του Βασίλη Χριστόπουλου
Η αποπομπή της Σαμπιχά Σουλεϊμάν από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ και η συζήτηση που ακολούθησε ανέδειξε στο ζήτημα της Θράκης πολλά ελλείμματα. Τώρα που πέρασαν οι εκλογές, ας δούμε με ψυχραιμία το ζήτημα που ανέκυψε. Κατά τη γνώμη μας στο θέμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά όχι μόνον αυτός) άγεται από ιδεοληψίες και εκφράζεται από ιδεοληπτικούς επιστήμονες.
Εκτός της «εθνικής πατριωτικής» προσέγγισης διατυπώθηκε και μια «μη-εθνική αριστερή προσέγγιση». Αυτή η δεύτερη υποστηρίζει πως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη μουσουλμανική μειονότητα ως «συμπαγή τουρκική κοινότητα». Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της άποψης είναι το άρθρο του Α. Νταβανέλλου (Αυγή, 30/4/2014).
Ας δούμε μερικά επιμέρους ζητήματα. Η Συνθήκη της Λωζάννης αναφέρει:
Άρθρον 1: Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. Άρθρον 2: Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν: α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως· β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Προ-εθνική κατάσταση
Γιατί η μειονότητα της Θράκης χαρακτηρίστηκε μουσουλμανική; Αλλά και γιατί οι Έλληνες υπήκοοι, οι εγκατεστημένοι επί των ελληνικών εδαφών που πρόκειται να μετακινηθούν προς την Τουρκία, αναφέρονται ως μουσουλμανικού θρησκεύματος και όχι τουρκικού μουσουλμανικού θρησκεύματος, κατ’ αντιστοιχία με τους ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος;
Οι Νεότουρκοι σίγουρα είχαν πλήρη συνείδηση του νεοτουρκικού κράτους που οικοδομούσαν από το 1909, άλλωστε στο όνομα αυτού έγιναν οι γενοκτονίες εκκαθάρισης Αρμενίων και Ποντίων. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, όμως, της Θράκης (που θα παραμείνουν στον τόπο τους) αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας (που θα μετακινηθούν υποχρεωτικά προς την Τουρκία) είναι κατά βάση αγροτικοί πληθυσμοί, γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Η «εθνοτική» τους ταυτότητα βρίσκεται σε μια προ-εθνική κατάσταση και προσδιορίζεται από τη θρησκεία (μουσουλμάνοι) και την ισχυρή τοπικότητα (Γκιουλμουτζίνα, Γκατζολία κ.λπ.). Σίγουρα δεν έχουν διαμορφώσει τουρκική εθνική συνείδηση. Το ίδιο ισχύει και για τους κατοίκους των μικρών ελληνικών αστικών κέντρων, καθώς με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη, βρίσκονταν έξω από τις διεργασίες του νεοτουρκικού εθνικισμού. Ακόμη και η γλώσσα αποτελούσε δευτερεύον στοιχείο προσδιορισμού. Ας θυμηθούμε ότι με την ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και αλλού χριστιανικοί πληθυσμοί τουρκόφωνοι που δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά.
Στο μυθιστόρημά μου Κι εσύ Έλληνας ρε; (Εκδόσεις Κέδρος, 2005) προσπαθώ να αποδώσω μυθιστορηματικά πώς πάνω στην κυρίαρχη προ-εθνική τοπική συνείδηση αρχίζει σιγά-σιγά να επιβάλλεται και να διαμορφώνεται η νέα εθνική ταυτότητα. Οι ντόπιοι πληθυσμοί υποχρεώνονται από τους επίτροπους (των κάθε φορά κομιτάτων) να πάρουν θέση με ποιους είναι και να αποδεχτούν την υπεροχή της τάδε ή της δείνα εθνικής ταυτότητας, ακόμη και έναντι της θρησκείας. «Ο Θεός πρώτα έφτιαξε τα έθνη και μετά τις θρησκείες», λέει κάποιος επίτροπος.
