του Θανάση Γαλανάκη

Μία ἑβδομάδα μετὰ τὴν 4η Αὐγούστου τοῦ 1936, τὰ θέλοντας καὶ μὴ συντονισμένα μὲ τὴν ἐξουσία Μέσα Ἐνημέρωσης ἀναπαρήγαγαν τὸ κρατικὸ ἀφήγημα. Σαφῶς, ὅταν μιλᾶμε γιὰ Μέσα “Μαζικῆς” Ἐνημέρωσης ἐκείνης τῆς περιόδου ἐννοοῦμε κυρίως τὶς ἐφημερίδες, καθὼς τὸ ραδιόφωνο ἦταν προνόμιο τῶν ἐχόντων.

Μόλις μία ἑβδομάδα, λοιπόν, μετὰ τὴ μεταξικὴ “ἔκτακτη ἀνάγκη” καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ φύλλο 5221 τῆς ἐφ. Καθημερινῆς (Τρίτη, 11 Αὐγούστου 1936) διαβάζουμε στὴ στήλη «Καθημερινά» ἕνα σύντομο κείμενο μὲ τίτλο «Αἱ Ἐλευθερίαι»: «Συχνὰ εἰς τὰς ἐφημερίδας συναντᾶ κανεὶς ἀγγελίας τοῦ τύπου αὐτοῦ: “Ἀπωλέσθη κύων ἀκούων εἰς τὸ τάδε ὄνομα. Ὁ εὑρὼν νὰ τὸν φέρῃ ἐκεῖ καὶ θὰ λάβῃ τόσας δραχμάς”. Σκέπτεται λοιπόν: Ἀφοῦ, ὅταν χάσῃ τὸ σκυλί του, ἕνας πολίτης εἶναι ἕτοιμος νὰ δώσῃ τόσας δραχμάς, τί θὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ δώσῃ ἂν χάσῃ ὄ,τι πολυτιμότερον ἔχει, τὰς Ἐλευθερίας του;… Προκαλοῦμεν λοιπὸν οἱονδήποτε μὴ φίλον καταστάσεως νὰ σταματήσῃ ἕνα ὁποιον δήποτε διαβάτην τοῦ δρόμου καὶ νὰ τὸν ἐρωτήση: “Κύριε, ἐχάσατε τὰς ἐλευθερίας σας. Τί δίδετε διὰ νὰ σᾶς τὴν φέρωμεν πίσω;…” Θὰ μάθῃ ―εἴμεθα βεβαιοι― ἀπὸ τὸν διαβάτην αὐτὸν ὅτι δὲν δίδει τίποτε διότι δὲν ἀντελήφθη κἂν ὅτι ἔχασε τίποτε. Αἱ ἐλευθερίαι ἦσαν ἐμπόριον τὸ ὁποῖον ἐξεμεταλλεύοντο οἱ ὀλίγοι εἰς βάρος τῶν πολλῶν. Δημαγωγίαι, ψεύδη, ἀγυρτίαι καὶ τίποτε ἄλλο…»

Εἶναι πικρὴ ἡ ἀλήθεια ἀλλὰ ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται ἐπικαιροποιημένη: Ἀστυνομία στὰ Πανεπιστήμια, κυβερνητικὰ ποδηγετούμενη ἐνημέρωση τοῦ τόπου, σταδιακὴ φινλανδοποίηση. Καὶ πράγματι, ὅλα αὐτὰ ἐλάχιστα ἐπηρεάζουν τὴν καθημερινότητα μιᾶς σχεδὸν ἐξαθλιωμένης λαϊκῆς ἐργατικῆς τάξης. Κι’ αὐτὸ γιατὶ ὅποιος τρέφει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, λ.χ., κατὰ τὴν ἑπταετία ’67-’74 ὁ ἑλληνικὸς λαὸς θεωροῦσε πρῶτο καὶ μόνο του μέλημα τὸ νὰ ξανατραγουδήσει ἐλεύθερα Θεοδωράκη, πλανᾶται πλάνην οἰκτρᾶν. Ἀσφαλῶς, ἡ ἀναπαραγωγὴ “ἀνατρεπτικῆς” μουσικῆς λειτουργοῦσε ὡς ἱκανὴ ἀφορμὴ ἐξασφάλισης μιᾶς βόλτας ἀπὸ τὴν Ἀσφάλεια ἢ ἀκόμα-ἀκόμα κι’ ἐξορίας.* Δὲν ἦταν ὅμως μονάχα ἡ στέρηση ἀπὸ Θεοδωράκη καὶ Ρίτσο ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἐξέγερση, ὅσο ἡ ἀφαίρεση τῆς δυνατότητας ἐπιλογῆς καὶ ἐλεύθερης ἔκφρασης ἐν γένει, καὶ ἀκόμα περισσότερο, ἡ ἀγανάκτηση ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὸν παγιωμένο τρόμο· αὐτά ἦταν ποὺ ἔφτασαν τὸν κόμπο στὸ χτένι ἐπηρεάζοντας τὴν καθεμέρα τῶν Ἑλλήνων ἐργατῶν.
Δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὸ ἂν τὰ ἀνώτατα ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα τῆς χώρας θὰ καταστοῦν τσιφλίκι τῆς ἀστυνομοκρατίας ἢ ἂν θὰ παραχωρήσουμε μιὰ-δυὸ βραχονησίδες στοὺς Τούρκους. Ὅλ’ αὐτὰ ἂν βγοῦν ἀπ’ τὸ παρὸν κάδρο καὶ τεθοῦν πρὸς συζήτηση in situ, ἐλάχιστα ἀπασχολοῦν τὸν βυθιζόμενο στὴ δίνη τῆς ἀργίας του ἐργαζόμενο. Οἱ ἐλευθερίες του ἁπλῶς ἔχουν τεθεῖ σὲ διαθεσιμότητα· κι’ ἂν χρειάζεται ἕνα μήνυμα-εξοδόχαρτο γιὰ νά ’βγει ἀπὸ τὸ σπίτι, αὐτὸ δὲν εἶν’ καὶ τίποτα σπουδαῖο, μιᾶς κι’ ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴν πανδημικὴ συγκυρία. Ἀφήγημα κοινὸ κι’ ἐμπεδωμένο κτῆμα. Ἀποστολὴ ἐξετελέσθη.

Πρέπει, ἑπομένως, νὰ ἀποδεχτοῦμε τὰ γεγονότα ὡς ἔχουν: ἡ πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων δὲν δίνει δυάρα γιὰ ὅλ’ αὐτά. Τρανὴ ἀπόδειξη ἡ ἀδράνεια ποὺ ἐπιδεικνύει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μπρὸς στὰ στανικὰ ἐπιβάλλόμενα μέτρα καὶ στὰ φλέγοντα καὶ λάθρᾳ ψηφιζόμενα νομοσχέδια. Καὶ σ’ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ναρκωμένα ἀντανακλαστικὰ ἐπενδύει ἡ ἐξουσία, σερβίροντας τὴν πρόζα περὶ μιᾶς ἐλευθερίας ποὺ δὲν καταπατᾶται, ἀλλ’ ἀντιθέτως προσαρμόζεται στὴ θεραπευτικὴ μέριμνα τῆς πάσχουσας κοινωνίας ποὺ ἐπιζητᾶ τὸν κρατικὸ φαρμακό – Σύνδρομο Στοκχόλμης μὲ ἐπίδομα συμμόρφωσης.

Ἡ ἱστορία μᾶς κλείνει τὸ μάτι δείχνοντάς μας ὅτι κάποτε ἡ κοινωνικὴ ὀργὴ ἐκτονωνόταν παλλαϊκά, μόνον ἐφόσον ἔβγαιναν μπροστὰ οἱ πρωτοπόροι καθοδηγητές. Σήμερα, οἱ πρωτοπόροι ἔχουν ἐκλείψει καὶ ἡ κατάσταση μᾶς ἀναγκάζει σὲ πισωβήματα σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ πάρουμε λίγη φόρα πρὸς τὰ ἐμπρός – ἂν φυσικὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ σωτηρία. Προϋποθέσεις; Πολλές. Διακυβεύματα; Ἑκατοντάδες. Κι’ ἂν ὄχι ὅλοι, ἔστω κάποιοι· προτοῦ στὰ “νέα «Καθημερινά»” συναντήσουμε «τὸν διαβάτην αὐτὸν [ποὺ] δὲν δίδει τίποτε διότι δὲν ἀντελήφθη κἂν ὅτι ἔχασε τίποτε.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!