Διαβάστε το Μέρος Α’
Αναμφίβολα η μεγάλη και καθοριστική επιρροή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στη διαμόρφωση των ιδεών, των γραμμάτων, των τεχνών και των πολιτευμάτων στη Δύση, είχε και μία τεράστια επίδραση, επίσης καθοριστική, στην αναγέννηση και διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης που οδήγησε στη σύλληψη, την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της Επανάστασης του 1821. Όμως, αυτή η «παρενέργεια» δεν ήταν ούτε μέσα στις προθέσεις των φωτισμένων από την αρχαία Ελλάδα δυτικών κέντρων εξουσίας ούτε συνεπαγόταν την υποστήριξη της Επανάστασης. Το αντίθετο συνέβη. Γιατί, όπως με πολύ μεγάλη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα το διατυπώνει ο Κυριάκος Σιμόπουλος, οι Δυτικοί εξουσιαστές, βασιλιάδες, πολιτικοί ηγέτες και πλούσιοι, που θαύμαζαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν είχαν σε καμία εκτίμηση τον ελληνικό λαό και θεωρούσαν τον σύγχρονο Έλληνα άγριο ή έστω ημιάγριο, ανάξιο για να είναι ο κληρονόμος του πολιτισμού των προγόνων του και κατώτερο για να είναι ελεύθερος και αυτεξούσιος.
Κι αυτός ο θαυμασμός των δυτικών ελίτ για την αρχαία Ελλάδα συνδυαζόταν θαυμάσια με την επιδίωξή τους να ελέγξουν αυτό το υπό κατασκευή ελληνικό κράτος και να χειραγωγήσουν τους απείθαρχους και θρασείς απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις κατοίκους της νοτιοβαλκανικής χερσονήσου. Δυνάμεις που μόνο αυτές είχαν το δικαίωμα, εκ θεού συνήθως, να επιδίδονται σε μια αέναη μεταξύ τους σύγκρουση για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα της Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Μεσογείου, της Ανατολής, του κόσμου ολόκληρου. Γι’ αυτό οι εκπρόσωποί τους ήταν ειδικώς εντεταλμένοι από τις μητροπόλεις σε πρώτη φάση να αποτρέψουν την επανάσταση και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα και τη γεωγραφική παρουσία των εντολέων τους στην περιοχή και σε δεύτερη φάση, αν το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν αναπότρεπτο, να ελέγξουν την εξέλιξή της ώστε να εξυπηρετηθούν με τον καλύτερο τρόπο οι επιδιώξεις τους.
Με αυτό το ρεαλιστικό σκεπτικό κατά νου πρέπει να δει και να αξιολογήσει κανείς όλες τις παραμέτρους και συνιστώσες. Για παράδειγμα, χωρίς αυτό το διαγνωστικό φίλτρο δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς το ρόλο των καταγεγραμμένων ως Φιλελλήνων. Σε ποιο βαθμό ήταν ο καθένας απ’ αυτούς ανιδιοτελής και σε ποιο βαθμό ήταν εκτελεστής πολιτικών που μόνο ευκαιριακή σχέση μπορούσαν να έχουν με τον φιλεπεναστατικό φιλελληνισμό.
Ή, εξίσου σημαντικό, να μπορέσει κανείς να αντιληφθεί ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε επίπεδο κεντρικής ιδεολογίας και πολιτικής, ο θαυμασμός για τους αρχαίους Έλληνες, ενώ απέβη ωφέλιμος για τους Έλληνες που τον αξιοποίησαν, χρησιμοποιήθηκε από τις μητροπόλεις εναντίον των Ελλήνων και όχι μόνο με την καταφανώς άδικη και παραπλανητική σύγκριση των αρχαίων Ελλήνων με τους σύγχρονους. Και μάλιστα από τις ευρωπαϊκές εξουσίες που οι ίδιες ήταν διαμετρικά αντίθετες με το πνεύμα και τις αξίες των αρχαίων φιλοσόφων, καλλιτεχνών και αξιωματούχων.
Μία απ’ αυτές τις «εφαρμογές» εναντίον των Ελλήνων ήταν η «διαχείριση» των ελληνικών αρχαιοτήτων που ξεκινάει πολύ πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Όχι για κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά για ένα όργιο δραστηριοτήτων που στην κυριολεξία απογύμνωσαν τον ευρύτερο ελληνικό χώρο από ένα ασύλληπτο σε αξία, σημασία και μέγεθος θησαυρό, που αποτελεί συστατικό στοιχείο ανεκτίμητο και χωρίς αναπλήρωση για την ιστορία, τον πολιτισμό, την ταυτότητα και την ίδια την ύπαρξη των κατοίκων αυτού του τόπου.
