Δεν θα ξεχάσω μια βραδιά το ‘73, σ’ ένα υπόγειο σαλονικιώτικο κουτούκι, το στέκι μας. Καμιά δεκαριά παρέες, εργάτες και φοιτητές, ρετσίνα χύμα, φάβα με στουμπισμένο κρεμμύδι, πατάτες τηγανιτές, ντομάτα στα τέσσερα κι αμελέτητα  – η σπεσιαλιτέ– του μενού. Λαδόκολλα αντί για τραπεζομάντιλο και μια κιθάρα στον τοίχο που πάντα κάποιος βρισκόταν να τη γρατζουνίσει. Εννοείται πως αγόρια και κορίτσια φορούσαμε τα ίδια χακί μπατάλικα αμπέχονα κι από κάτω πλεχτά ζιβάγκο και τζιν παντελόνια, το δε κάπνισμα πήγαινε σύννεφο.

Εκεί που τραγουδούσαμε που λέτε, όλοι οι πελάτες μια παρέα το «Κολλήγα γιος» από τα απαγορευμένα «Μικροαστικά» του Κηλαηδόνη σε στίχους Νεγρεπόντη, ανοίγει απότομα η πόρτα, πιο πολύ σε καταπακτή έμοιαζε, και μπαίνει μέσα ένας μπάτσος με τη στολή, παγώσαμε!

Τρέχει ο ταβερνιάρης με λυμένα γόνατα να τον υποδεχθεί. Εκείνος τον αγνοεί επιδεικτικά, στρέφεται στον Πάρη, καλή του ώρα, που έπαιζε την κιθάρα και του λέει συγκινημένος: «Μπορείς να το ξαναπαίξεις; Αγρότη γιος είμαι κι εγώ και δεν νιώθω καθόλου καθεστώς».

Δεν θα το πιστέψετε, ο τύπος κόλλησε κι ερχόταν συχνά στην παρέα μας, μόνο μέσα στο κουτούκι, ποτέ εκτός, ήταν κατά κάποιον τρόπο η κάλυψή μας, μέχρι που τον έστειλαν μετάθεση στην Ορεστιάδα.

Καλό σου ταξίδι Λουκιανέ!

 

Σάνια Μωραΐτου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!