Στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τρανταχτές διασημότητες, όπως Ματ Ντίλον, Ζυλιέτ Μπινός και Ρέιφ Φάινς μαγνήτισαν κάμερες και φώτα, με μεγάλη συμμετοχή του κοινού και πολλές σολντάουτ προβολές. Εκτός από αφιερώματα στον Πάνο Χ. Κούτρα και στην ενότητα «Εμείς, το τέρας», με παλιότερες ταινίες των Μπορόφτσικ, Φερέρι, Λιντς και Σαμπρόλ, το Φεστιβάλ συνδέεται κυρίως με τις ελληνικές πρεμιέρες, όπως της νέας ταινίας του Άγγελου Φραντζή «Ο νόμος του Μέρφυ», σε ειδική προβολή που δεν έπεφτε καρφίτσα. Με πρωταγωνίστρια την μούσα και σύντροφό του Κάτια Γκουλιώνη το κωμικό αυτό παρδαλό μιούζικαλ, που σαν τον χαμαιλέοντα διαρκώς αλλάζει στυλ, επιχειρεί αιχμηρή κριτική για την εικόνα και το ρόλο της γυναίκας στον κόσμο της σώου μπιζ, στα χνάρια των εμπορικών κωμωδιών του Περάκη, με διάσημους Έλληνες ηθοποιούς και πολλές σινεφίλ αναφορές, στα γαλλικά μιούζικαλ των Ζακ Ντεμί και Φρανσουά Οζόν.

Τρεις ελληνικές ταινίες, από τις δώδεκα συνολικά, συναγωνίζονται στο Διεθνές Διαγωνιστικό για τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Η νέα ταινία του Γιώργου Ζώη «Arcadia» ήρθε μετά το Βερολίνο να «στοιχειώσει» και τη Θεσσαλονίκη στην πανελλήνια πρεμιέρα της, με πρωταγωνιστές τους εξαιρετικούς Βαγγέλη Μουρίκη, Αγγελική Παπούλια και Έλενα Τοπαλίδου. Ένας γιατρός καλείται στον τόπο ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, για την αναγνώριση της σορού της συζύγου του, ανακαλύπτοντας συντετριμμένος μια άγνωστη πτυχή της ζωής της. Διερευνώντας το οδυνηρό διάστημα του πένθους, ο σκηνοθέτης σκαρώνει μια συναισθηματική και μακάβρια ιστορία, όπου τα φαντάσματα έχουν συνείδηση και πασχίζουν να αποκτήσουν συναίσθηση και μνήμη μέσα από την ηδονή. Η αναφορά στον παραδεισένιο τόπο της αρχαίας Αρκαδίας γίνεται με το μπαρ «Αρκαντία», με θαμώνες ορατά φαντάσματα που στοιχειώνουν το μνημονικό όσων αρνούνται να λησμονήσουν τους αγαπημένους τους, σε αμυδρή ανάμνηση των στίχων του τραγουδιού της Αρλέτας στο μπαρ «Ναυάγιο». Σκιές της μνήμης των ανθρώπων με τους οποίους άφησαν ατελείωτους λογαριασμούς, τους βλέπουμε να βολοδέρνουν ανάμεσα στους ζωντανούς, αγγίζοντας τη μελαγχολία των αγγέλων στα «Φτερά του Έρωτα» (1987/Βιμ Βέντερς). Σε παρόμοιο μακάβριο θέμα με την «Ησυχία 6-9» (2022), του Χρήστου Πασσαλή και ο Γιώργος Ζώης επιλέγει την ίδια πρωταγωνίστρια για να φτιάξει τη δική του ονειρική Αρκαδία, επιχειρώντας να μιλήσει για την απώλεια και το πένθος μέσα από μια ιστορία φαντασμάτων. Οι εξαιρετικοί χειμωνιάτικοι φωτισμοί ανακαλούν την πραότητα της αιωνιότητας του παραδείσου, σε μια διανθισμένη με χιουμοριστικές εκλάμψεις ταινία, που θυμίζει σκίτσα του Αρκά. Οι ταιριαστοί στίχοι από το τραγούδι «Βασιλιάς της σκόνης» (1994/Ξύλινα σπαθιά) προετοιμάζουν τον θεατή για την ανατροπή. Την ταινία εύστοχα κλείνει το δακρύβρεχτο ρετρό τραγούδι της Αλέκας Κανελλίδου «Άσε με να φύγω» (1974), που είχε προηγουμένως στοιχειοθετήσει τη βασική μελωδία της πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης του Πετάρ Ντουντάκοβ, και αναπτύσσεται στους τίτλους τέλους στην αυθεντική του μορφή.

