Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και η κρίσιμη παράμετρος του λαϊκού παράγοντα
Προχωρούν οι προετοιμασίες για την κατάρτιση και την παρουσίαση του εκλογικού και κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει και της παρουσίας του προέδρου του κόμματος στη ΔΕΘ το επόμενο Σαββατοκύριακο. Ο μέχρι τώρα διάλογος και οι πρώτες εξαγγελίες που γίνονται ή αναμένονται, περιστρέφονται κυρίως γύρω από την οικονομική και φορολογική πολιτική, τις τράπεζες και την αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση.
Την ίδια στιγμή που η προετοιμασία σε αυτά τα πεδία είναι απαραίτητη, το πολιτικό περιβάλλον στη χώρα θέτει ευρύτερα ζητήματα που ξεφεύγουν τόσο από τη σφαίρα της οικονομίας, όσο και από την αντιπαράθεση πολιτικών προγραμμάτων και δεσμεύσεων.
Το κύριο πρόβλημα της χώρας, όσο και αν αυτό ακούγεται παράδοξο ή δεν επιβεβαιώνεται από το πού πέφτει το βάρος της δημόσιας συζήτησης, δεν είναι οικονομικό αλλά πολιτικό. Έχει, δηλαδή, να κάνει με το πολιτικό σύστημα, το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα, τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η πολιτική ζωή και με το αν έχουν εκπροσώπηση μεγάλα, πλειοψηφικά τμήματα της κοινωνίας.
Το «σχέδιο 180-120», δηλαδή, η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να μη συγκεντρώσουν οι κυβερνητικές δυνάμεις 180 βουλευτές για την υπερψήφιση του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για εκλογές και κυβερνητική ανατροπή, φορτώθηκε με προσδοκίες, τις οποίες δεν μπορεί να εκπληρώσει και αδυνατεί να αποφέρει τα αναμενόμενα οφέλη για πολλούς λόγους.
Πρώτον, γιατί στηρίζεται σε δεδομένα που δεν εξαρτώνται από τη θέληση του ΣΥΡΙΖΑ και τη δική του δράση, αλλά σε κόμματα και βουλευτές επιρρεπείς σε άλλου είδους σχεδιασμούς, στοχεύσεις, ακόμα και στην ανοιχτή εξαγορά.
Δεύτερον, γιατί είναι τέτοια η φθορά του πολιτικού συστήματος συνολικά, που οι σχεδιασμοί που γίνονται στο πλαίσιό του αφήνουν αδιάφορη την κοινωνία, ερήμην της οποίας δεν μπορούν να στηριχθούν οι επιδιωκόμενες ανατροπές.
Τρίτον, γιατί η φθορά και οι απώλειες στηριγμάτων της σημερινής κυβέρνησης είναι πράγματι δυνατό να οξυνθούν, αλλά κυρίως μέσα από τα αδιέξοδα της πολιτικής της, το διεθνές περιβάλλον και την απονομιμοποίησή της στο εσωτερικό της χώρας. Οι όποιες απώλειες και αποσκιρτήσεις θα έρχονται ως αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών.
Τέταρτον, γιατί δοκιμάζονται ήδη πολιτικές και εφεδρείες ώστε να αποκλειστούν άλλου είδους εξελίξεις και η κοινωνική και πολιτική κατάσταση είναι αρκετά σύνθετη και απρόβλεπτη, όπως έχουν δείξει αρκετά γεγονότα τα δύο τελευταία χρόνια, και συχνά διαψεύδει ή ανατρέπει τους σχεδιασμούς των επιτελείων.
Ενώ βασική προϋπόθεση για το «120» ήταν «ρεαλιστικά» ένα κάποιο πλησίασμα της ΔΗΜΑΡ, η προώθηση της υποψηφιότητας Κουβέλη από συστημικά κέντρα, ουσιαστικά ματαίωσε αυτό το σχεδιασμό.
