Αρχική πολιτισμός Μένης Κουμανταρέας: Κάθε βιβλίο είναι αυτοβιογραφία – είτε είναι μασκαρεμένη είτε όχι

Μένης Κουμανταρέας: Κάθε βιβλίο είναι αυτοβιογραφία – είτε είναι μασκαρεμένη είτε όχι

Συνέντευξη στον Γιάννη Αντωνόπουλο
Πάντα επίκαιρος ο Μένης Κουμανταρέας έχοντας πρόσφατη τη βαριά απώλεια της γυναίκας του, της Λιλής, επανέρχεται με ένα καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, την Ξεχασμένη φρουρά, όπου συγκεντρώνονται κείμενα της τελευταίας δεκαετίας. Παράλληλα, εκδόθηκαν και τρεις νουβέλες του Μέλβιλ σε δική του μετάφραση με τον ενιαίο τίτλο Τρεις απόκληροι και με μια εξαιρετική εισαγωγή. Πρόσφατα, επίσης, κυκλοφόρησαν σε νέες εκδόσεις τρία παλιότερα κλασικά πλέον βιβλία του, Η κυρία Κούλα, Το κουρείο και Το αρμένισμα. Με περίμενε στην είσοδο του σπιτιού του την ώρα του ραντεβού.

Γιατί αποφασίσατε να βγάλετε αυτά τα κείμενα συγκεντρωμένα, τώρα; Είναι πλέον εθιμοτυπικό, ξεκινώντας από τον Πλανόδιο σαλπιγκτή, ένα τέτοιο βιβλίο κάθε δεκαετία;
Δεν μου αρέσουν οι εθιμοτυπίες, δεν τις συνηθίζω. Απλά, ένιωσα ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να βγάλω αυτό το βιβλίο και σε αυτό συνέτεινε η πρόταση του Θανάση Καστανιώτη και του Θανάση Νιάρχου. Αλλιώς δεν θα έπαιρνα την πρωτοβουλία εγώ.

Ήταν έκπληξη η αλλαγή του εκδότη.
Νομίζω ότι έχει περάσει ο καιρός που μπορεί κανείς να είναι πιστός σε ένα εκδότη. Εξάλλου, αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία μέσα στο γενικό κλίμα που ζούμε όλοι σήμερα, όπου και οι εκδότες, μαζί με όλα τα άλλα, είναι ανασφαλείς. Εν πάση περιπτώσει, επειδή είχα αυτή την πρόταση, όπως σας είπα, από τον Καστανιώτη, έκρινα ότι θα ήταν ωραίο να το βγάλω εκεί. Η ατμόσφαιρα ήταν πάρα πολύ θερμή και οι άνθρωποι, τους οποίους ξέρω άλλωστε από καιρό, ήταν ευγενείς και η έκδοση είναι και πολύ ωραία.

Το καινούργιο σας βιβλίο ξεκινά με την ομιλία σας στο Μέγαρο Ένα πλατάνι. Θα μπορούσε αυτό να θεωρηθεί παρακαταθήκη σας προς τους νεότερους συγγραφείς;
Παρακαταθήκη είναι μια επικίνδυνη λέξη. Θυμίζει τοκογλυφία. Θυμίζει κάτι το οποίο αποδίδει τόκους κι εγώ δεν έχω κανένα λόγο να προσμένω τόκους. Δεν το έγραψα για να λειτουργήσει ως παρακαταθήκη, αλλά κατέθεσα τη δική μου εμπειρία από τη ζωή μου και τα γραψίματά μου. Ήταν παραγγελία του Μεγάρου πριν από δυο χρόνια και νομίζω ότι ήταν το κατάλληλο κείμενο για εναρκτήριο στο βιβλίο.

Παράλληλα, με την Ξεχασμένη φρουρά κυκλοφορεί και η μετάφρασή σας στον Μπάρτλεμπυ, μια από τις ωραιότερες νουβέλες του Μέλβιλ.
Ο Μπάρτλεμπυ έχει γίνει αρχέτυπο για τους συγγραφείς που απαρνήθηκαν τη γραφή, γι’ αυτούς που θέλησαν να γράψουν και που δεν έγραψαν τελικά ή που ξεκίνησαν να γράφουν και σταμάτησαν νωρίς. Είναι κάτι που μέχρι ενός σημείου το πιστεύω. Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτό ο Μπάρτλεμπυ. Τώρα τι άλλο είναι αυτό απαιτεί συζήτηση. Η μετάφραση αυτή που βγήκε τώρα είναι ξαναδουλεμένη. Είναι Ο Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς και δυο ιστορίες που τιτλοφορώ Τρεις απόκληροι. Έχω βάλει έναν τίτλο δικό μου κι έχω και μια μικρή εισαγωγή που αιτιολογεί αυτόν τον τίτλο.

Πρόσφατα κυκλοφόρησαν σε καινούργιες εκδόσεις Η κυρία Κούλα, Το κουρείο και Το αρμένισμα. Τι έχει αλλάξει σ’ αυτά τα βιβλία;
Σχεδόν τίποτα. Στο Κουρείο έχουν αλλάξει μερικές λέξεις, έχουν γίνει λίγο πιο, δεν θα έλεγα σύγχρονες, θα έλεγα πιο βατές για τον αναγνώστη. Το αρμένισμα δεν έχει αλλάξει καθόλου, δεν έχει ξαναστοιχειοθετηθεί, είναι το ίδιο ακριβώς. Και στην Κούλα δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα. Έχει διατηρηθεί και το ίδιο εξώφυλλο. Στο Κουρείο η παλιά έκδοση ήταν πάρα πολύ μουντή, και στο Αρμένισμα ένιωθα ότι το ίδιο το διήγημα, το Αρμένισμα επισκίαζε τη Μέρα του 1638 και ιδίως τους Γάμους του Σπόρου και της Ποππαίας που το θεωρώ και την κεντρική νουβέλα αυτού του βιβλίου. Επομένως πήραν τη θέση τους στο εξώφυλλο. Όποιος θέλει τα προσέχει αυτά, όποιος θέλει τα προσπερνάει.

Εμένα Το κουρείο είναι το αγαπημένο μου βιβλίο και μου φάνηκε παράξενο που το είδα με καινούργιο εξώφυλλο.
Έχασε κάτι από την αχλύ που είχε παλιά; Η παλιά έκδοση πάντα είναι ανεκτίμητη σε όλα τα βιβλία αλλά καμιά φορά τα βιβλία πρέπει να ανανεώνονται. Το κείμενο, όμως, μέσα είναι ελάχιστα πειραγμένο.

Τι αίσθηση έχετε για την Κυρία Κούλα, 35 χρόνια μετά;
Φαίνεται ότι είναι ένα κείμενο που εξακολουθεί να αρέσει στον κόσμο. Απόδειξη είναι ότι αυτή τη στιγμή παίζεται και στο θέατρο. Την Κυρία Κούλα την έγραψα ή μάλλον τη συνέλαβα μέσα στον Ηλεκτρικό, γυρίζοντας από την δουλειά μου ή πηγαίνοντας να δω τον αδερφό μου σ’ ένα ίδρυμα στην Κηφισιά.

Εσάς σας αφορά πλέον;
Τα παλιά βιβλία έχουν να κάνουν με αυτό που ο συγγραφέας ήταν πριν από χρόνια. Τούτο δεν αφορά, αναγκαστικά, τον αναγνώστη. Στο μεταξύ έχω προχωρήσει σε γραπτά άλλου είδους, τελείως διαφορετικά.

Αν την ξαναγράφατε σήμερα τι θα άλλαζε;
Το πολύ-πολύ η ιστορία να ήταν στο μετρό και όχι στον Ηλεκτρικό.

Στο τέλος το ζευγάρι χωρίζει. Οι σχέσεις είναι καταδικασμένες να είναι θνησιγενείς;
Τίποτα δεν είναι καταδικασμένο, εκτός από τη ζωή του ανθρώπου που τελειώνει -θέλει δεν θέλει. Οι σχέσεις αυτές πορεύονται ανάλογα με το πώς άρχισαν. Δεν νομίζω ότι η περιπέτεια του Μίμη με την Κούλα είναι κάτι που έμεινε ξώφαλτσο. Όσο το έζησαν ήταν αληθινό και για τους δύο. Και για τον μικρό αλλά πολύ περισσότερο για τη μεγάλη, διότι αυτή είναι η πρωταγωνίστρια. Αυτή κάνει τη σχέση δεν την κάνει ο Μίμης. Και το γεγονός ότι ξαναγυρίζει στο σπίτι της, στον άντρα της και τα παιδιά της που από μερικούς έχει εκληφθεί ως προδοσία του έρωτα αυτού, στην πραγματικότητα δεν είναι. Εγώ πιστεύω ότι η Κούλα είναι σοφή και ότι ξέρει τον εαυτό της. Απλώς, η περιπέτεια αυτή με τον Μίμη της δίνει το δικαίωμα να ζήσει πράγματα που δεν είχε ζήσει ποτέ, να καταλύσει τη μονοτονία της αστικής ζωής της. Έστω κι αν τα πράγματα αυτά τελειώνουν, η ίδια βγαίνει πλουσιότερη. Ειδικά αυτή η σχέση της Κούλας είναι μια σχέση θνησιγενής. Φαίνεται από την αρχή αυτό το πράγμα. Τις σχέσεις των ανθρώπων ποτέ δεν μπορεί να τις ορίσει και να τις βάλει κανείς σε κουτάκια. Άλλοτε κρατούν μια ζωή, άλλοτε κρατούν μια μέρα. Σημασία έχει τι συμβαίνει σε αυτή την ημέρα ή σ’ αυτή τη ζωή.

Πώς σας φαίνεται που παίζεται στο θέατρο;
Να που ένας νέος συγγραφέας μικρότερος από μένα, ο Άκης Δήμου, έχει να πει με αυτό τον τρόπο κάτι παραπάνω ή διαφορετικό από μένα. Η παράσταση της «Κούλας» είναι αφαιρετική, τελείως διαφορετική από την ταινία με τη Ζαβιτσιάνου και πολύ ωραία, νομίζω. Ο Μαστοράκης έχει κάνει εξαιρετική δουλειά.

Τι συναισθήματα θα θέλατε να προκαλούν τα βιβλία σας;
Όχι πλήξης, πάντως!

Έχετε μετανιώσει για κάτι;
Έχω μετανιώσει όταν έχω αδικήσει ανθρώπους. Και τον εαυτό μου μαζί. Εξάλλου, η μετάνοια είναι ένας σπουδαίος μηχανισμός στη ζωή ενός ανθρώπου, είναι μια πράξη εξιλεωτική. Όταν δεν μετανιώνουμε, σημαίνει ότι δεν παραδεχόμαστε παρά μόνο τον εαυτό μας. Τη στιγμή της μετάνοιας απαρνιόμαστε κάτι από τον εαυτό μας. Αρκεί αυτό που απαρνιόμαστε να μας προχωράει ένα βήμα μπροστά.

Υπήρξε κάποια απόφαση που σας άλλαξε τη ζωή ριζικά;
Η απόφαση που μου άλλαξε τη ζωή ήταν να μείνω πάντα πιστός στο γράψιμο και στους ανθρώπους που αγάπησα. Το να μείνεις πιστός σε κάτι, το να ιεραρχείς τις αξίες αυτής της ζωής και να τις υπηρετείς είναι το σημαντικότερο πράγμα. Ναι, διάλεξα να κάνω μια ζωή, από πρώτη όψη ήρεμη και τακτοποιημένη, αστική αν θέλεις, κάθισα πολλά χρόνια υπάλληλος μετά έζησα ως συνταξιούχος, αλλά όχι ως συνταξιούχος της ζωής ούτε της τέχνης.

Εξακολουθείτε όλα αυτά τα χρόνια να είστε εξαιρετικά παραγωγικός. Υπάρχει καμιά συνταγή για το πώς να διαχειρίζεται κανείς το χρόνο του; Πώς να καταπολεμάει την αναβλητικότητά του;
Συνταγές υπάρχουν μόνο στη μαγειρική και οι καλύτεροι μάγειροι είναι αυτοί που δεν ακολουθούν συνταγές. Το ν’ αναβάλλεις είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Η μεγάλη αναβλητικότητα που έχει ο άνθρωπος είναι απέναντι στον θάνατο, κανείς δεν θέλει να τον αντιμετωπίσει. Μια σωστή δικαιολογία στην αναβλητικότητα είναι όταν δεν είναι κανείς έτοιμος να κάνει κάτι. Αν εγώ αναβάλλω ένα έργο που θέλω να γράψω, σημαίνει ότι δεν είμαι ακόμα ώριμος να το κάνω. Υπάρχει δηλαδή και η σοφή αναβλητικότητα. Αν, όμως, θέλεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα και το αναβάλλεις δεν θα το γράψεις ποτέ γιατί η στιγμή που έρχεται η ιδέα είναι αδιαπραγμάτευτη. Άμα τη χάσεις, έχασες το τρένο για πάντα, δεν συναντάς ποτέ τον Μίμη στη διαδρομή. Ενώ η Κούλα δεν ήταν αναβλητική στον Μίμη, τον καπάρωσε.

Είστε καλός στο να δίνετε συμβουλές;
Καμιά φορά… Τις καλύτερες συμβουλές τις δίνει κανείς στους άλλους. Το δυσκολότερο πράγμα είναι να δίνει κανείς συμβουλές στον εαυτό του.

Τώρα πώς γεμίζουν οι μέρες σας;
Οι μέρες μου γεμίζουν με τους πολύ καλούς συγγενείς που μου άφησε η γυναίκα μου, τους πολύ καλούς φίλους που έχω εργαστεί χρόνια για να τους έχω, γιατί πρέπει να εργάζεται κανείς για να σφυρηλατεί φιλίες. Γράφω και βγαίνω σε σωστές δόσεις.

