Μια εξαιρετική ταινία του Τόμι Λι Τζόουνς
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στη νέα του ταινία Μέχρι το τέλος, ο 67χρονος Τεξανός Τόμι Λι Τζόουνς, μεταφέρει το μυθιστόρημα Homesman (νοσταλγός) του Γκλέντον Σγουορθσάουτ, πλάθοντας δυνατούς φιλμικούς χαρακτήρες.
Κάπου στη Νεμπράσκα, στα μέσα του 19ου αιώνα, η δυναμική 30άρα Μαίρη Μπι (Χίλαρι Σουάνκ) που οργώνει μοναχή της τη σκληροτράχηλη γη, βρίσκεται σε αναζήτηση συζύγου. Βαθιά απογοητευμένη, από την προσβλητική απόρριψη του νεαρού βοηθού της, που τη χαρακτηρίζει δεσποτική, προσφέρεται να συνοδεύσει σε οίκο φιλοξενίας στην Αϊόβα, τρεις απόβλητες από την κοινότητα γυναίκες, ψυχικά διαταραγμένες μετά το χαμό των νεογέννητων παιδιών τους. Συνοδός στο μακρινό και επικίνδυνο αυτό ταξίδι είναι ο 60άρης φυγόδικος λιποτάκτης Μπριγκς (Τόμι Λι Τζόουνς) που η Μαίρη Μπι έσωσε απ’ την κρεμάλα. Το κρύο, οι ληστές, οι αγριεμένοι Iνδιάνοι και κυρίως η αβάσταχτη κατάσταση των καταρρακωμένων και αμίλητων γυναικών φέρνει κοντά τους δυο αταίριαστους χαρακτήρες. Θα καταφέρουν, όμως, να ανοίξουν ο ένας στον άλλον την καρδιά τους;
Με επίκεντρο το ταξίδι, ομηρική μεταφορά της ζωής, αυτή η εξαιρετική δραματική ταινία εποχής ανατέμνει διαχρονικά υπαρξιακά θέματα, τη δυσκολία του έρωτα, τις σχέσεις των δύο φύλων και την κοινωνική θέση της γυναίκας, κυρίως όμως, εστιάζει στη φιλία και τη συντροφικότητα, ως πράξη εναντίωσης στο θάνατο, δυο ανθρώπων σε κοινή συμπόρευση, υπερβαίνοντας ηλικία, φύλο και φυλή. Η δουλεμένη σεναριακή δομή σκιαγραφεί απ’ τα πρώτα λεπτά το κοινωνικό πλαίσιο. Μια ικανή και έξυπνη αλλά μοναχική γυναίκα δεν αντιμετωπίζεται ισότιμα, αλλά ως αλλόκοτη γεροντοκόρη, πριν το κέντρο βάρους μετατοπιστεί στον πρεσβύτερο άντρα, έναν αντικομφορμιστή τυχοδιώκτη.
Η ανισότητα των δύο φύλων οδηγούσε σε καταπιεστικά πρότυπα, ιδίως στη συζυγική σύμβαση. Η αποκατάσταση της γυναίκας αποκλειστικά μέσα από το γάμο αποτελούσε και το μοναδικό μέσο πρόσβασης στην ηδονή, ενώ η ανικανότητα τεκνοποίησης την έθετε στο περιθώριο. Σε μειονεκτική κατάσταση, η γυναίκα αμύνεται, αναπτύσσοντας ψυχικές διαταραχές, που εκδηλώνονται, όπως στην ταινία, και από τη σεξουαλική υποτίμηση, συχνά και κακοποίηση του συζύγου.
Μέσα από την προσέγγιση του ρόλου της γυναίκας, στιγματίζεται η ρατσιστική απόρριψη κάθε αδύναμου και απόκληρου από την κοινωνία, όπως στην περίπτωση των διαταραγμένων γυναικών, ενώ επισημαίνεται και η ψυχική φόρτιση όσων αναλαμβάνουν να τις στηρίξουν.