Ταυτόχρονα, οι διεργασίες στο πολιτικό σκηνικό συνεχίζονται με την επανεμφάνιση Παπανδρέου και το «ανακάτεμα της κουτάλας» στο χώρο της Κεντροαριστεράς από τη μια, και τις προσπάθειες αντισυριζικής συσπείρωσης στο πλαίσιο της Δεξιάς, από την άλλη.
Υπάρχουν δύο παράλληλα σχέδια του συστημικού στρατοπέδου. Το ένα αφορά τη λύση «παρένθεση ΣΥΡΙΖΑ» με μέριμνα να μη συγκροτήσει μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση σωτηρίας, αλλά να αναγκαστεί να συμμαχήσει με κεντροαριστερές και άλλες δυνάμεις σε μια κυβέρνηση με μινιμαρισμένες στοχεύσεις.
Το άλλο, η ώθηση, αξιοποιώντας πραγματικούς ή όχι κινδύνους, σε μια έκτακτη λύση μεταβατικής συνεργασίας του «συνταγματικού τόξου». Σενάρια επιστημονικής φαντασίας; Ας συνυπολογίσουμε το γενικότερο περιβάλλον και τη δυστοκία σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και ας αναλογιστούμε τι έχουμε δει να συμβαίνει αυτά τα χρόνια στη χώρα και την Ευρώπη.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να παίρνει πρωτοβουλίες που θα δυσκολεύουν τη συσπείρωση που επιδιώκει η κυβέρνηση για την εκλογή προέδρου και τη συνέχιση του καταστροφικού της έργου. Δεν μπορεί όμως αυτό το πεδίο, των κοινοβουλευτικών συσχετισμών, να είναι στις σημερινές συνθήκες το καθοριστικό για την πολιτική του αριστερού κόμματος.
Ειδικά η αποφασιστική αντιμετώπιση των διεργασιών στην κεντροαριστερά θα έπρεπε να αποτελέσει βασική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι το οποίο δεν έγινε. Όχι μόνο αυτό, αλλά χειρισμοί όπως η αναγόρευση της ΔΗΜΑΡ σαν περίπου φυσικού συμμάχου, η έλλειψη αιχμηρής τοποθέτησης για νοσηρά φαινόμενα όπως αυτό της επανεμφάνισης Γ. Παπανδρέου κ.ά., δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά.
Ταυτόχρονα, ορισμένες από τις κριτικές που ασκούνται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ξεφεύγουν, επί της ουσίας, από το μοντέλο του «κυβερνητισμού», δηλαδή από την ιδέα ότι η ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνη που θα τροποποιήσει τα δεδομένα. Η διαφοροποίηση αυτού του «αριστερού» κυβερνητισμού έγκειται στο ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλοντας ή παίρνοντας πιο «ριζοσπαστικά» μέτρα από τα προτεινόμενα, θα δημιουργήσει ρεύμα υποστήριξης της Αριστεράς και προώθησης βαθύτερων τομών.
Την ίδια στιγμή, ο «μεγάλος ασθενής» λέγεται κόμμα και λειτουργία του. Πάνω από ένα χρόνο μετά το ιδρυτικό συνέδριο που θα αντιμετώπιζε τις παθογένειες του παρελθόντος, θα ξεμπέρδευε με τον «ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών» και θα δημιουργούσε έναν ενιαίο φορέα, τα αποτελέσματα είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά και η κυριαρχία παραγοντισμών, προσωπικών στρατηγικών και μηχανισμών, τίποτα θετικό δεν προοιωνίζεται.
Κι όμως, διέξοδος υπάρχει. Αυτή όμως δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί σε μια συνολική ανάταξη του φρονήματος του λαού που η κάμψη του είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Η ανάκαμψη του φρονήματος που έχει πληγεί και ποδηγετηθεί τα δύο τελευταία χρόνια από φίλους και εχθρούς, απαιτεί όμως μια άλλου είδους στάση σε όλα τα μεγάλα ζητήματα.