Οι κινήσεις της ηγεσίας και ο κρίσιμος… συμπαίχτης
Του Βασίλη Ξυδιά
Ο τίτλος του άρθρου ελέχθη ως αστείο, αλλά δεν είναι. Είναι το μεγάλο ερωτηματικό για την αριστερή στρατηγική στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Έχει αντιληφθεί ο κόσμος της Aριστεράς με ποιον ακριβώς συναντήθηκε ο Τσίπρας στο Βατικανό και σε ποιο ακριβώς πλαίσιο;
Για μένα δεν υπάρχει αμφιβολία. Η συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με τον Πάπα Φραγκίσκο είναι μεγάλης πολιτικής σημασίας. Κι ακόμα πιο σημαντική την καθιστά η σαφής αντι-νεοφιλελεύθερη ομοφωνία των δύο, όπως εκφράστηκε με τις εντυπωσιακές κουβέντες του Πάπα, το ότι «οι άνθρωποι πρέπει να τίθενται πάνω από τις αγορές και τα κέρδη» ή το άλλο, αν έχει μεταφερθεί σωστά, ότι «είναι αδιανόητο να σώζονται οι τράπεζες και όχι οι άνθρωποι». Αυτή η σύμπτωση απόψεων μ’ έναν θεσμό σαν την Αγία Έδρα είναι η πρώτη ίσως μεγάλη επιτυχία της στρατηγικής που ακολουθεί σε διεθνές επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ, αποσκοπώντας σε μια αντι-νεοφιλελεύθερη συμμαχία που δεν θα περιλαμβάνει μόνο τις παραδοσιακές δυνάμεις της Aριστεράς, αλλά και μεγάλο μέρος του καπιταλιστικού κόσμου που συνειδητοποιεί την επισυμβαίνουσα καταστροφή.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων την επιτυχία αυτή θα ακολουθήσουν και άλλες. Όμως εδώ αναδύεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Είναι σε θέση ο κόσμος της αριστεράς να συνειδητοποιήσει αυτήν τη στρατηγική που ξεπερνά τα κλασικά ιδεολογικά του μοτίβα; Και μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της;
Είναι όπως κάποιες παρτίδες σκάκι που παίζονται από δύο εναντίον δύο, κι όπου απαγορεύεται στους συμπαίκτες να συνεννοούνται μεταξύ τους. Κι όταν ο ένας βλέπει μια κάπως παράξενη κίνηση (π.χ. μια θυσία) που βγάζει το παιχνίδι έξω από τη φυσιολογική του συνέχεια, υπάρχει κίνδυνος ο συμπαίκτης να μην αντιληφθεί τη λογική της κίνησης αυτής· οπότε συνεχίζει κλασικά και η παρτίδα χάνεται.
Έτσι, λοιπόν, ο μεν Αλ. Τσίπρας κάνει τις κινήσεις που πρέπει να κάνει, ο κόσμος όμως που τον ακολουθεί, ή που θα μπορούσε εν δυνάμει να τον ακολουθήσει, δεν ανταποκρίνεται. Απλώς παρακολουθεί, πολλές φορές, όπως τώρα, χλευάζοντας. Και το ερώτημα είναι ποιος φταίει; Η απάντηση, όπως σε κάθε σχέση που δεν πάει καλά, είναι ότι φταίνε και οι δύο. Φταίνε και οι αριστεροί, ιδίως οι οργανωμένοι, που αρνούνται να ξεμυτίσουν από τα ιδεολογικά τους σύνορα (τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν χαράσσονται από τη θεωρητική προσκόλληση στους κλασικούς, αλλά από μια δήθεν «επαναστατική ορθοδοξία», βαθιά αντιλαϊκή, που εκφράζει τον ψυχολογικό εθισμό της αριστερής ελίτ στην ήττα και στην εξ αυτής απομόνωση)· φταίει όμως και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το λαό αυτό ως κρίσιμο συμπαίκτη.
Είναι φανερό ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κινείται ενστικτωδώς. Χαράσσει την πολιτική της όχι επί τη βάσει μιας συνεκτικής θεωρίας, αλλά χάρη σε μια εμπειρική πολιτική οξυδέρκεια. Αυτό δεν είναι κατ’ αρχήν κατακριτέο και δεν είναι και λίγο. Αν έφτασε ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ που έφτασε το οφείλει ακριβώς σ’ αυτή την εξαιρετική ικανότητα της ηγεσίας του, και ειδικά του Αλέξη Τσίπρα, να αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς την ιστορική στιγμή και τη λαϊκή διάθεση, και να αντιδρά αναλόγως. Υπάρχουν όμως όρια στο τι μπορεί να πετύχει κανείς μ’ αυτόν τον τρόπο, κι ο ΣΥΡΙΖΑ τα έχει ήδη αγγίξει.
Από την άποψη, λοιπόν, αυτή δεν είναι το πρόβλημα ο εκλογικίστικος καιροσκοπισμός, που πολλοί αποδίδουν ως πρόθεση στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε οι επαφές με τον Πάπα, ούτε αυτές με την ορθόδοξη εκκλησία είναι μέρος ψηφοθηρικής προσπάθειας. Για να μην καταντήσουν, όμως, σκέτος τακτικισμός, ούτε απλοί επικοινωνιακοί ελιγμοί, θα πρέπει να γίνουν τμήμα μιας καθολικής -και ίσως όχι και τόσο «ορθόδοξης» με τα παραδεδεγμένα κριτήρια- αντι-νεοφιλελεύθερης στρατηγικής· ενός στρατηγικού σχεδίου πολιτικής ανατροπής και κοινωνικής χειραφέτησης, που εκτός από τις κινήσεις κορυφής θα περιλαμβάνει και την ιστορική κίνηση της ίδιας της κοινωνίας, δίνοντας έτσι στον κόσμο της αριστεράς τη δυνατότητα να κατανοήσει τι ακριβώς παίζεται και ποιος είναι ο δικός του ρόλος σ’ αυτό.
Έτσι, αν μη τι άλλο, θα ξέρουμε από δω και πέρα ποιοι είναι αυτοί με τους οποίους συναντιέται ο Αλ. Τσίπρας.