Τον Γιώργο Λυκούρα τον γνώρισα αρκετά χρόνια πριν, με αφορμή κάποιες συνθέσεις του βασισμένες στην ποίηση του Γιώργου Λίκου. Λόγω προσωπικών μου δυσκολιών, όμως, δεν ευοδώθηκε εκείνη η συνεργασία μας. Παρ’ όλα αυτά, μας δόθηκε τότε η ευκαιρία να μιλήσουμε για τους ποιητές και τις μουσικές που αγαπάμε και να γνωρίσω έναν άνθρωπο που γράφει ωραία τραγούδια, μελοποιεί ποιητές με ευαισθησία, αλλά παράλληλα ερευνά τα κρυμμένα βάθη της μουσικής μας παράδοσης, φτάνοντας μέχρι τον Πυθαγόρα. Γεννημένος στη Μεσσήνη, το 1949, ξεκίνησε τις μουσικές του αναζητήσεις κοντά στον Σίμωνα Καρά και διετέλεσε μέλος της ορχήστρας του (1980-1988). Το 1990 μαζί με τον Μανώλη Καρπάθιο ίδρυσε τη Βυζαντινή Ορχήστρα Αθηνών, ένα σύνολο που επιχείρησε να αποδώσει την έντεχνη παραδοσιακή μουσική οργανικά. Μεταξύ άλλων, έχει εκδώσει τα εξαιρετικά βιβλία Ο Φιλόλαος και η διχοτόμηση του τόνου και Πυθαγορική Μουσική και Ανατολή (1994). Επίσης, την αρμονική-μαθηματική μελέτη Η Προσέγγιση του π στον Όμηρο και το βιβλίο Ήλιος Ανατέλλων και Ήλιος Δύων, ενώ συχνά παρουσιάζει τη μουσική σε ζωντανές εμφανίσεις με το συγκρότημα Πάπυρος του Fackelmann, μελοποιώντας ποιητές, όπως ο Νίκος Καρούζος, η Κική Δημουλά, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιώργος Λίκος κ.ά.

Προτίμησε να απαντήσει στα ερωτήματά μας με τη μορφή του κειμένου που παραθέτουμε:

 

Η ποίηση, η παιδική ψυχή της ανθρωπότητας, κρίνοντας από την ιστορία της, φαίνεται να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν κινείται σε ένα λεκτικό και νοηματικό ημίφως όπου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις εντελώς ένα μαχαίρι από ένα λουλούδι. Όταν βγαίνει στο φως καθαρή και γυμνή μάλλον εξαερώνεται και περνάει απαρατήρητη, αφού χάνεται ανάμεσα στην δογματική βεβαιότητα του επιστημονικού, στην ιδιοτελή αμφιβολία της κριτικής ή στην κενότητα του λόγου του αέρα.

Η αλήθεια της ποίησης συνηθίζει να κρύβεται μέσα από σύδεντρα συμβόλων, ιδεών ιδεοληψιών και παθών, έτσι ο λόγος της γίνεται λόγος θολός, δηλαδή δύσκολα ορατός και απτός. Αν υπάρχει νόημα στην τέχνη της, αυτό είναι αιώνες ζητούμενο. Γιατί η ποίηση άλλοτε γράφεται πολύσημα και αλληγορικά, που σημαίνει ότι γίνεται πολύπλοκη για τους πολλούς, ή ο καθένας αλλιώς την καταλαβαίνει, και άλλοτε είναι μονόμετρη, δηλαδή απλά ιδιωτική ή εσωστρεφής, και επομένως αδιάφορη για τα κοινά. Εκτός κι αν γίνει μύθος η ερμητικότητά της.

Όταν δεν είναι απλοϊκή, όπως συνέβη κάποιους αιώνες της ιστορίας της, χρησιμοποιεί δεκάδες τεχνικές, που επιβλήθηκαν από ποιητικές σχολές ή υιοθετήθηκαν από μεμονωμένους ποιητές. Συχνά αντιμεταθέτει τα σχήματα των λέξεων και των καταστάσεων. Τα αντικείμενα γίνονται ρήματα και τα ρήματα γίνονται νοερά οχήματα-σύννεφα που θέλουν να λένε ότι κουβαλάνε τη βροχή, αυτή που είναι σπόρος για ποιητική γέννα. Πλημμύρα, πηγή, δροσούλα ή το τζούφιο μαύρο της ανομβρίας στην περίπτωση της αστοχίας. Με ρίμα ή χωρίς ρίμα. Αδιάφορο.

