Η περιβαλλοντική κατάσταση και τα προβλήματα διαχείρισης. Του Γιάννη Ν. Κρεστενίτη
Ο Θερμαϊκός Κόλπος είναι μια αβαθής και με μικρή αναλογικά επικοινωνία με την ανοικτή θάλασσα, παράκτια λεκάνη στο βορειοδυτικό άκρο της λεκάνης του Αιγαίου. Αλλά με μοναδικά χαρακτηριστικά, τόσο περιβαλλοντικά όσο οικονομικά και κοινωνικά.
Αποτελεί τον αποδέκτη των νερών πολλών λεκανών απορροής ποταμών, ένας από τους οποίους είναι διακρατικός (Αξιός) και μικρών ή μεγαλύτερων χειμάρρων, αρκετοί από τους οποίους έχουν και αυξημένα ρυπαντικά φορτία.
Ταυτόχρονα τόσο η χερσαία παράκτια ζώνη του όσο και ο θαλάσσιος χώρος του συγκεντρώνουν ένα πλήθος ανθρωπογενών παρεμβάσεων: αστική και τουριστική ανάπτυξη, βιομηχανίες, υδατοκαλλιέργειες, αλιεία (παράκτια ή ανοικτής θάλασσας), αγροτικές και κτηνοτροφικές χρήσεις. Χρήσεις οι οποίες συνυπάρχουν με περιοχές μεγάλης οικολογικής αξίας, περιοχές προστασίας και ειδικής διαχείρισης του περιβάλλοντος, όπως το δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα-Αλυκής Κίτρους, οι λιμνοθάλασσες Επανομής, Αγγελοχωρίου, Καλοχωρίου, κ.ά.
Αν και είναι μια από τις πιο μελετημένες περιοχές της Αν. Μεσογείου, οι μεγάλες χρονοσειρές δεδομένων (φυσικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών) σπανίζουν. Ενώ είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας η έλλειψη που αφορά στις πηγές ρύπανσης (ποτάμια, μονάδες επεξεργασίας λυμάτων, γεωργικές, κτηνοτροφικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές απορροές), γεγονός που εμποδίζει και το διαχειριστικό σχεδιασμό.
Στην παράκτια ζώνη του Θερμαϊκού υπάρχουν και παραλιακές περιοχές σημαντικού μήκους ή και έκτασης με πολύ χαμηλό υψόμετρο (περιοχές με υψόμετρο έως 1.0 m πάνω από τη στάθμη της θάλασσας) που έχουν πληγεί ή/και κινδυνεύουν να πληγούν στο μέλλον από παράκτιες πλημμύρες (κατάκλυση από το θαλασσινό νερό), ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του την προβλεπόμενη κλιματική αλλαγή και την αναμενόμενη υπερύψωση της μέσης στάθμης της θάλασσας όσο και την αύξηση εμφάνισης ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων.
Μη ευσταθές θαλάσσιο σύστημα
Αν και το σύνολο σχεδόν των αστικών λυμάτων της Θεσσαλονίκης απορρέουν στο Θερμαϊκό μετά δευτεροβάθμια επεξεργασία, άλλες πηγές υγρών αποβλήτων, που είναι ανεπεξέργαστα, όπως είναι τα βιομηχανικά (αφού η σχετική μονάδα της ΒΙΠΕ Σίνδου δεν λειτουργεί), οι γεωργικές αποστραγγίσεις και οι υπερχειλίσεις ομβρίων (που συμπαρασύρουν και αστικά λύματα, καθώς το σύστημα αποχέτευσης είναι παντορροϊκό στο μεγαλύτερο μέρος του), αλλά και οι άγνωστου ρυπαντικού φορτίου εισροές από τα ποτάμια και τα μικρά ή μεγαλύτερα ρέματα (όπου δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν και παράνομες απορρίψεις), καθιστούν τον Θερμαϊκό ένα μη ευσταθές θαλάσσιο σύστημα με μεταβολές – μεταπτώσεις στα φυσικά, χημικά και βιολογικά του χαρακτηριστικά. Και επίσης σε υπο-περιοχές του Θερμαϊκού κόλπου εξακολουθούν να παραμένουν τα χαρακτηριστικά υποβαθμισμένου θαλάσσιου περιβάλλοντος, παρά τα αποχετευτικά έργα ή τις απαγορεύσεις.
Αυτό που είναι σίγουρο και στηρίζεται από τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες, είναι ότι δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη η μη αμφισβητήσιμη και σταθερή ανάκαμψη του θαλάσσιου οικοσυστήματος στο σύνολο του Θερμαϊκού κόλπου. Για το λόγο αυτό, τόσο η ωραιοποίηση της περιβαλλοντικής κατάστασης του κόλπου, όσο και η καταστροφολογική του εικόνα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ενώ καθίσταται απαραίτητη η συστηματική και αντικειμενική του παρακολούθηση, έτσι ώστε να μην υπάρχουν περιβαλλοντικά στοιχεία με προφανή αντίφαση μεταξύ τους, που επιτείνουν τη σύγχυση και τραυματίζουν την αξιοπιστία της διοίκησης και των επιστημόνων. Αλλά και το πιο σημαντικό, εμποδίζεται η διαμόρφωση και υλοποίηση διαχειριστικών πολιτικών για την ανάκαμψη του οικοσυστήματος του Θερμαϊκού κόλπου.
Απουσία διαχειριστικής πολιτικής
Όλα τα προηγούμενα συνηγορούν στην απουσία της οποιασδήποτε διαχειριστικής πολιτικής. Αφού και αμφίβολη ποιότητα υδάτων διαπιστώνεται και περιστασιακά περιστατικά μόλυνσης εμφανίζονται και ανεξέλεγκτες επεμβάσεις στην παράκτια ζώνη διαπιστώνονται με προβλήματα διάβρωσης και παράκτιων πλημμυρών. Αλλά και εξίσου σημαντικό και με άμεσες οικονομικές συνέπειες, παρουσιάζεται μείωση της μυδοπαραγωγής (ποσοτικά και ποιοτικά), μείωση των ιχθυαποθεμάτων και υποβάθμιση των ιχθυοτόπων. Με αποτελέσματα «συγκρούσεις» ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες. Αλλά και η απουσία διαχείρισης είναι διαχειριστική πολιτική.
Η κατακερματισμένη διοικητική δομή, με πληθώρα υπηρεσιών και φορέων που έχουν (μερική ή ολική) αρμοδιότητα σε θέματα σχετικά με τον Θερμαϊκό κόλπο, αλλά και η κεντρική δομή διακυβέρνησης είναι τα αίτια μιας ανελαστικής και αναποτελεσματικής διαχείρισης. Η διαχείριση αυτή, σε συνάρτηση με το επιφανειακά επιστημονικά τεκμηριωμένο και με κενά (για λόγους και πολιτικής σκοπιμότητας) θεσμικό πλαίσιο, γίνεται ακόμη περισσότερο αναποτελεσματική και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις έντονες πιέσεις στο φυσικό σύστημα του Θερμαϊκού και τους πόρους του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κίνηση για δημιουργία Φορέα Διαχείρισης του Θερμαϊκού Κόλπου με αποφασιστικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες, που στηρίχθηκε από πολλούς (ΑΠΘ, ΤΕΕ, ΟΡΘΕ, κ.ά.) κατέληξε στη δημιουργία μιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης (2008) που ουδέποτε στελεχώθηκε επαρκώς, αλλά ούτε έχει και αποφασιστικές αρμοδιότητες διαχείρισης, ούτε και εισηγήθηκε έστω κάποιο σχέδιο συνολικής διαχείρισης του Θερμαϊκού.
Είναι λοιπόν προφανές ότι απαιτείται μια ουσιαστική διαχειριστική πολιτική για τον Θερμαϊκό κόλπο. Η διαχειριστική αυτή πολιτική για το θαλάσσιο περιβάλλον και την παράκτια ζώνη του Θερμαϊκού κόλπου θα πρέπει να είναι μια συλλογική δραστηριότητα. Μια οργανωμένη παρέμβαση που θα συμπεριλαμβάνει τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την παρακολούθηση και θα στοχεύει στην ικανοποίηση συλλογικών αναγκών της κοινωνίας.
Προϋποθέτει τη συστημική προσέγγιση του παράκτιου (θαλάσσιου, παραλιακού και χερσαίου) χώρου. Που σημαίνει ότι ο Θερμαϊκός κόλπος, όπως και κάθε άλλος παράκτιος χώρος (παράκτια ζώνη) θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, προσεγγίζεται, μελετάται ως σύνθετο σύστημα με περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική συνιστώσες, όπου συμμετέχουν τόσο η επιστήμη, όσο και η πολιτική αλλά και η κοινωνία με συγκεκριμένους ρόλους.
Επιστήμη, πολιτική, κοινωνία
Η επιστήμη οφείλει να παράγει γνώση κατευθυνόμενη στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα, την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική αμεροληψία όσον αφορά τη διαχείριση
Η πολιτική οφείλει να δημιουργήσει νομικό πλαίσιο το οποίο θα θέτει αυστηρά και αδιαπραγμάτευτα όρια αλλά θα επιτρέπει την ελαστική, τοπική διαχείριση μέσα στα πλαίσια αυτά.
Η κοινωνία οφείλει να θέσει τα προβλήματα και να συμμετάσχει ενεργά στις διαδικασίες επίλυσής τους.
Η συστημική αυτή προσέγγιση διερευνά πιθανά εναλλακτικά σενάρια που οι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι έχουν επιδιώξεις, προθέσεις και ελέγχονται από κοινωνικούς θεσμούς, τα «χρησιμοποιούν» για τη μεταξύ τους διαβούλευση, για τις επιθυμητές μελλοντικές καταστάσεις του παράκτιου κοινωνικό-οικολογικού συστήματος, του Θερμαϊκού Κόλπου και τη χάραξη της διαχειριστικής πολιτικής.
Η χάραξη της διαχειριστικής πολιτικής μέσω των εναλλακτικών διαχειριστικών επιλογών είναι μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία πάνω στο κοινωνικό-οικολογικό παράκτιο σύστημα, οι αλληλεπιδράσεις και επιπτώσεις της οποίας πρέπει να παρακολουθούνται και να εκτιμώνται συνεχώς.
Αυτή η διαχειριστική διαδικασία προϋποθέτει πολιτική βούληση, κοινωνικό διάλογο, διαβούλευση και συνεργασία και αν υπάρχουν θα οδηγήσει σε οικοαναπτυξιακή διαχείριση που θα εξασφαλίζει την ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών της κοινωνίας.
Σημείωση: Το άρθρο βασίζεται στην αντίστοιχη εισήγηση που έγινε στην ημερίδα που οργάνωσε στις 9/3/14 στην Κατερίνη η ΝΕ ΣΥΡΙΖΑ Πιερίας, με θέμα «Θερμαϊκός, η θάλασσά μας»
* Ο Γιάννης Ν. Κρεστενίτης
είναι καθηγητής του Τμήματος
Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