Από τον Δημήτρη Ουλή
Πρώτα απ’ όλα, γιατί είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες, αλλά και μια από τις πιο πρωτότυπες και συναρπαστικές περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας του χολιγουντιανού, τουλάχιστον, κινηματογράφου. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι το θέμα δεν άπτεται απλώς του προσωπικού μου γούστου. Πάνω απ’ όλα, αφορά έναν βαθύτερο επιστημολογικό μου καημό, ο οποίος δεν είναι πλέον διατεθειμένος να ανεχθεί τις αυθαίρετες (και αφάνταστα παρωχημένες) διακρίσεις ανάμεσα στο «ποιοτικό» και στο «εμπορικό» σινεμά: ανάμεσα δηλαδή στο Χόλιγουντ των «επιφανειακών», και την Ευρώπη των «βαθέων» αφηγήσεων, ανάμεσα στην «εφετζίδικη» και την «ποιητική» κινηματογραφική γραφή, ανάμεσα στον Κλιντ Ίστγουντ και τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα έλεγα ότι ο επιστημολογικός μου καημός αφορά μια οριστική και αμετάκλητη πλέον απόφασή μου να αντιπαρέλθω τα στερεότυπα της «επίσημης» κινηματογραφικής κριτικής (λέγε με Αθηνόραμα) και να υποστηρίξω ότι ακόμα και μια ταινία επιστημονικής φαντασίας όπως το Matrix, έχει να μας πει πολύ σημαντικότερα πράγματα για τη σημερινή ιστορική συνθήκη, από τις «πολίτικες κουζίνες» και «τα δέντρα της ζωής όλου του κόσμου».
Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές έχω διδάξει το Matrix: στο σχολείο, στο International Baccalaureate, στο πανεπιστήμιο, σε ανεξάρτητα στέκια και σε παρέες. Πολλοί θεωρούν ότι η ταινία μού έχει γίνει εμμονή, και ότι ο ενθουσιασμός μου γι’ αυτήν με κάνει μερικές φορές να φαίνομαι ακόμα και γραφικός. Απαντώ: ως θεολόγος, είμαι εκ φύσεως γραφικός, διότι μελετώ τας Γραφάς. Και ως κοινωνικός ανθρωπολόγος -ε, εκεί πια το κακό παραγίνεται: αλίμονό σου, φίλε μου, εάν δεν έχεις «εμμονή» με το πεδίο της έρευνάς σου, αν πάψεις να το μελετάς με έμπνευση και ενθουσιασμό, αν σταματήσεις να επιστρέφεις διαρκώς σε αυτό, ελπίζοντας πάντοτε σε καινούργιες διαισθήσεις.
Κοιτάζοντας ωστόσο μακροσκοπικά το πράγμα, τείνω να υποστηρίξω ότι αυτή η «εμμονή» μάλλον μου βγήκε σε καλό. Όχι μονάχα διότι διευκόλυνε τη σχέση μου με τις νεότερες γενιές, επιτρέποντάς μας να συναντηθούμε σ’ έναν κοινό συμβολικό παρονομαστή. Όχι μονάχα διότι με εφοδίασε με ένα καινούργιο αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση της λεγόμενης «μεταμοντέρνας κατάστασης». Αλλά διότι μου έδωσε επιπλέον τη δυνατότητα να περισυνάγω το μυαλό μου από τις τηλεοπτικές κοκορομαχίες περί της κρίσης και να στοχαστώ σοβαρά περί αυτής, να εγκύψω με καθαρότερο μυαλό στις νεοφιλελεύθερες εκφάνσεις (και τερατογενέσεις) του σύγχρονου καπιταλισμού και να διερωτηθώ ανοιχτά για τις επαναστατικές δυνατότητες που μπορεί να υποκρύπτει η ίδια η έρημος του πραγματικού.
Η εμπειρία, πάντως, έχει δείξει ότι μετά από κάθε παρουσίαση του Matrix, το κοινό δείχνει τουλάχιστον προβληματισμένο – υπάρχουν άνθρωποι που μου έχουν εξομολογηθεί ότι μόλις γυρίσουν σπίτι, θα ξαναδούν την ταινία μόνο και μόνο για να διασταυρώσουν τις σκέψεις τους με τις δικές μου. Όσο δε για τη γνωστή και μη εξαιρετέα ερώτηση «είναι δυνατόν οι αδελφοί Γουακόφσκι να τα σκέφτηκαν όλα αυτά;» σπεύδω να υπογραμμίσω ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται το αξιοθαύμαστο του πράγματος: ότι όχι μόνο τα «σκέφτηκαν», αλλά επιπλέον κατάφεραν να τα ενσωματώσουν σε μία έξοχη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, επαναθεμελιώνοντας έτσι, πάνω σε μεταμοντέρνο έδαφος, κυρίαρχες νεωτερικές αφηγήσεις, όπως αυτές του μεσσιανισμού, της πολιτικής, του έρωτα και της ελπίδας.
Σταματώ εδώ. Και επιφυλάσσομαι να συνεχίσουμε τη συζήτηση σήμερα το βράδυ στις 19:30 – στο Χώρο Ιδεών, Συναντήσεων και Πολιτισμού του Δρόμου.