Σε αυτή τη φιλόξενη γωνίτσα θα παρουσιάζονται στο εξής (μεταφρασμένα από τη διάσημη αρχαιοκάπηλη Marina Rodia) τα παλίμψηστα του Ήμπαν Ταλ, αρχαίου μυθοπλάστη από τη Χώρα των Πάρτων, που βρισκόταν κοντά στη Λωρίδα της Μπάζας, πριν ο Μεγαλέξαντρος τα κάνει όλα λίμπα εκεί πέρα με την επέλασή του στην Ασία. Στα κείμενα αυτά πρωταγωνιστούν διάφοροι επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρωες, όπως π.χ. ο ήρωας Μαντρακλής που ενεργούσε κάτω από τις διαταγές του εξαδέλφου του Γιουρωσθέα με τη βοήθεια του φίλου του Τρόϊκλαου, ο ήρωας Θρασέας που είχε πολύ θράσος μια και ήταν βασιλόπαιδο, και άλλοι πολλοί.
Ο πρώτος Μύθος αναφέρεται στη Χώρα των Κριμάτων, όπου υπήρχε ένα θεόρατο ζωντανό που τρεφόταν αποκλειστικά με τυρί φέτα και κάποιος έπρεπε να αναχαιτίσει την ορμή του. Έτσι που πήγαινε θα ’τρωγε όλη τη φέτα του πλανήτη, από Καναδά μέχρι και Σιγκαπούρη λέμε.
Ο Μαντρακλής ήταν ένας μεγάλος ήρωας ταγμένος στην υπηρεσία ενός μιζεριάρη εξαδέλφου, του Γιουρωσθέα, τιμωρημένος από τους θεούς για κάποιο παράπτωμα που δε διακρίνεται καλά στο παλίμψηστο. Μια μέρα λοιπόν, ο Γιουρωσθέας διέταξε τον Μαντρακλή (που λεγόταν έτσι γιατί είχε μια μάντρα αμελέτητα) να πάει να το σκοτώσει για να σώσει την τιμή της φέτας, που είχε πέσει στο έσχατο σημείο. Είχε καταποντιστεί στις διεθνείς Αγορές και οι Πάρτηδες βρισκόντουσαν σε απόγνωση. Πώς θα είχαν επιτυχία τα παρτάκια τους με φτηνιάρικη φέτα Σιγκαπούρης ή Καναδά;
Ο ήρωας τότε κατέβασε μια ιδέα, γιατί εκτός από δυνατά μπράτσα διέθετε και μυαλό, την είπε στον εξάδελφο, εκείνος συμφώνησε και ο Μαντρακλής γλίτωσε τον κόπο να κυνηγά και να εξοντώνει το φοβερό Θρεφτάρι. Τι είπε στο Γιουρωσθέα; Του είπε απλώς:
«-Αγαπητέ ξάδελφε, τι να μπλέκουμε τώρα με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα; Από Καναδά ίσαμε Σιγκαπούρη και τούμπαλιν είναι πανάκριβα τα ναύλα. Αρκεί να βάλουμε ταμπελίτσες στη δικιά μας φέτα “Αυθεντική Φέτα Παρτίας”, να ανεβάσουμε την τιμή στο ύψος του ρώσικου χαβιαριού ή κι ακόμα παραπάνω, κι όποιος θέλει να τρώει αληθινή φέτα ας αγοράζει. Εμείς θα κερδίζουμε στα γερά και οι άλλοι θα χάνουν, αυτοί που τρέφουν το Θρεφτάρι.»
Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Ροδέα Μαρίνου)