Αφελληνισμός
Οι Δυτικοί είχαν αρχίσει να μας αποψιλώνουν πολύ πριν πάρουμε τα όπλα για να απαλλαγούμε από την οθωμανική εξουσία. Είχαν οργανώσει συστηματικά τον αφελληνισμό της γης με την αφαίρεση και την αποκοπή των ντόπιων από τα στοιχεία που η ύπαρξή τους ήταν πολύτιμη για τη σύνδεση των σημερινών με τους παλαιότερους, για την εύρεση της αφετηρίας του πολιτισμού των γηγενών και τη μεταφορά της ενέργειάς τους από το παρελθόν στο παρόν.
Όσο κι αν απείχε χρονικά η αρχαία Ελλάδα, μόνο αυτή μπορούσε να είναι η ρίζα, η βάση και η πηγή της ταυτότητάς μας. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους και σημαντικότερους πολιτισμούς που στον αιώνα τον άπαντα θα απασχολεί τους ανθρώπους όπου γης και θα εμπνέει τους λαούς, αλλά και γιατί ο ενδιάμεσος πολιτισμός που κυριάρχησε στην περιοχή μας, ο ανατολικορωμαϊκός χριστιανικός ή βυζαντινός, όσο κι αν έκανε χρήση της ελληνικής γλώσσας, δεν είχε επαρκή στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε μια κοινότητα ανθρώπων να συγκροτήσει έναν εθνικό πολιτισμό. Η κεντρική θέση της απολυταρχίας και της θρησκείας στο Βυζάντιο ήταν χαρακτηριστικά ενός κοσμοσυστήματος ξεπερασμένου το οποίο, με πάρα πολύ παρατεταμένη παρακμή, είχε φθαρεί και λιώσει. Στην νέα εποχή της Αναγέννησης, της Γαλλικής Επανάστασης, των ιδεών του Διαφωτισμού και της ανερχόμενης αστικής τάξης, το Βυζάντιο δεν μπορούσε να αποτελέσει ούτε πηγή νεωτερισμού ούτε βιώσιμο σύστημα.
Ούτε η γλώσσα μόνη της, ούτε ο χριστιανισμός που δεν αφορούσε μόνο τους Έλληνες αλλά πολλές εθνότητες στα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα, επαρκούσαν για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης εθνικής συνείδησης που ήταν -με βάση το επίπεδο πολιτισμού της εποχής- ανάγκη και προϋπόθεση για την υλοποίηση ενός σύγχρονου κράτους με τις προδιαγραφές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της επιστήμης, του εμπορίου και του κοσμοπολιτισμού.
Έτσι, η μαζική και λυσσώδης λεηλασία των αρχαιοτήτων από τους ξένους, συχνά με τη συνδρομή εντοπίων Οθωμανών, Ελλήνων και άλλων γηγενών, έπληττε στον πυρήνα της την απαραίτητη αυτογνωσία και υπονόμευε την προσπάθεια για την αναγέννηση και διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης με όρους σύγχρονους.
Αρχαιολατρία και καταφρόνια
Στο βιβλίο του «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» (εκδ. Πιρόγα), ο Κυριάκος Σιμόπουλος μιλάει, με ατράνταχτα επιχειρήματα βασισμένα σε πολύ πλούσιο υλικό που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, για την «τραγικότερη πολιτιστική γενοκτονία της παγκόσμιας ιστορίας». Ξεκινάει, βέβαια, από πολύ νωρίς.
Οι Ρωμαίοι κατακτητές σάρωσαν στην κυριολεξία τις ελληνικές πόλεις. Όσα δεν κατέστρεφαν επί τόπου, τα μετέφεραν στη Ρώμη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν οι χριστιανοί, υπό τη στέγη των θρησκευτικά μεταλλαχθέντων Ρωμαίων, οι οποίοι ήταν ακόμα χειρότεροι, γιατί, σε αντίθεση με τους ειδωλολάτρες Ρωμαίους που ήθελαν έργα τέχνης για να επιδεικνύουν την ισχύ τους και να διακοσμούν τις πόλεις και τις επαύλεις τους, οι χριστιανοί θεωρούσαν τα έργα τέχνης και γραμμάτων κατασκευάσματα του διαβόλου και τα κατέστρεφαν όλα και ολοσχερώς. Πάνω από χίλια χρόνια έκανε η δυτική ανθρωπότητα για να αρχίσει να συνέρχεται απ’ τις συνέπειες αυτής της λαίλαπας. Ακολούθησαν οι Φράγκοι κατακτητές και οι Οθωμανοί. Κι άλλα αγάλματα μεταφέρθηκαν στη Βενετία και τη Γένοβα κι άλλοι κίονες έγιναν ασβέστης.