Το 1923, λοιπόν, η μειονότητα της Θράκης ήταν θρησκευτική (μουσουλμανική) χωρίς επιπλέον εθνοτικό προσδιορισμό, με μια γλωσσική ποικιλία. Στην περιοχή δεν ομιλούνται μόνο οι τρεις γλώσσες που ονοματίζουμε σήμερα, αλλά πολύ περισσότερες. Άλλωστε, οι ομιλούμενες γλώσσες είχαν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους και ο κάθε ντόπιος στην καθημερινή του ομιλία χρησιμοποιούσε εκτός της μητρικής και ένα μείγμα δυο-τριών άλλων γλωσσών, σύμφωνα με την εκ των υστέρων ταξινόμηση-γραμματολογία.
Σε αντίθεση με τη Θράκη, ο αστικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε ήδη διαμορφώσει εθνική συνείδηση, γι’ αυτό και προσδιορίζεται με ρητό τρόπο: Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως.
Η Συνθήκη, λοιπόν, τη Λωζάννης μπορούμε να πούμε πως αποτυπώνει μάλλον σωστά την υφιστάμενη το 1923 κατάσταση στη Θράκη.
Οι μηχανισμοί της ελπίδας
Η εθνική ταυτότητα δεν είναι μια στατική κατάσταση αλλά μια ιστορική διαδικασία που διαμορφώνεται σιγά-σιγά και η διαμόρφωσή της εξαρτάται άμεσα από το οικονομικό πλαίσιο και τις πολιτικές συγκυρίες.
Έτσι, είναι φυσικό οι αδύναμοι κοινωνικά πληθυσμοί (νέοι, άνεργοι, κοινωνικά ανασφαλείς) να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στους μηχανισμούς που τους δίνουν ελπίδες για το μέλλον τους. Και από το 1923 μέχρι το 1991 οι μηχανισμοί της ελπίδας ήταν οι τουρκικοί και όχι οι ελληνικοί.
Η πολιτική που ασκήθηκε από το ελληνικό κράτος όλα αυτά τα χρόνια ήταν του αποκλεισμού και των «διοικητικών ενοχλήσεων», με σκοπό τη μείωση διά της υποχρεωτικής μετανάστευσης.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία συστηματικά επιχείρησε να διαμορφώσει μια «τουρκική συμπαγή κατάσταση». Στην προσπάθειά της αυτή βρήκε πρόθυμους συμμάχους τους εκπροσώπους του ελληνικού εθνικισμού της εποχής (μοναρχία, χούντα, μεταπολιτευτική Δεξιά) που μιλούσαν για τουρκική και όχι για μουσουλμανική μειονότητα.
Άλλωστε, στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου η κύρια μέριμνα των ελληνικών (και των ΝΑΤΟϊκών) Αρχών δεν ήταν τα ελληνοτουρκικά, αλλά το λεγόμενο «ανατολικό μπλοκ».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο (πίεση, αποκλεισμός, διοικητικές ενοχλήσεις) διευρύνθηκε η σχέση του τουρκικού κράτους με τη μειονότητα. Π.χ. για δεκαετίες η μοναδική δυνατότητα για εκπαίδευση είναι στην αντίπερα πλευρά. Ταυτόχρονα η μουσουλμανική μειονότητα επηρεάζεται πολλαπλά από το προξενείο και από την τουρκογενή ελίτ. Μην ξεχνάμε πως οι μουσουλμάνοι συγκεντρώνονται στα ίδια τζαμιά και ακούν τους ίδιους Τούρκους ιμάμηδες, πάνε σε μειονοτικά σχολεία και μαθαίνουν τούρκικα, δανειοδοτούνται από την ίδια τουρκική τράπεζα (Ziraat Βank) και την ώρα της αποπληρωμής του δανείου βρίσκονται στο έλεός της.
Η αδιέξοδη αυτή πολιτική άλλαξε το 1991, με απόφαση των τριών πολιτικών αρχηγών, επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη και καθιερώθηκε η νέα πολιτική της «ισονομίας και ισοπολιτείας».
Μαζί με τη νέα πολιτική έφτασαν και τα προγράμματα Δραγώνα-Φραγκουδάκη. Και τα δυο μέτρα έγιναν αποδεκτά από το τουρκικό προξενείο.
Το Πρόγραμμα Δραγώνα-Φραγκουδάκη αποσκοπούσε να βελτιώσει την εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας. Ήταν στα τουρκικά και απευθυνόταν στη «συμπαγή τουρκική κοινότητα», προκειμένου να διδαχτεί και ελληνικά, αντιμετωπίζοντας όλους τους μουσουλμάνους ως Τούρκους.
Ταυτόχρονα με την επίσημη πολιτική, άρχισε και μια κίνηση ανάδειξης των μειονοτήτων Πομάκων και Ρομά. Οι οπαδοί της συμπαγούς κοινότητας μιλούν για προσπάθεια διάσπασης της μειονότητας σε Ρομά, Πομάκους και τουρκογενείς.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως οι δυο πολιτικές (Πρόγραμμα Δραγώνα-Φραγκουδάκη και καλλιέργεια Πομάκικων-Ρομανί) είναι μεταξύ τους αντιφατικές. Γι’ αυτό δεν είναι σίγουρο αν η αφύπνιση ξεκίνησε από τα κάτω (από Ρομά και Πομάκους και στη συνέχεια υιοθετήθηκε) ή από τα πάνω (ΥΠΕΞ).
Οι μουσουλμάνοι Ρομά της Θράκης
Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι σχεδίασε το ΥΠΕΞ και το βαθύ κράτος και πώς συνδυάζεται αυτό το σχέδιο της «αφύπνισης ή διάσπασης» με το Πρόγραμμα Δραγώνα-Φραγκουδάκη, αφήνουμε τους γρίφους και θέτουμε το κύριο ερώτημα:
Είναι υπαρκτή η κοινότητα των μουσουλμάνων Ρομά στη Θράκη ή αποτελεί εφεύρημα προκειμένου να διασπαστεί η «συμπαγής κοινότητα»;
Η απάντηση είναι προφανής: Οι μουσουλμάνοι Ρομά της Θράκης με τη γλώσσα τους και τον τρόπο ζωής τους, ήταν και είναι διακριτοί και ξεχωριστοί και οποτεδήποτε μπορούν εύκολα να καταμετρηθούν. Μια ομάδα Ρομά από τη Θεσσαλονίκη ή την Κάτω Αχαγιά θα μπορούσε εύκολα και με ακρίβεια να τους εντοπίσει, να μιλήσει μαζί τους στην κοινή τους Ρομανί, ανεξάρτητα αν οι πρώτοι πιστεύουν στον Αλλάχ και οι δεύτεροι στον Χριστό.
Αν, λοιπόν, είναι υπαρκτή η κοινότητα των μουσουλμάνων Ρομά, δεν είναι φυσικό να αναδείξει μία και περισσότερες Σαμπιχά Σουλεϊμάν;
Για τη Σαμπιχά ακούστηκαν οι πιο ακραίες απόψεις. Για τον Ιό της Εφημερίδας των Συντακτών (26-27/4), «η δραστηριότητα της κ. Σαμπιχά έχει χρηματοδοτηθεί από την Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών, από τον Όμιλο Εμφιετζόγλου, από το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου. Στην Αυγή (23/4/2014) σε κύριο άρθρο που απηχεί τις επίσημες θέσεις της εφημερίδες γράφτηκαν πολύ βαριά λόγια: «… ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να συμπεριφερθεί με την αραχνιασμένη νοοτροπία της ΕΥΠ και να υποβάλει στον ΣΥΡΙΖΑ …. την υποψηφιότητα μιας μουσουλμάνας-Ρομά, που έχει υιοθετηθεί εδώ και χρόνια από την ελληνική Ακροδεξιά;»
Για το επίδικο, ούτε κουβέντα: Είναι υπαρκτή η κοινότητα των Ρομά;
Το ίδιο ερώτημα μπορούμε να θέσουμε και για τους Πομάκους: Είναι υπαρκτή η κοινότητα των Πομάκων;
Η απάντηση που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι πως δεν υπάρχουν τέτοιες μειονότητες, αλλά μόνον η «συμπαγής κοινότητα». Αλλιώς δεν δικαιολογείται το πάθος του υποψήφιου ευρωβουλευτή Δ. Χριστόπουλου με το οποίο την υποστήριζε στα ΜΜΕ.
Μένουν πολλά ακόμη να σχολιάσουμε και θα επανέλθουμε, αν οι φιλόξενες σελίδες του Δρόμου το επιτρέπουν.
* Ο Βασίλης Χριστόπουλος είναι συγγραφέας