Αυτό το τίποτα της ποίησης είναι που ορίζει τον κακό της εαυτό, δηλαδή την κακή ποίηση.

Η φωνή του ποιήματος -δηλαδή ο ρυθμός και τα μέτρα του- όταν αυτό γράφεται από τον δημιουργό του και ώς ότου τελειώσει, είναι σαν ένας βηματοδότης -χορευτής των λέξεων, μετρονόμος ρημάτων, επιρρημάτων και των συναφών- που είναι εντελώς προσωπικός οδηγός. Τον ακούει μόνον ο ποιητής. Όταν, όμως, το ποίημα αναχωρεί και εξέρχεται προς τους ερωτιδείς του, δηλαδή στους μετέχοντες αναγνώστες, και στους ποιητές άλλων τεχνών, κυρίως στους μελοποιούς, τότε η μια και μοναχική φωνή -το εσωτερικό αγκομαχητό του ποιητή- γίνεται πολλές φωνές και ρυθμοί διακριτοί και τραγούδι αλλιώτικο που θέλει να κοινοποιηθεί και να γίνει «σουξέ». Εκτός κι αν ο μελοποιός είναι εσωστρεφής και υπερόπτης έναντι των άλλων και θέλει να διαφοροποιηθεί από των πολλών τα ακούσματα. Έτσι, κατανοείται η ύπαρξη μελοποιίας μοναχικής ή αισθητικά δύσκολης για τους πολλούς. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν πολλοί μελοποιητικοί κώδικες -κλίμακες και μελωδικοί κανόνες- αλλά και ρυθμικές επιλογές (χωρίς να αφήσουμε έξω τη μόδα και την αγορά) που διαφοροποιούν τον έναν από τον άλλον τους μελοποιούς. Βεβαίως, εδώ μπαίνει και η μουσική ψυχή που αναγιγνώσκει το ποίημα κατά το δικό της χαβά, όπου μαζί με τους ηχητικούς αυτοματισμούς των λέξεων που αναδίνονται, σέρνονται και μουσικές αναθυμιάσεις του ίδιου του μελοποιού, δηλαδή ανάσες, παύσεις, καταλήξεις, μελικές επιστροφές και αναγραμματισμοί. Είναι σαν να θέλει ο δεύτερος τεχνίτης (γιατί δεν είναι μόνον το μέλος, αλλά και το θέατρο ή το σινεμά ή και άλλες τέχνες που αναπαράγουν από δεύτερο χέρι ποίηση) να συνθέσει άλλο ποίημα.

Αυτοί οι δυο ρυθμοί, του ποιητή και του μελοποιού-αναδημιουργού, τις περισσότερες φορές έρχονται σε σύγκρουση. Αυτό το βλέπουμε στις γκριμάτσες των ποιητών όταν ξανακούν τα τραγούδια τους.

Η αδυναμία του μελοποιού να κατανοήσει και να γνωρίσει τον ποιητή μια συγκεκριμένη στιγμή, δηλαδή το ποίημα, μαζί με την μουσική του μετριότητα ίσως, είναι αυτά που χαρακτηρίζουν μια κακή μελοποιία.

Ο στίχος, των τραγουδιών αυτός, είναι η παιδική ψυχή της ποίησης. Τα παιδιά όταν παίζουν συχνά αφαιρούνται και χορεύουν. Τις πιο πολλές φορές είναι τόσο χαριτωμένα που προοιωνίζονται το μεστό χρόνο, δηλαδή το καρπερό αριστούργημα της ζωής, σαν τις παρθένες των φωτογραφιών του Εμπειρίκου. Άλλοτε, όμως, οι στίχοι είναι γεμάτοι από ανόητη αφέλεια και αγραμματοσύνη, όπως εκείνοι που δείχνουν το βυζί της Μαντόνας, δηλαδή εκείνοι με το ίδιο ανόητα επαναλαμβανόμενο και ευτελές αντιποιητικό ρεφραίν. Εδώ δεν εννοούμε τον απλό ρυθμικό στίχο, που συχνά μοιάζει με τις παλιές ρυθμικές κραυγές της εργασίας ή τα επιφωνήματα των χορευτών του πανηγυριού ή ακόμα με τα χαμηλά ηχητικά της τρέβας και της ραστώνης (των αναδιπλώσεων, των προθεμάτων και επιθεμάτων των ορέ, των αμάν-αμάνι, των άιντε και των baby), που μπορεί να γίνεται τραγούδι αριστουργηματικό όπως ένα έξοχο μικρότατο ποίημα.