Κι όλα αυτά, πολλές φορές, στο όνομα της αρχαιολατρίας.
Στην εποχή της Επανάστασης του ‘21, αυτοί που μέμφονταν και περιγελούσαν τους σύγχρονους Έλληνες ότι δεν έχουν σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, ήταν οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους που μέσα στους αιώνες έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να αποκόψουν τους Έλληνες από τις ρίζες τους και να τους αφελληνίσουν. Οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, οι Φράγκοι που λέει ο λαός εννοώντας γενικώς τους Δυτικοευρωπαίους, ανεξάρτητα από τη σημαία που ακολουθούσαν σε κάθε εποχή, δεν σταμάτησαν να καταστρέφουν και να αρπάζουν οτιδήποτε ήταν δημιούργημα των Ελλήνων, στερώντας τους Έλληνες από τα εργαλεία της γνώσης τους και τα σύμβολα της ταυτότητάς τους.
Χωρίς υπερβολή είναι εκατοντάδες χιλιάδες τα αντικείμενα (ναοί, αγάλματα, επιγραφές, βιβλία, κοσμήματα, αμφορείς, μωσαϊκά, όπλα, μνημεία, εργαλεία, μουσικά και επιστημονικά όργανα, ακόμα και τα λείψανα των αρχαίων Ελλήνων) που εξαφανίστηκαν από το φυσικό τους χώρο και το πολιτισμικό περιβάλλον που τα γέννησε και τα έθρεψε, είτε επειδή τα θρυμμάτισαν και τα έκαψαν ηθελημένα είτε επειδή τα έκλεψαν για να τα οικειοποιηθούν ή να τα πουλήσουν. Κι αυτό συνεχιζόταν με νέα ένταση στα χρόνια που αναπτυσσόταν ο Ουμανισμός, ο Διαφωτισμός και ο Ρομαντισμός, σημαντικότατα ρεύματα ενός εξελισσόμενου πολιτισμού που αντλούσε κινητήρια ύλη από την αρχαία Ελλάδα. Η έξοδος, όμως, των μητροπόλεων της Ευρώπης από το σκοτάδι του Μεσαίωνα, από τη δεισιδαιμονία του χριστιανισμού, το δουλεμπόριο και τη δουλοπαροικία της αποικιοκρατίας, τη φεουδαρχία και τον απολυταρχισμό, με θεμέλια και ενέργεια από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν συμπεριλάμβανε και τους σύγχρονους Έλληνες. Περιλάμβανε τα έργα τέχνης και γραμμάτων που υπήρχαν στην επικράτεια που κατοικούσαν οι Έλληνες, αλλά όχι και τους Έλληνες.