Ισχύει το «Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα»;
Οπωσδήποτε η νύχτα για το σώμα είναι καλύτερη. Τώρα για τα γραπτά, αν η μέρα ή η νύχτα είναι καλύτερη δεν υπάρχει απάντηση.

Στο κείμενό σας Ένα πλατάνι αναρωτιέστε και για το διαχωριστικό που υπάρχει ανάμεσα στη σαρκική ηδονή και την πνευματική μέθη. Ο Χριστιανόπουλος έλεγε ότι δεν μαγαρίζει τις πνευματικές σχέσεις και ότι για τις ανάγκες της σάρκας ψωνίζει από αλλού. Συμφωνείτε;
Αυτή είναι μια καβαφική συνταγή προσαρμοσμένη σε Σαλονικιό περιβάλλον. Εγώ, ως Αθηναίος, δεν θέλω να μαγαρίσω τίποτα, ούτε την πνευματική ούτε την σαρκική επαφή. Φροντίζω να τις κρατάω και τις δύο σε μια ισορροπία.

Η θρησκεία σάς ενδιαφέρει;
Είμαι θρήσκος από μικρός, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία. Πιστεύω σ’ έναν Θεό, ο οποίος ρυθμίζει τα πράγματα και τον θεό αυτόν τον κουβαλάμε μέσα μας, όλοι.

Πιστεύετε στα θαύματα;
Τα θαύματα ξεκινάνε από τους ανθρώπους και όχι από τον όποιο θεό. Πιστεύω στα θαύματα των Γραφών που είναι πάρα πολύ ωραίες ιστορίες και διδακτικές, από τις οποίες συχνά παίρνουμε παραδείγματα. Τις πιστεύουμε αυτές τις ιστορίες όπως πιστεύουμε και στα παραμύθια. Αλλά τα θαύματα γίνονται στη ζωή τώρα. Αν δεν κάνεις το θαύμα σου στη ζωή, μόνος σου, εσύ ο ίδιος, δεν προχωράς ούτε σαν άνθρωπος. Τότε ουσιαστικά δεν είσαι θρήσκος μέσα σου. Πρέπει να πιστεύεις σε σένα για να κάνεις θαύμα στη ζωή σου.

Υπάρχει κάτι που να ονειρεύεστε από δω και πέρα;
Μετά την απώλεια της γυναίκας μου είναι δύσκολο να ονειρεύομαι. Βέβαια, ο άνθρωπος δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται. Και όταν παύει να ονειρεύεται παύει να ζει κιόλας, το όνειρο πεθαίνει τελευταίο. Ξέρω μόνο να φυλάγομαι από όνειρα που άλλοτε θεωρούσα ότι πραγματοποιούνται και ξέρω ότι στην ηλικία μου πια αυτά δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.

Ξαναγυρίζοντας στην Ξεχασμένη φρουρά αν θεωρήσουμε ότι όλες αυτές οι μορφές που παρελαύνουν στο βιβλίο (καλλιτέχνες, συγγραφείς κ.λπ.) είναι φρουροί του πολιτισμού μας μπορούν να θεωρηθούν ξεχασμένοι;
Πρόκειται για πρόσωπα και πράγματα τα οποία, ξαναθυμίζω, τόσο στον εαυτό μου όσο και στον αναγνώστη και στα οποία εμφυσώ μια δεύτερη ζωή.

Γράφετε κάτι τώρα; Διάβασα ότι γράφετε κάτι σαν αυτοβιογραφία;
Να μην πιστεύεις όλα όσα γράφουν οι εφημερίδες. Κάθε βιβλίο είναι αυτοβιογραφία – είτε είναι μασκαρεμένη είτε όχι. Το καλό είναι να μη μοιάζει με αυτοβιογραφία. Αν μοιάζει σημαίνει ότι είναι κακό μυθιστόρημα. Πάντως, γράφω ένα βιβλίο που δεν θα ανατρέξω σε κανένα κιτάπι όπως όταν έγραφα Το shοw είναι των Ελλήνων ή το Δυο φορές Έλληνας που κατέφευγα σε ντοκουμέντα. Αυτό είναι ένα βιβλίο για το οποίο ξέρω τα πάντα. Όχι ότι τα ξέρω εκ των προτέρων, αλλιώς δεν θα το έγραφα, ξέρω μόνο ότι δεν χρειάζομαι καμιά έξωθεν βοήθεια πλην της δικής μου. Το ένα χέρι βοηθάει το άλλο. Αν το αριστερό δεν βοηθάει το δεξί και το δεξί το αριστερό δεν γράφεις. Γράφεις και με τα δύο χέρια. Κι αν βάλεις κι ένα τρίτο της καρδιάς, της ψυχής, όπως θέλεις πες το, τότε γράφεις με τρία χέρια.

Σχόλια

Exit mobile version