Το καλό στιχάκι ως κωδικός επικοινωνίας διά των άυλων πραγμάτων, όπου και η μουσική, μάλλον δικαιούται να το παίζει ποίημα, αφού μπορεί και αυτό να γίνει έρωτας· ελπιδοφόρα ανάσα και αναστάσιμο τροπάρι ή το αντίστροφό τους· βάρος ψυχικό δηλαδή βαθύς αναστεναγμός πόνου ή ρόγχος θανάτου.

 

 

27_THEATRO

Μίκης Θεοδωράκης, Οδυσσέας Ελύτης, Βασίλης Φωτόπουλος και Διονύσης Φωτόπουλος στις πρόβες της παράστασης Ιππής (Επίδαυροsς 1979)

 

 

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο μελισμός της ποιήσεως

 

Όταν μιλάει κανείς για τη σχέση ποίησης και μουσικής, και μάλιστα για τη μελοποιημένη ποίηση, είναι ανεπίτρεπτο να αγνοήσει τον συνθέτη που εδώ και μισόν αιώνα τουλάχιστον έδωσε σ’ αυτό το ζήτημα έναν πρωτεύοντα ρόλο: τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ανεξάρτητα από την κριτική που ο καθένας δικαιούται να του ασκήσει, δεν ασχολήθηκε απλώς με τη μελοποίηση της ποίησης, οραματίστηκε ένα «πρόγραμμα» δημιουργικής συνύπαρξης ποίησης και μουσικής το οποίο θα οδηγούσε σε μια καινούργια μορφή, σε ένα νέο είδος που θα συνέβαλε σε μια πολιτιστική επανάσταση η οποία θα έκανε κτήμα του λαού την υψηλή ποίηση μέσω της μουσικής.

Σε ένα βιβλίο του με τον τίτλο Μουσική για τις μάζες (Εκδ. Ολκός, 1972) σημειώνει: […] «η προσπάθεια για τη δημιουργία και εδραίωση αυτού που αποκαλώ “νεοελληνική μετασυμφωνική μουσική” θα είναι κοινή επιδίωξη του Ποιητή και του Συνθέτη […] Το μετασυμφωνικό έργο είναι, κατ’ εμέ, κατ’ αρχήν ποιητικό και στη συνέχεια μουσικό […] Μέσα σ’ αυτό το έργο ο Λόγος ολοκληρώνεται με την υπερ-λογική προσφορά της Μουσικής. Ένα τέλειο αισθητικό οικοδόμημα δημιουργείται. Το μετασυμφωνικό έργο».

Ο Μίκης Θεοδωράκης ξεκινώντας από τη μορφή του απλού λαϊκού τραγουδιού επιδιώκει να οδηγηθεί σε μια σύνθετη μορφή, έχοντας πάντα όμως σταθερό του προσανατολισμό τη συνύπαρξη ποίησης και μουσικής, αφού θεωρεί την ελληνική γλώσσα ως πεμπτουσία της ελληνικής κληρονομιάς.

Είναι προφανές ότι ο Μίκης Θεοδωράκης οραματίζεται μια ενότητα, μια τελική σύνθεση της μουσικής και της ποίησης σε ένα έργο. Θα είναι όμως ποτέ ίδιο το Άξιον Εστί του Ελύτη με το Άξιον Εστί του Θεοδωράκη;

 

Α.Κ.

 

 

 

 

27_ELYTHS

 

 

Οδυσσέας Ελύτης

 

Η συναυλία των γυακίνθων

(απόσπασμα)

VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμένα. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυλώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης.

Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ’ απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων.

Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…

 

Προσανατολισμοί,1940

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!