Μετά τις Τρεις ταφές του Μελχιάδες Εστράδα, ο σκηνοθέτης επανέρχεται στη σημασία της ταφής, νοηματοδοτώντας μια εσώτερη ψυχική διαδικασία. Ο κλονισμός της πρωταγωνίστριας στη θέα της βεβήλωσης ενός παιδικού τάφου και ο χαμός της στη νύχτα, σηματοδοτούν την υπαρξιακή της απόγνωση, ακόμα και μετά την ερωτική εκπλήρωση. Σπαραχτικό ρέκβιεμ, το ιδιόρρυθμο και μακάβριο αυτό γουέστερν, αντανακλά ανάλογη υπαρξιακή διάθεση με τον Νεκρό του Τζάρμους.
Μια σκηνή που αποκτά πολιτική διάσταση, είναι ο εμπρησμός του ξενοδοχείου από τον πρωταγωνιστή, όταν οι ανάλγητοι ιδιοκτήτες του αρνούνται να τους προσφέρουν ένα πιάτο φαΐ. Η μοιρασιά του γουρουνόπουλου που άρπαξε ο Μπρικς, για να ταΐσει τις εξαθλιωμένες γυναίκες, λειτουργεί ως άτυπος «μυστικός δείπνος», ενώ έχει προηγηθεί η σκηνή της «βάπτισης», όταν αυτές τον ακολουθούν στο ποτάμι, σε μια αναλαμπή τραγικής συνειδητοποίησης.
Εισάγοντας μια πρωτότυπη θεματική, ο Τόμι Λι Τζόουνς υιοθετεί τη δημοκρατική παράδοση που χάραξαν σκηνοθέτες της γενιάς του ’60 ( Άρθουρ Πεν, Σαμ Πέκινπα) επαναπροσδιορίζοντας με προοδευτική διάθεση το γουέστερν, είδος που χρησιμοποιήθηκε στη διαμόρφωση μιας συλλογικής αμερικανικής συνείδησης, μέσα από το σινεμά.
Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον ορίζοντα χαμηλά, σύμφωνα με την αισθητική των Χάουαρντ Χoκς και Τζον Φορντ στα γουέστερν, αφήνοντας χώρο στον απέραντο ουρανό να απλωθεί στην οθόνη, διαγράφοντας καθαρά τις φιγούρες στο κάδρο. Η λιτή κινηματογράφηση με την εναλλαγή κοντινών-μακρινών πλάνων, μεταφέρει το αχανές του αμερικανικού τοπίου. Η αναγνωρίσιμη αισθητική της σκοτεινής φιγούρας, που εγγράφεται κόντρα φως στον ορίζοντα, συμπληρώνεται από ένα σύγχρονης αισθητικής ρεαλισμό, με χειμωνιάτικα χρώματα και υποτονικούς φωτισμούς.
Ο Μάρκο Μπελτράμι στη δεύτερη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, συνέθεσε ορχηστρική μουσική με κιθάρα και πινελιές από σαντούρι, μπάντζο, ή λατινοαμερικάνικα κιθαρόνια, αποδίδοντας την ατμόσφαιρα της Άγριας Δύσης, ενώ χρησιμοποιεί και ατονικές συνθέσεις εγχόρδων, εκφράζοντας εσώτερα συναισθήματα.
Τους φιλμικούς χαρακτήρες ερμηνεύει ένα διαλεχτό καστ ηθοποιών, την παράσταση όμως κλέβει η συγκινητική παρουσία του ίδιου του σκηνοθέτη, στο ρόλο του «νοσταλγού» Μπρικς, που αρχικά εμφανίζεται μπαρουτοκαπνισμένος γεροξεκούτης, ενώ στη διάρκεια της ταινίας, κατά την υπαρξιακή πορεία προς τον έρωτα και το θάνατο, στο χαραγμένο απ’ τις ρυτίδες του πρόσωπο αναπτύσσεται μια σπαραξικάρδια έκφραση ενός πικραμένου νοσταλγού της ζωής, που η φιγούρα του χάνεται στο βάθος χορεύοντας, σε ένα εξαιρετικό κλείσιμο.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου