Ιστορικές επισημάνσεις γύρω από τον σχετικό διάλογο που έχει ανοίξει

του Κωσταντίνου Λαμπράκη*

 

Η μετεκλογική φάση εμπλοκής του πολιτικού σκηνικού και της ασταθούς ισορροπίας δυνάμεων, η επιχειρούμενη κεντροαριστερή ανασύνθεση και το θολό τοπίο ενώπιον του ΣΥΡΙΖΑ, στην εξεύρεση σύμμαχων δυνάμεων επάνω στην πρόταση εξουσίας του, φέρνουν στο προσκήνιο τις εμπειρίες από τα τέλη του 1950 και τις αρχές του 1960. Το προηγούμενο της απόσπασης δυνάμεων της ΕΔΑ, από την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.), αναφέρθηκε από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τον ίδιο τον πρόεδρό του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξει ο διάλογος για την περίοδο, με σχετική αρθρογραφία (1).

Επιγραμματικά, το κόμμα της μετεμφυλιακής Αριστεράς, η ΕΔΑ, κατακτά μετά τις εκλογές της 11ης Μαΐου τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποσπώντας το 24,43% των ψήφων. Εντούτοις, στις εκλογές του Οκτώβρη του 1961, τις γνωστές και ως «βίας και νοθείας», το ποσοστό της συρρικνώνεται στο 14,63%. Η συρρίκνωση παγιώνεται, βέβαια, και στις επόμενες εκλογές του Νοέμβρη του 1963 και του Φλεβάρη του 1964, οι οποίες διεξήχθηκαν με σαφώς ομαλότερους όρους. Εκλογές, όπου η ΕΔΑ απέσπασε 14,34% και 11,80% αντίστοιχα. Αντιστρόφως ανάλογες ήταν οι επιδόσεις της Ε.Κ.: 33,66% (σε εκλογικό συνασπισμό με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη) το 1961, 42,04% το 1963 και 52,72% το 1964. Αν και στο πλαίσιο ενός μικρού σημειώματος δεν έχουμε τη δυνατότητα να παρουσιάσουμε όλο το εύρος των αντιθέσεων που οδήγησαν στα παραπάνω αποτελέσματα, ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε τα -κατά τη γνώμη μας- κρίσιμα σημεία, τα σημεία καμπής.

 

Η Ιστορία διδάσκει

«Η Ιστορία γράφεται ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως φάρσα», υποστήριζε ο Κάρολος Μαρξ, στην 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Με αυτό το συμπέρασμα δεν συμφώνησαν ποτέ όλοι οι ιστορικοί. Βέβαια, μπορεί οι διχογνωμίες να αφορούν το αν επαναλαμβάνεται ή όχι η Ιστορία, κοινός τόπος είναι ωστόσο πως η Ιστορία διδάσκει. Στα καθ’ ημάς, η ελληνική κοινωνία των δύο πρώτων δεκαετιών μετά τους πολέμους, χαρακτηριζόταν από έντονη πόλωση. Υπήρχε ένα κομμάτι, το καθεστωτικό, απαρέγκλιτα προσηλωμένο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟϊκού «δυτικού κόσμου». Η διάρθρωση των πυλώνων εξουσίας του ήταν τριγωνική: Παλάτι, Στρατός, Δεξιά (Συναγερμός και κατόπιν ΕΡΕ). Παρά την αποκλειστική κατοχή του κράτους και την ύπαρξη ενός νομικού πλαισίου που κατοχύρωνε ρητώς την κυριαρχία του, διέθετε και σημαντική λαϊκή συναίνεση. Αυτή εξασφαλιζόταν είτε μέσω του πολυδαίδαλου πλέγματος υλικών συμφερόντων, το περίφημο «κράτος- εργοδότης», είτε μέσω της χειραγώγησης του πληθυσμού, κυρίως διαμέσου της τρομοκρατίας και της απομόνωσης της υπαίθρου. Από την άλλη, το πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ της ευρύτερης Αριστεράς, που παρά την οδυνηρή ήττα, ήταν εξαιρετικά ανθεκτικό. Μπορεί η πολιτική Αριστερά να αντιμετωπιζόταν ως κόμμα στα όρια της νομιμότητας, με πολλά στελέχη διωκόμενα και βρισκόμενη σε κατάσταση αποκλεισμού από το «εθνικό σώμα», εν τούτοις ο κοινωνικός κορμός διέθετε σοβαρότατες δυνάμεις.

Διακινδυνεύοντας κάποιες εκτιμήσεις γι’ αυτόν το «κοινωνικό κορμό», θα σημειώναμε πως αφενός συνεγειρόταν πάνω στα προγραμματικά στοιχεία που πρωτοέθεσε η ΕΑΜική εμπειρία: εκδημοκρατισμός, ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, αφετέρου ότι είχε εσωτερικές διαφοροποιήσεις και μια αυτόνομη θέση έναντι της πολιτικής Αριστεράς: ο κοινωνικός κορμός της Αριστεράς με την πολιτική της πτέρυγα επικοινωνούσε, συναντιόταν με αυτήν, αλλά δεν συγκροτούσε «οργανική ενότητα» μαζί της. Τέλος, μπορεί το κόμματα του Κέντρου, αθροιστικά, να είχαν μια αξιόλογη, με ποσοτικά χαρακτηριστικά, κοινωνική βάση, η ποιοτική τους σύνθεση όμως ήταν συγκεχυμένη. Οριζόταν περισσότερο ως αντίθεση διπλού τύπου απέναντι στην ΕΔΑ και στη Δεξιά. Είχαν, όμως, μεγάλες δυσκολίες να συγκροτήσουν ένα αυτόνομο και διακριτό πλαίσιο πολιτικού λόγου και προγράμματος. Συνεπώς, εμφανίζονταν κόμματα με κεντρώα φυσιογνωμία, που είτε λειτουργούσαν συμπληρωματικά προς τη Δεξιά, είτε οικειοποιούνταν προγραμματικά στοιχεία της Αριστεράς. Η περίπτωση της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα στις αρχές του ’50 ήταν ενδεικτική.

Η ΕΔΑ, ένα εγχείρημα «τύπου ΕΑΜ» (κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Μ. Λυμπεράτου) ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1951. Από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της επιχείρησε να συσπειρώσει γύρω της, καταρχήν, τον κοινωνικό κορμό της Αριστεράς, ως την πρωτοπορία των «δημοκρατικών μαζών». Πράγματι, στις εκλογές του ’58, σε μεγάλο βαθμό, δείχνει αυτόν το στόχο να τον επιτυγχάνει. Έως τότε, βέβαια, είχε εγγράψει σημαντικές πολιτικές επιτυχίες που της επιτρέπουν να αυξήσει το κύρος και την επιρροή της (2). Η διάσπαση του Κέντρου στις εκλογές του ’58 δεν ήταν πιο σημαντικός παράγοντας, για την επιτυχία της ΕΔΑ, από τον στενό πολιτικό «εναγκαλισμό» των ηγετών του, είτε με την ΕΡΕ είτε με τους άλλους πυλώνες εξουσίας του καθεστώτος.

 

Πολιτικές διώξεις και «ανένδοτος»

Η επιτυχία αυτής της ΕΔΑ εισάγει το μετεμφυλιακό καθεστώς σε νέα φάση. Κύριο το χαρακτηριστικό της συσπείρωσής του απέναντι στην ΕΔΑ και της ραγδαίας κλιμάκωσης των πιέσεων προς αυτήν. Πολιτικές πιέσεις που φθάνουν στο σημείο της δίωξης και φυλάκισης ενός πρωτοκλασάτου στελέχους της και συμβόλου της αντίστασης, του Μανώλη Γλέζου. Οι εκλογές της «βίας και νοθείας», προϊόν αυτής της καθεστωτικής φάσης ήταν. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, η ΕΔΑ βρίσκεται σε στρατηγική αμηχανία. Δυσκολεύεται να συγκροτήσει αυτήν την πολιτική γραμμή η οποία να απαντάει στις πιέσεις που υφίσταται. Αυτή η έλλειψη ήταν εμφανής στο επίπεδο της κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα: Η τριετία ’58-’61 ήταν περίοδος αναδίπλωσης των κοινωνικών αγώνων. Οι ελπίδες που γέννησε η επιτυχία του ’58 έδωσαν τη θέση τους στον προβληματισμό.

Αυτό που δεν κατάφερε να απαντήσει η ΕΔΑ, καταφέρνει να το απαντήσει η Ε.Κ. με τον «ανένδοτο»: καταγγελία του «εκλογικού πραξικοπήματος», άρνηση νομιμότητας της κυβέρνησης της ΕΡΕ, πολιτικές εξορμήσεις σε όλη την Ελλάδα, αμέσως μετά τις εκλογές του ’61. Το παραπάνω πολιτικό κλίμα τροφοδότησε την έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας με την κατακόρυφη άνοδο των κοινωνικών αγώνων τη διετία ’62-’63.

Μπορεί η συγκόλληση των κεντρώων δυνάμεων να είχε την ενεργή υποστήριξη των ΗΠΑ, ώστε να συγκροτηθεί «εθνική» αξιωματική αντιπολίτευση στην ΕΡΕ, αλλά ο «ανένδοτος» ήταν προϊόν της ανάγκης της Ε.Κ. να υπερβεί αυτόν τον ρόλο. Κατανόησαν, δηλαδή, οι ηγέτες του Κέντρου πως δεν γίνεται να υπάρξει άλλη, αντιπαραθετική στην ΕΡΕ κυβερνητική πρόταση, η οποία να μη λαμβάνει υπ’ όψιν τα προγραμματικά στοιχεία που συνέγειραν τον κόσμο της κοινωνικής Αριστεράς. Εξού και η Ε.Κ. με τον «ανένδοτο» συγκροτεί έναν κινηματικό πολιτικό λόγο, με πολλά προγραμματικά στοιχεία από την Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα σε ολοκληρωτική άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας με την ΕΔΑ. Αυτός ακριβώς ήταν κι ο χαρακτήρας του «διμέτωπου» της Ε.Κ.: οικειοποίηση στοιχείων του αριστερού προγραμματικού λόγου παράλληλα με την αναπαραγωγή της θέσης πως η ΕΔΑ αποτελούσε κόμμα «έξω από τα όρια της δημοκρατίας». Με αυτό τον τρόπο κατάφερε η Ε.Κ. να αποκτήσει επικοινωνία με τον κοινωνικό κορμό της Αριστεράς, διαχωρίζοντάς τον από την ΕΔΑ, η οποία βρισκόταν σε πολιτική απομόνωση.

