Η Άγκυρα συνεχίζει την τακτική των τετελεσμένων
Η φράση περί «εκλιπούσας Δημοκρατίας της Κύπρου» στο έγγραφο που κατέθεσε η Τουρκία μετά την ολοκλήρωση του Συμβουλίου Σύνδεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, ήταν αυτή που περισσότερο ενόχλησε. Αλλά το σύνολο της εικόνας θα έπρεπε να ενοχλήσει πιο πολύ. Άλλωστε, η άποψη της Άγκυρας για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι περίπου γνωστή, η δε ευκολία με την οποία συζητιέται και από την ελλαδική και από την ελληνοκυπριακή πλευρά το ενδεχόμενο μιας νέας «οντότητας» που δεν θα αποτελεί συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν θα έπρεπε να αφήνει αμφιβολίες για το ότι το επόμενο βήμα της Άγκυρας θα ήταν ακριβώς να θεωρεί (και σε επίσημα έγγραφα) τη Δημοκρατία της Κύπρου εκλιπούσα.
Ποιο είναι το σύνολο της εικόνας; Ότι η Τουρκία δείχνει όχι απλώς να μην πιέζεται να υποχωρήσει σε κανένα σημείο, καθ’ όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού αλλά, αντίθετα, η «γραμμή» της συνεχώς κάνει βήματα σε μια συστηματική προώθηση θέσεων και κατάκτησης «τετελεσμένων», με την από δω πλευρά, κυρίως την ελλαδική, να κρατά μια στάση που -επιεικώς- δεν ανταποκρίνεται στις απειλές που υφίστανται. Μια στάση τόσο «ψύχραιμη» που αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται απλώς για αφασία.
Η Τουρκία καταθέτει ένα κείμενο για το οποίο δεν δέχεται απολύτως καμιά απάντηση και βέβαια καμιά πίεση από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία προεδρεύει μάλιστα η Ελλάδα. Στο κείμενο αυτό, στα σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό κεφάλαια από τα οποία εξαρτάται η παραπέρα πορεία σύνδεσης Ε.Ε.-Τουρκίας, ζητήματα για τα οποία η γειτονική χώρα θεωρητικά εγκαλείται στην υιοθέτηση πιο ήπιων θέσεων, η Άγκυρα εμφανίζεται με πιο «προωθημένες» θέσεις. χωρίς αυτό να της κοστίζει τίποτα. Αντίθετα, όταν μια Ελληνοκύπρια ευρωβουλευτής (η Ελένη Θεοχάρους) διαμαρτύρεται για τη στάση της Ε.Ε. και του προεδρεύοντος υπουργού Εξωτερικών για «απαράδεκτη αδράνεια», η Αθήνα απαντά στην Κύπρο με ρηματική διακοίνωση!
Επί της ουσίας, σε σχέση με το Κυπριακό η Άγκυρα εκμεταλλεύεται για πολλοστή φορά τις διαπραγματευτικές συνομιλίες για να θεωρήσει ως κεκτημένο υποθέσεις υποχώρησης από την ελληνοκυπριακή πλευρά που θα ίσχυαν μόνο στο πλαίσιο μια συνολικής αμοιβαία αποδεκτής ρύθμισης. Κατηγορεί, μάλιστα, την ελληνοκυπριακή πλευρά για «υπαναχώρηση», σαν να πρόκειται για συντελεσμένες υποχωρήσεις (έχει βάλει το χεράκι του εδώ ο απεσταλμένος του ΟΗΕ). Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί και την Δημοκρατίας της Κύπρου «εκλιπούσα», αφού περίπου αυτό θα ίσχυε αν ενσωματωθούν σε ενδεχόμενη τελικά συμφωνία όσα τώρα συζητούνται και εμμέσως έχουν γίνει αποδεκτά στο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου του Φεβρουαρίου (το οποίο επίσης κατά την Τουρκία αποτελεί νέο δεδομένο – και σε ένα βαθμό όντως αποτελεί αφού πρόκειται για επίσημο έγγραφο).
Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά η Άγκυρα υπερασπίζεται το casus belli ευθαρσώς και χωρίς να δείχνει ότι νιώθει την ελάχιστη πίεση να το πάρει πίσω (πράγμα αναμενόμενο αφού δεν ασκείται τέτοια πίεση) κάνοντας λόγο για αμοιβαιότητα του casus belli με την απόφαση του ελληνικού Κοινοβουλίου που εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση για μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπεται από το Δίκαιο της Θάλασσας. Συνιστά στην Ε.Ε. να μη χρησιμοποιεί τον όρο «απειλή» όταν αναφέρεται στην τουρκική πολιτική για τις θαλάσσιες ζώνες, ενώ κατηγορεί την Ελλάδα πως αρνείται να αναγνωρίσει την εθνοτική καταγωγή της «τουρκομουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης».