικονομικά αντιμετωπίζουν υποτιμητικά όχι μόνο τους αλλοεθνείς μετανάστες αλλά και τους συμπατριώτες τους που θεωρούνται αποτυχημένοι ή, έστω, κακότυχοι.
Γενικά, η ζωή των φτωχών Ελλήνων που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Αμερική είναι μαύρη κι άραχνη. Έχουν αφήσει στη γενέτειρά τους το φυσικό περιβάλλον με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι και αναγκαστικά προσπαθούν να αποβάλλουν την πολιτιστική τους προσωπικότητα που τους καθιστά αρνητικά ευδιάκριτους προκειμένου να τα βγάλουν πέρα στην αφιλόξενη ξενιτιά όπου αντιμετωπίζονται ως παρίες. Δεν υπάρχει βιβλίο απομνημονευμάτων ή ερευνητικής εργασίας για τους πρώτους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική που να δίνει μια διαφορετική εικόνα της ζωής τους. Από την ώρα που φεύγουν απ’ το χωριό τους και μπαίνουν στο πλοίο που θα τους μεταφέρει στη γη της επαγγελίας μέχρι τη στιγμή που θα δουν άσπρη μέρα στον ξένο τόπο μεσολαβεί μια κόλαση, για πολλούς παρατεταμένη.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, μ’ αυτές τις συνθήκες, αναζητούν σημεία επαφής με τον εαυτό τους και με την κουλτούρα τους, να βρουν σημαδούρες και άγκυρες να πιαστούν. Αντιλαμβάνονται ότι ακόμα κι αν παραιτηθούν από κάθε διακριτικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, ακόμα κι αν θελήσουν να αφομοιωθούν από το κυρίαρχο σύστημα για να γίνουν αποδεκτοί και σεβαστοί, να γίνουν «Αμερικάνοι», θα χρειαστούν χρόνια.
Νιώθουν τόσο άβολα, τουλάχιστον οι περισσότεροι, που για καιρό δεν επιδιώκουν να αποκτήσουν την αμερικάνικη ιθαγένεια η οποία ενδεχομένως θα τους έλυνε κάποια προβλήματα. Αντιθέτως, εμμένουν στην αρχική πρόθεση και επιθυμία τους να γυρίσουν μετά από μερικά χρόνια σκληρής δουλειάς στον τόπο τους, στην Ελλάδα, οπωσδήποτε, όμως, όχι με άδεια χέρια. Αποτυχημένοι στην πατρίδα, αποτυχημένοι και στην ξενιτιά, είναι κάτι ακόμα πιο δυσβάστακτο. Αλλά το σχέδιο της επιστροφής, όπως κι η απόφαση της παραμονής, έχουν κι αυτά τις στροφές και τα φάλτσα τους, όπως και οι μουσικές που τα συνοδεύουν.