Αίσθηση μακάβριας νοσταλγίας όμως έχουμε και στον Γιάννη Βεσλεμέ που μια δεκαετία μετά τη «Νορβηγία» (2014) παρουσίασε στο Διεθνές Διαγωνιστικό, τη νέα ταινία του «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο». Μόνο ο ταλαντούχος Βεσλεμές θα μπορούσε να μιλήσει για τη αναπόληση της χαμένης μητρικής φιγούρας, μέσα από ένα κράμα αλλόκοτης παραμυθένιας επιστημονικής φαντασίας, γλυκιάς νοσταλγίας και γνήσιων σινεφίλ αναφορών. Σε ένα εντυπωσιακό αρ νουβό αρχοντικό, τρία νεαρά αδέρφια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ο Σκατζόχοιρος (Πάνος Παπαδόπουλος), ο Ντάμυ (Χούλιο Γιώργος Κατσής) και ο Τζαπάν (Άρης Μπαλής) προσπαθούν να μετατρέψουν με αυτοσχέδιες πατέντες, σε θάλαμο χρονομηχανής, την ευρύχωρη παλιά αρ ντεκό ντουλάπα της πριν χρόνια εκλιπούσας σε αυτοκινητιστικό ατύχημα μητέρας τους, ώστε να την φέρουν στο παρόν.

Η ιδέα του συγγραφέα Κ. Σ. Λιούις της χωροχρονικής μεταφοράς μέσα από μια ντουλάπα, εμπλουτίζεται με σινεφιλικές αναφορές από το γερμανικό εξπρεσιονισμό και πλειάδα σκηνοθετών, όπως Κρόνεμπεργκ, Ρίντλεϊ Σκοτ, Ζεμέκις, Μαρκ Καρό και Ζαν-Πιερ Ζενέ, μέχρι και τους δικούς μας Νίκο Νικολαϊδη και Νίκο Παναγιωτόπουλο. Στα χέρια του Βεσλεμέ γίνεται μια συναρπαστική σουρεαλιστική ταινία νοσταλγικών θριλερικών αποχρώσεων, μεταξύ πολύχρωμων φωτισμών και εντυπωσιακών σκηνικών του πολωνικού και τσέχικου φαντασμαγορικού σινεμά και των φυτομορφικών πορτρέτων του Ιταλού ζωγράφου Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, της ύστερης Αναγέννησης. Στην ταινία δεσπόζουν πλάνα γεμάτα παλαιϊκά αντικείμενα και αναλογική τεχνολογία, φυτά και ζωάκια αλά Κουστουρίτσα και αλησμόνητοι νοσταλγικοί χαρακτήρες, με ελληνογαλλικές ατάκες, σαν αφήγηση παλιού φιλμ νουάρ, αμφιέσεις με παλτό, κασκόλ και γυαλιά ηλίου και πειράματα σε ακατάστατα εργαστήρια. Οι πρωταγωνιστές ερωτοτροπούν, αναπολώντας τη μητρική βαμπ φιγούρα, που ενσαρκώνει μέσα από παλιά φιλμάκια η Αλεξία Καλτσίκη, ενώ βουλιάζουν σε μια μακάβρια ομφαλοσκοπική περιδίνηση, με τον εμβληματικό Γάλλο Ντομινίκ Πινόν σε μικρό πέρασμα.

