Βρικόλακες στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Γράφει: η Χριστίνα Ανδρέου

Χένρικ Ίψεν, λοιπόν. Ένα όνομα βαρύ σαν Ιστορία… Έτος Ίψεν το 2014 και οι ελληνικές σκηνές σπεύδουν να τιμήσουν το μεγάλο Νορβηγό δραματουργό με αρκετές παραστάσεις έργων του σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ίσως, το πιο δυνατό και συμπαγές του δράμα, καθώς οι κοινές συνιστώσες με την αρχαία ελληνική τραγωδία είναι ουκ ολίγες, οι Βρικόλακες, παίζονται το τελευταίο διάστημα στην Α΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
Στα της υπόθεσης τώρα: Ο μπερμπάντης, νεκρός πια, κ. Άλβινγκ, είχε παράνομες σχέσεις με την υπηρέτρια του σπιτιού και το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα: ένα νόθο παιδί. Ένα κορίτσι που πήρε υπό την κηδεμονία του για λίγα χρήματα ο τυχοδιώκτης Έγκστραντ με τις ευλογίες του πάστορα της ενορίας που στο όνομα της αστικής ηθικής κουκουλώνει όπως η γάτα τα κόπρανα του ποιμνίου του. Το παζλ συμπληρώνει μια ηλικιωμένη πλέον γυναίκα, η σύζυγος του ακατονόμαστου, που ζει στη σιωπή για να μην διαταράξει την τάξη και εντέλει ξεσπά όταν συνειδητοποιεί πως ο γιος της, άρρωστος από κληρονομικό νόσημα, αρχίζει και πληρώνει τις αμαρτίες του πατέρα του, μια και ετοιμάζεται να ερωτοτροπήσει με την αδερφή του, χωρίς να το γνωρίζει… Ωιμέ! Η σοφόκλεια επίδραση εμφανής, δυνατή και συγκλονιστική. Αστικό ευρωπαϊκό θέατρο με ειδικό βάρος αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Η οικογενειακή αυτή τραγωδία, λοιπόν, όσο και αν με σημερινά ηθικά κριτήρια φαίνεται κάπως παρωχημένη -δεν μπορώ να φανταστώ βέβαια τι σήμαινε το 1881 να θίγονται ανοιχτά επί σκηνής θέματα όπως νόθα παιδιά, αφροδίσια νοσήματα, ευθανασία κ.λπ. θα ήταν, υποθέτω, σαν να διαπερνούσε τους θεατές ηλεκτρικό ρεύμα-, ωστόσο συγκλονίζει και το σύγχρονο κοινό, χάρη στη μαεστρία και την αξεπέραστη δεξιοτεχνία με την οποία ο Ίψεν βάζει κάθε φορά τους ήρωές του αντιμέτωπους με τα τρομακτικά τους διλήμματα. Και αυτό έχει μια διαχρονική αξία, είναι ένα μάθημα ζωής και ηθικής, χωρίς χρονικούς φραγμούς. Στους Βρικόλακες το δράμα έχει συντελεστεί χρόνια πριν. Σαν ιστός αράχνης που απλώνεται ασφυκτικά σε κάθε γωνία του σπιτιού, το μεγάλο μυστικό της κυρίας Άλβινγκ μέσα σε μια νύχτα αποκαλύπτεται, το φάντασμα βγαίνει από την ντουλάπα και συμπαρασύρει στο πέρασμά του ζωές και ανθρώπους. Το ψέμα το διαδέχεται η αλήθεια, που είναι οδυνηρή, σαρωτική, ανελέητη. Κι, όμως, την ύστατη στιγμή, στο τραγικό φινάλε, ο συγγραφέας δίνει στους ήρωές του τη δυνατότητα της επιλογής, να ορίσουν αυτοί τη μοίρα τους ή μάλλον να επιλέξουν το θάνατό τους. Και αυτή η τελευταία σκληρή επίγευση του δράματος κλείνει την αυλαία προσφέροντάς σου τα πιο δυνατά συναισθήματα.

Τα της παράστασης
Θα αρχίσω από τη διανομή, γιατί και μόνο διαβάζοντας τα ονόματα δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί πως είναι πολλά υποσχόμενη: Μπέττυ Αρβανίτη στο θρυλικό ρόλο της κυρίας Άλβινγκ, Κώστας Βασαρδάνης στο ρόλο του Όσβαλντ, Νίκος Χατζόπουλος ως πάστορας Μάντερς, Γιώργος Κέντρος ως Έγκστραντ και Μαρία Κίτσου στο ρόλο της Ρεγγίνε. Πέντε ονόματα με μόνο, όμως, ένα να «γράφει» στην κλειστή οθόνη του δράματος σε τέσσερεις τοίχους. Αυτό του Γιώργου Κέντρου που κέντησε στα σημεία τον ήρωά του με αλήθεια, μπήκε στο κοστούμι του ρόλου και δεν το φόρεσε απλά. Εύγε! Φυσικά, ένας καλός ηθοποιός έχει και τις κακές στιγμές του που δεν είναι ακριβώς κακές αφού πάντα μπορεί να ξεγλιστρά από τις δυσκολίες που βασανίζουν αυτόν με έλλειψη ταλέντου. Όμως, και το ταλέντο από μόνο του δεν φτάνει. Γιατί είναι ευκολία και χωρίς βάσανο δεν παραδίδονται μεγάλες ερμηνείες. Έτσι, η κυρία Άλβινγκ της Μπέττυς Αρβανίτη ήταν ατροφική, χωρίς ανάπτυξη και εύρος, έμεινε στάσιμη σε ένα απλά καλό επίπεδο. Με μια μικρή εξαίρεση στη σκηνή του τέλους.
Ο Όσβλαντ από την άλλη του Κώστα Βασαρδάνη, κινησιολογικά φλύαρος, με μια ένταση που προσέκρουε άχαρα στον τοίχο της άτονης κυρίας Άλβινγκ. Ο Νίκος Χατζόπουλος αρκετά συνεπής στις ανάγκες του ρόλου, με κάτι όμως πάντα να λείπει από το ψηφιδωτό, ενώ η Μαρία Κίτσου άνιση: στιγμές με μια ειλικρίνεια ανατριχιαστική, άλλες με μια δόση ψεύτικης υπερβολής. Δυστυχώς, λοιπόν, η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού είχε κάποιες αστοχίες ως προς την καθοδήγηση των ηθοποιών. Είχε, βέβαια, πάντα το στίγμα του, την ατμόσφαιρα, το υπονοούμενο, τη γύμνια των ερμηνευτών στις σκηνές κορύφωσης, το σεβασμό στο ύφος και το λόγο του συγγραφέως.
Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα σύγχρονη και θεατρική, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υποβλητικοί, ενώ τα σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, χωρίς καθόλου θεατρικό φόρτωμα, αλλά με έντονη θεατρική χροιά, μια πολύ καλή δουλειά.

Τo tip του θεατή
Όταν έχεις μεγάλες προσδοκίες -δικαίως όταν σε ένα έργο μαζεύονται τόσοι αξιόλογοι συντελεστές- τελικά, ίσως και να το απολαμβάνεις λιγότερο, γιατί κρατάς μεγάλο καλάθι και τελικά γεμίζεις μικρό. Η εν λόγω παράσταση, λοιπόν, φυσικά και είναι μια αξιοπρεπής δουλειά με θεατρικό ήθος και σίγουρα θα κερδίσεις πολλά αν την παρακολουθήσεις. Απλά της λείπει το άστρο…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!