Επίσης, με τον «ανένδοτο» μετατρέπεται το καθεστωτικό σε κομματικό: το πρόβλημα δεν σχετιζόταν πλέον με τη δομή του μετεμφυλιακού καθεστώτος αλλά με το «κομματικό κράτος» της ΕΡΕ. Με αυτό τον τρόπο ο «ανένδοτος» έδωσε τις απαραίτητες αιχμές και τους άμεσους στόχους για τη δεδομένη συγκυρία, αλλά παράλληλα αποπροσανατόλισε από άλλους κινδύνους, που η «αποστασία» το καλοκαίρι του 1965, τους έφερε βίαια στο φως.

 

Έλλειψη πολιτικής τόλμης

Τέλος, θα επισημάνουμε και το στοιχείο της πολιτικής τόλμης. Η ΕΔΑ, λόγω των διωγμών και των πιέσεων που υφίστατο όλη την περίοδο της ύπαρξής της, από ένα σημείο και ύστερα ήταν ιδιαίτερα φειδωλή σε τολμηρές κεντρικές πρωτοβουλίες. Την ίδια στιγμή, η Ε.Κ., εξαιτίας και των μεγάλων προσβάσεων που διέθετε στους καθεστωτικούς πυλώνες της εξουσίας, φαινόταν πιο τολμηρή, εκπέμποντας δυναμισμό απέναντι στην ΕΡΕ και πίστη για τη νίκη της, στοιχεία που η ΕΔΑ φαινόταν να τα έχει χάσει.

Είναι γεγονός, πάντως, πως με τον «ανένδοτο», η Ε.Κ., αναλαμβάνει (και) ένα σημαντικό κομμάτι της εκπροσώπησης της κοινωνικής Αριστεράς, απευθείας από την ΕΔΑ. Το 14,63% των εκλογών του ’61 με το 14,34% των εκλογών του ’63 δεν είχαν την ίδια σύσταση.

Το πρώτο, προερχόταν από τα χαμηλά ποσοστά στην ύπαιθρο, λόγω του ότι η τρομοκρατία ασκήθηκε με πολύ μεγαλύτερη ένταση εκεί. Το δεύτερο, σχετίζεται με την πτώση της ΕΔΑ προς όφελος της Ε.Κ. στα αστικά κέντρα, η οποία καλύφθηκε από την επαναφορά των ψήφων στην ύπαιθρο, λόγω των πολύ ομαλότερων πολιτικών συνθηκών στις οποίες διεξήχθησαν οι εκλογές του ’63.

Η περίοδος μεταξύ του Εμφυλίου και της Χούντας έχει μεγάλο πλούτο, από ιστορική σκοπιά. Ειδικά, δε, το άνοιγμα του διαλόγου σχετικά με την ΕΔΑ και τα διδάγματα από την εμπειρία της, μπορεί να αποβεί εξαιρετικά χρήσιμο για τη σημερινή ελληνική Αριστερά, η οποία βρίσκεται μετά από πολλά χρόνια, πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Αρκεί, βέβαια, να αρνηθούμε την εργαλειακή της χρήση και τις απευθείας αναλογίες, έχοντας κατά νου πως η ιστορική διαδικασία είναι κάθε φορά συγκεκριμένη και μοναδική.

 

 

1. Βλ. σχετικά: Τοποθέτηση Ρ. Ρινάλντι στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, 13/4/2014 & Α. Τσίπρας σε συνεδρίαση Πολιτικής Γραμματείας, 18/6/2014. Eπίσης, Τ. Κωστόπουλος: Να ‘τανε το 1961. Εφημερίδα των Συντακτών 24/6/2014, Τάσος Τρίκκας: ΕΔΑ- Αυτονομία- Συμμαχίες, 29/6/2014 & Γ.Λεονταρίτης: Το φάντασμα της ΕΔΑ στοιχειώνει το ΣΥΡΙΖΑ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 29/6/2014.

2. Σημαντικότερες από αυτές ήταν η συγκρότηση του αντι-ΕΡΕ συνασπισμού της Δημοκρατικής Ένωσης στις εκλογές του 1956 και η στάση της στο Κυπριακό.

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Λαμπράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!