Ολοκληρωμένη σκηνοθετικά πρόταση γνήσιου κοινωνικού ρεαλισμού στο Διαγωνιστικό αποτελεί το «Κρέας», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Νάκου. Σε κάποιο χωριό της ελληνικής επαρχίας ο Τάκης (Ακύλλας Καραζήσης), χασάπης με σφαγείο δίχως άδεια, χάρις στον ντόπιο Αστυνομικό (Γιώργος Συμεωνίδης), αψηφά την ένταση με τον γείτονά του, με τον οποίο έχουν περιουσιακές διαφορές, αλλά και την απροθυμία για δουλειά του γιου του Παύλου (Παύλος Ιορδανόπουλος) και αποφασίζει να ανοίξει δικό του κρεοπωλείο, έχοντας στο πλευρό του, τον αφοσιωμένο Αλβανό παραγιό του Χρήστο (Κώστα Νικούλη). Σίγουρος πως μπορεί να τη σκαπουλάρει από πολλές μικροπαρανομίες, επειδή κάπως έτσι όλοι τα βολεύουν μόλις μοιράσουν παραδάκι, καταπατάει τη γη του γείτονα, ο οποίος επέστρεψε με αναστολή από τη φυλακή. Όταν όμως εξαφανίζεται ο γείτονας, όλοι στο χωριό υποψιάζονται τον Τάκη. Μαθαίνοντας ότι κατηγορούμενος θεωρείται ο γιος του, κανονίζει να πέσει το φταίξιμο στον Χρήστο, που παραμένει ο ξένος Αλβανός. Με τον Χρήστο σε ηθικό δίλημμα και τον Παύλο σε ψυχολογική κατάρρευση, η κατάσταση σύντομα εκτροχιάζεται και αναλαμβάνει δράση για να σώσει την οικογένεια, η αμίλητη ως τότε σύζυγος του Τάκη, η Ελένη (Μαρία Καλλιμάνη).

Κοινωνικό ψυχογράφημα της ελληνικής κοινωνίας στα χνάρια του Οικονομίδη, με στιβαρές ερμηνείες και καλογραμμένους διαλόγους, που αποκαλύπτουν ρατσιστικές και βαθιά πατριαρχικές νοοτροπίες. Με πρωτότυπες ιδέες ενός ρυθμικού μοντάζ που σε κρίσιμες στιγμές συντονίζει τις κινήσεις των πρωταγωνιστών με ήχους, το οικογενειακό δράμα κορυφώνεται υπό τις πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις παραδοσιακής χροιάς με γκάιντες και κλαρίνα του Κωνσταντή Πιστιόλη (Villagers of Ioannina City), που εύστοχα μεταφέρουν ορεσίβια αρρενωπότητα της ελληνικής επαρχίας.

Αν η γενικότερη ζοφερή κοινωνική κατάσταση στρέφει μερικούς σκηνοθέτες φέτος στην κωμωδία και στο μιούζικαλ, μετά τον Φραντζή και ο Στράτος Τζίτζης στρέφεται στην κωμωδία, στη νέα ταινία του «Έχω κάτι να πω». Ένας σκηνοθέτης σε τέλμα -άλτερ έγκο του Τζίτζη- το ρίχνει στο γράψιμο και επιχειρεί να πουλήσει ένα βιβλίο φιλοσοφίας, ενώ ταυτόχρονα ένας σκηνοθέτης, που τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Τζίτζης, γυρνάει σε ταινία όλη αυτή την περιπέτεια.

Στο νέο κύμα των σκηνοθετών ποπ αισθητικής, με παιχνιδιάρικες, ενίοτε μελαγχολικές ιστορίες ενηλικίωσης, για νέους που επιχειρούν να διαχειριστούν οικογενειακά, υπαρξιακά και αισθηματικά αδιέξοδα, σε ταινίες γεμάτες χρώματα, καλοκαιρινή αύρα και μελωδικά τραγούδια, συγκαταλέγεται το πειραματικό «Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη, καθώς και το «Ριβιέρα» του Ορφέα Περετζή, με πρωταγωνίστρια μια απροσάρμοστη έφηβη, που ενηλικιώνεται πρώιμα, επιχειρώντας να διαχειριστεί το πολυετές πένθος για τον πατέρα της, τη στιγμή που η ίδια γνωρίζει τον πρώτο της έρωτα, ενώ η μητέρα της πουλάει την πανσιόν των παιδικών αναμνήσεων. Ντυμένη με μιναμιλιστικής χροιάς μουσικές, η ιστορία, παίρνει συμβολικές διαστάσεις με την παρουσία ενός άρρωστου φοίνικα, που κατατρώγεται από κόκκινο σκαθάρι, αλλά και μιας κηλίδας μούχλας, που απλώνεται επικίνδυνα, σηματοδοτώντας με την υφέρπουσα σήψη το ανεπούλωτο τραύμα της απώλειας.

Άλλη μια ταινία σχετικά με το πένθος είναι και το ιδιαίτερο ασπρόμαυρο «Μαλδίβες» του γεννημένου στο Βερολίνο Έλληνα σκηνοθέτη Ντανιέλ Μπόλντα, που διερευνά τη μοναξιά μέσα από την άρνηση της απώλειας σε μια οριακή περίπτωση παράνοιας. Σε κάποιο απομονωμένο χωριό της ορεινής ελληνικής επαρχίας, ένας μοναχικός δάσκαλος μουσικής (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) που ζει με το αγαπημένο του τσομπανόσκυλο την Μαρία, θα προτιμούσε να βρίσκεται αραχτός σε κάποια αμμουδιά και να ξεροψήνεται κάτω από τον ήλιο, όμως νιώθει χρέος, απέναντι στους μαθητές του, να συνεχίσει να κρατάει τη σχολική χορωδία. Όταν η εξαφανίζεται μυστηριωδώς η Μαρία, η θλίψη τον κατατρώει και σύντομα, μεταξύ παράνοιας και αυτοσαρκασμού, βλέπει στο δάσος αλλόκοτα πλάσματα, πεπεισμένος πως αυτά κρατάνε αιχμάλωτο το σκυλί του. Το αλλόκοτο και το μεταφυσικό εκφράζουν τον τεράστιο καημό του πρωταγωνιστή. Η καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία με γκρι ποιότητες των βουνίσιων όγκων, με δάση ελάτων πνιγμένα στην ομίχλη, εντείνει τη σύγχηση και με την ευρηματική σκηνοθεσία σουρεαλιστικών πλάνων ανάποδα, με τον ουρανό κάτω και το γρασίδι πάνω ή τη θάλασσα ψηλά στον ουρανό αντί για σύννεφα ενισχύει το μυστήριο γύρω από τη θλίψη της απώλειας. Η ηλεκτρισμένη ερμηνεία του Τσιοτσιόπουλου εντείνεται στην εκστατική σκηνή που πίνει και μερακλώνει υπό βροχή, ακούγοντας το δημοτικό με κλαρίνο «Για μένα βρέχουν τα βουνά» (Φιλιώ Πυργάκη). Η ταινία απογειώνεται με την πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ με άρπα, φλογέρες και παιδική χορωδία, σε εμπνευσμένα πρωτότυπα παιδικά τραγούδια.

Σπανιότερη κοινωνικοπολιτική διάσταση αγγίζει η «Πανίδα» της Στρατούλας Θεωδοράτου, με ηρωίδα μια πολιτικοποιημένη αλτρουίστρια φωτορεπόρτερ (Έλενα Μαυρίδου) που στην προσπάθειά της να βοηθήσει έναν γέρο με άνοια, συναντά απρόσμενα τον παλιό της έρωτα, έναν αρχιτέκτονα που θεωρείται πλούσιος και πετυχημένος, ως γαμπρός ανιψιάς ενός Υπουργού. Με δομή θεατρικού έργου, οι δυο πρωταγωνιστές μαζί με τον ηλικιωμένο εγκλωβίζονται σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι, επειδή έξω φουντώνουν επεισόδια και ταραχές από διαδηλώσεις. Στο εσωτερικό, φουντώνει ξανά η ερωτική σπίθα των δυο πρώην εραστών, δυναμιτίζοντας και την πολιτική τους αντιπαράθεση με ερωτικές εντάσεις και πολιτικούς διαλόγους, που αποκαλύπτουν πρόσφατα πολιτικά σκάνδαλα. Η ελληνική κοινωνία σε κρίση διατέμνεται μέσα από μια σχέση σε κρίση, όπου τα πάντα λέγονται με περίσσιο πάθος και κασσαβετικές σωματικές εξάρσεις, σε μια ταινία για τον ταξικό πόλεμο και τον πόλεμο των φύλων, έτοιμο να εκραγεί.

Η νέα ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη «Θολός βυθός» παραμένει από τις σπάνιες πολιτικές στιγμές της φετινής ελληνικής φουρνιάς. Η ταινία, ελεύθερη διασκευή δυο αυτοβιογραφικών βιβλίων του Γιάννη Αζτακά, αφηγείται την ιστορία του μικρού Γιάννη, γιου αντάρτη, που από το 1949 εκτοπίζεται στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης. Μετά από μετρημένα ιστορικά ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και μόλις μια δεκαετία μετά από τα «Παιδιά του Εμφυλίου» (2015) του Διονύση Γρηγοράτου, το νήμα πιάνει ξανά η Αλεξανδράκη (Η νοσταλγός/2005) για ένα θέμα που 75 χρόνια μετά, αγγίζεται βαθύτερα από την επίσημη ιστοριογραφία. Μέσα από γενικά πλάνα αποτυπώνονται ενδεικτικές εφιαλτικές στιγμές από τη ζωή του μικρού Γιάννη, αυστηρή πειθαρχία, ανελέητες τιμωρίες, αλλά και την αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στα παιδιά. Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας ενσαρκώνεται από τέσσερις διαφορετικούς ηθοποιούς, σε διαφορετικές ηλικίες, μέχρι που ενήλικας πια (Αινείας Τσαμάτης) πηγαίνει μετά τη χούντα να βρει τον πατέρα του (Στέλιος Μάινας) στη Βουλγαρία. Δίνοντας βαρύτητα στους λιτούς και αδειανούς χώρους με πετρόχτιστα κτίρια, που ταξιδεύουν τον θεατή σε αλλοτινή εποχή, η αφήγηση διακόπτεται με συμβολικές σκηνές ενός έφιππου αντάρτη, του λησμονημένου πατέρα του πρωταγωνιστή, που στοιχειώνει τα όνειρά του, ενώ είναι φοβερές οι εκφράσεις μίσους που αναβιώνουν το απεχθές λεξιλόγιο της φασιστικής προπαγάνδας, που υποβιβάζει τους αντάρτες σε «κατσαπλιάδες», «ληστοσυμμορίτες», «φονιάδες και βιαστές», σε μια ταινία που καταγράφει τη σκληρή γλώσσα μιας συστηματικής πλύσης εγκεφάλου, ώστε μικρά παιδιά να μισήσουν τους γονείς τους. Μεταξύ γαλλικών ταινιών με παιδιά της δεκαετίας του ’60, αναπτύσσεται κόντρα σε σκληρότητα, χιούμορ και ευαισθησία στις σκηνές παιδικού παιχνιδιού, αλλά και λυρισμού, θυμίζοντας πρώιμο Ταρκόφσκι, ενώ σε μερικές στιγμές με εκτός κάδρου αφήγηση υπενθυμίζεται η φωνή του συγγραφέα. Δίπλα στις αξιόλογες ερμηνείες σπουδαίων ηθοποιών (Ακύλλας Καραζήσης, Κάτια Γκουλιώνη, Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη), εξίσου αξιόλογες ήταν και αυτές των μικρών παιδιών, χάρη στην σκηνοθέτρια. Η υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία έντονης προοπτικής, με νεορεαλιστικής διάθεσης καδραρίσματα, δραματοποιείται με την πρωτότυπη μουσική του Νίκου Ξυδάκη, με μπεντίρ, πιάνο και κλαρίνο, που χαρίζει παραδοσιακό λυρισμό μυστηριακής έντασης, δραματοποιώντας μέσα από τις παιδικές χορωδίες και τους θρησκευτικούς ύμνους, την ευρύτερη καλαισθησία.

Μετά την προβολή η Αλεξανδράκη αναφέρθηκε στη σύνδεση ενός αποσιωπημένου ιστορικού παρελθόντος με τη νέα γενιά, ενώ παρευρέθηκε και ο ίδιος ο 83χρονος Αζτακάς, που μίλησε για την περιδίνηση ανάμεσα στην αληθινή ζωή του, όσων έζησε και όσων έγραψε, όπως κατάφερε να θυμηθεί μετά τα 66 του χρόνια, έπειτα από δεκαετίες απώθησης, ενώ εκτίμησε τις σκηνοθετικές επιλογές της Αλεξανδράκη, που δεν γύρισε την ταινία στα πραγματικά μέρη της ιστορίας, προσδίδοντας αφαιρετική προσέγγιση. Η Αλεξανδράκη ανέφερε πως τα βιβλία αυτά την στοίχειωναν 15 ολόκληρα χρόνια, ενώ τόνισε πως επηρεάστηκε κυρίως από την προσέγγιση στην «Κομμούνα του Παρισιού» του Πήτερ Γουώτκινς και έγιναν όλα με αφαίρεση, για να αγγιχτεί η ουσία της ψυχής των πραγμάτων, ώστε να γίνει περισσότερο αληθινό.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!