Με δεδομένο ότι οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες που καθόριζαν τη στάση των μεγάλων δυνάμεων προέκριναν τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες δεν λογαριάζονταν και δεν δικαιούνταν τίποτα. Κι όταν σήκωσαν κεφάλι, οι μεγάλες δυνάμεις συνέβαλαν όσο μπορούσαν, ενώ τρώγονταν μεταξύ τους, στην αποτυχία του εγχειρήματός των εξεγερμένων. Ευλογούσαν τους αρχαίους Έλληνες ως ευεργέτες τους και αντιμάχονταν τους σύγχρονους Έλληνες που διεκδικούσαν την αποκατάσταση της αυθύπαρκτης ύπαρξής τους και την ανάκτηση της κλεμμένης πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Μουσεία κλεπταποδόχοι
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος παρουσιάζει έναν ονομαστικό κατάλογο με 751 ζωγράφους, αγγειογράφους, γλύπτες, χαράκτες, αρχιτέκτονες, τορευτές και μωσαϊκούς, της αρχαίας Ελλάδας! Προφανώς πολύ μεγάλος αριθμός αν και δεν συμπεριλαμβάνονται όλοι κρίνοντας από τον αριθμό των έργων που γνωρίζουμε σίγουρα ότι αρπάχτηκαν ή καταστράφηκαν και από τον αριθμό των έργων που υπάρχουν σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο και τα οποία ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες! Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι η συλλογή της οικογένειας Μητσοτάκη, που τα μέλη της δεν είναι ούτε αρχαιολόγοι ούτε μεγιστάνες, αποτελείται από 1.062 αντικείμενα (!), μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της συστηματικής πολλών αιώνων διεθνούς «αξιοποίησης» των ελληνικών αρχαιοτήτων. Διαρπαγή, που σε ένα μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε από τον 18ο αιώνα και μετά. Δηλαδή, εντείνεται ακριβώς από την εποχή που εκδηλώνεται και απλώνεται το ρεύμα της εθνικής συνειδητοποίησης των Ελλήνων, κορυφώνεται στην προεπαναστατική περίοδο και «νομιμοποιείται» κατά την εποχή της βαυαροκρατίας και αγγλοκρατίας σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, χωρίς ποτέ να σταματάει.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σ’ αυτή την εποχή ιδρύονται δεκάδες μουσεία στη Δύση, με πολλές χιλιάδες ελληνικά εκθέματα, όλα προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Μέχρι το 1939, μέσα σε μερικές δεκαετίες, όπως επισημαίνει ο Σιμόπουλος, οι ΗΠΑ απέκτησαν, εκτός από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη (1872), άλλα 2.500 ιδιωτικά μουσεία γεμάτα με ελληνικές αρχαιότητες. Στα βήματα, βεβαίως, της Ευρώπης, με ναυαρχίδες το Βρετανικό Μουσείο που ιδρύθηκε το 1753 και το Λούβρο (1793), αλλά και την Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή (1848) με ελληνικές αρχαιότητες σχεδόν αποκλειστικά και τη Γλυπτοθήκη (1830) του Μονάχου με ελληνικά γλυπτά στις 12 από τις 13 αίθουσές της, των οποίων οι συλλογές πρωτοδημιουργήθηκαν από τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α΄, δηλαδή τον πατέρα του Όθωνα!
Στην πρώτη επίσκεψή μου στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο (1930) αυτό που είχε χωρέσει ολόκληρο μέσα σε μία τεραστίων διαστάσεων αίθουσα δεν χωρούσε μέσα στο μυαλό μου. Οι αθεόφοβοι είχαν ξηλώσει και τεμαχίσει έναν ακέραιο βωμό-ναό, διαστάσεων 36,44Χ34,20 μ., της ελληνιστικής περιόδου, για να τον μεταφέρουν στη Γερμανία όπου τον συναρμολόγησαν άψογα. Η ζωφόρος του, που συναγωνίζεται εκείνη του Παρθενώνα που τεμάχισαν και έκλεψαν οι Άγγλοι, έχει μήκος 120 μέτρα και ύψος 2,30 μ., αποτελείται από 160 ανάγλυφες πλάκες με περισσότερες από 100 μορφές, μεταξύ των οποίων ο Δίας, η Αθηνά, ο Ηρακλής και ο Απόλλωνας φιλοτεχνημένοι από 16 γλύπτες, απεικονίζοντας ανάγλυφα τη μάχη Θεών και Γιγάντων! Κι αυτή η «αφαίρεση» έγινε στους νεότερους χρόνους, μεταξύ 1878 και 1886! Και δεν είναι η μόνη. «Με πολιτικές πιέσεις, εκβιασμούς και μυστικές συναλλαγές, οι Γερμανοί διενεργούν, ύστερα από διακρατικές συμφωνίες, ανασκαφικές έρευνες στην Ολυμπία, στη Σάμο, στην Πέργαμο, στη Μαγνησία, στην Πριήνη, στη Μίλητο, στα Δίδυμα. Πληθώρα ευρημάτων μεταφέρονται στα μουσεία του Βερολίνου χάρη στην ενδοτικότητα και τις σκοτεινές συναλλαγές με τουρκικές και ελληνικές κυβερνήσεις.» (Κ. Σιμόπουλος «Η λεηλασία…»)!
Προς δόξαν του γερμανικού έθνους που όχι μόνο ξέρει να αξιολογεί τα έργα, αλλά έχει και τη θέληση και την ισχύ να τα οικειοποιείται. Μία από τις αμέτρητες αρπαγές ελληνικών αρχαιοτήτων απ’ όπου κι αν ευρίσκονταν, στην Ελλάδα, τη Βόρεια Αφρική, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, την Κύπρο, τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια ή τη Μαύρη Θάλασσα, που συνεχίστηκαν από όλες τις μεγάλες δυνάμεις μέσα στον 20ο αιώνα, με νέα κορύφωση στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής.
Εντόπιοι συνεργοί
Βέβαια, υπήρχαν και Έλληνες που συνέργησαν σ’ αυτά τα εγκλήματα, από ιδιοτέλεια, πολιτική σκοπιμότητα και ξενοδουλεία ή από άγνοια, λειψή εθνική συνείδηση και λανθασμένες εκτιμήσεις. Από τη συμμετοχή τους στις ραδιουργίες των ξένων δυνάμεων σε βάρος της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας ως την καταστροφή, πώληση και δωρεά στους αρχαιοκάπηλους σπουδαίων έργων τέχνης, αλλά και από τη χρήση μελών των αρχαιοτήτων για το χτίσιμο εκκλησιών, σπιτιών και αποθηκών μέχρι την ανοικοδόμηση ολόκληρων πόλεων, όπως η Αθήνα, η Θήβα, το Άργος κ.ά., πάνω σε αρχαιολογικούς χώρους μέγιστης αξίας και σημασίας. Κι αυτό συμβαίνει διαχρονικά στην Ελλάδα. Από τις μεγάλες προδοσίες μέχρι τα επιμέρους σημαντικά ζητήματα. Μάλιστα, στις μέρες μας, έχουμε έξαρση τέτοιων φαινομένων.
Από τα πιο κραυγαλέα είναι:
– η κάτω από μεγάλη επιμονή των κυβερνώντων και των διαπλεκόμενων εργολάβων-επενδυτών υποβάθμιση της αρχαιολογικής σημασίας του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και η ανέγερση ουρανοξυστών στην παραλία που θα μεταφέρουν το κέντρο βάρους της Αττικής από την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα στο πολυώροφο καζίνο αλλάζοντας πολιτισμικά το ιστορικό στίγμα, το σήμα κατατεθέν της Αθήνας,
– το ξήλωμα του σπανιότατου αρχαιολογικού ευρήματος στη Θεσσαλονίκη, μοναδικής αρτιότητας και μεγέθους, προκειμένου να μην αλλάξει ο σχεδιασμός ενός σταθμού του υπό κατασκευή μετρό, και
– η εκτεταμένη κάλυψη με τσιμέντο γυμνών επιφανειών του βράχου της Ακρόπολης μέχρι τον φυσικό περίγυρο του Παρθενώνα με στόχο την για εισπρακτικούς λόγους αύξηση των τουριστικών επισκέψεων στο παγκόσμιο μνημείο του πολιτισμού.
Ενώ και άλλες τέτοιες βέβηλες βαρβαρότητες μαγειρεύονται και εξαγγέλλονται ανερυθρίαστα όπως η αλλαγή χρήσης του Μετσόβιου Πολυτεχνείου που δεν ανήκει στις αρχαιότητες, αλλά είναι ένα από τα πιο εμβληματικά αρχιτεκτονικά και εκπαιδευτικά συγκροτήματα της Ελλάδας.
Ίλιγγος
Μπορεί, λοιπόν, κανείς, αναλογιζόμενος το μέγεθος της λεηλασίας, να φανταστεί με τι τεράστιους μηχανισμούς, με πόση υποστήριξη από το στρατό, τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών και τη συνδρομή εντόπιων συνεργών, με πόση βία, τρομοκρατία, απαγωγές, δωροδοκίες, ρουσφέτια και εκβιασμούς, επιτεύχθηκε αυτή η τρομακτική μεταφορά θησαυρών, όταν μόνο το Βρετανικό Μουσείο έχει περισσότερα από 80.000 ελληνικά αρχαιολογικά αντικείμενα στις αίθουσες και τις αποθήκες του και το Λούβρο εκθέτει ένα μικρό μόνο μέρος από τα «δικά του» ελληνικά αντικείμενα σε 25 αίθουσες και χώρους του μουσείου.
Αν σ’ αυτά που κατέχουν τα μουσεία προσθέσει κανείς και τα αντικείμενα που καταστράφηκαν εκούσια και ακούσια επί τόπου ή κατά τη μεταφορά τους με πρωτόγονα μέσα επί ξηράς και με όχι ασφαλή πλοία που κάποια απ’ αυτά, κατάφορτα, κατέληξαν στο βυθό της θάλασσας, τότε πραγματικά οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις!