του Θανάση Μουσόπουλου*
Μια πολύ σημαντική πλευρά της μουσικής δημιουργίας του Μίκη Θεοδωράκη είναι η σχέση του με την παράδοσή μας, ιδιαίτερα μάλιστα την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική. Αυτό μπορούμε περισσότερο να το διαπιστώσουμε και να το νιώσουμε στις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας, και κυρίως τις μέρες της Λαμπρής, που διανύουμε τούτο το διάστημα. Ο Μίκης ήταν η Ζώσα Παράδοση του λαού μας.
Ο μουσικολόγος – μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος, στο λήμμα για τον Μίκη Θεοδωράκη στο «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό» (της Εκπαιδευτικής Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, τ. 4, σελ. 57-58, δεκαετία του 1980), παρατηρεί ότι ο Μίκης Θεοδωράκης: «Αντιπροσωπεύει όσο κανένας ίσως Έλληνας συνθέτης την ενσάρκωση του διχασμού της έντεχνης μουσικής μας ανάμεσα στις πάτριες ρίζες (δημοτικό τραγούδι, βυζαντινό μέλος, ρεμπέτικο) και στη Δύση».
Οι μελετητές του έργου του τονίζουν ότι ο Θεοδωράκης συνδύαζε στο έργο του τις επιρροές από την ελληνική λαϊκή μουσική (κρητική, μικρασιατική, βυζαντινή) με το ευρωπαϊκό κλασικό ρεπερτόριο. Ο ίδιος αναγνώριζε τη σχέση της μουσικής του με τον Γερμανικό Ρομαντισμό. Να σημειώσουμε, όπως θα φανεί και από τα στοιχεία που θα παραθέσουμε στη συνέχεια, ο Μίκης από πολύ νεαρός δημιουργεί έργα θρησκευτικούς στηριγμένος στην εκκλησιαστική μουσική.
ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΟ δημοσίευμα του Ελ. Ανδρώνη πληροφορούμαστε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτήρισε τον εαυτό του ως «παιδί της Εκκλησίας» και μίλησε για το μεγαλείο της Βυζαντινής Μουσικής που επηρέασε και το έργο του. Στην ερώτηση: «Υπάρχει ένα τραγούδι που κλείνετε μέσα σας, από τα τραγούδια σας, που να είναι η μυσταγωγία σας, το απαύγασμα; Υπάρχει ένα τραγούδι που σας δονεί περισσότερο;», αποκαλυπτική είναι η απάντηση του Μίκη:
«Δεν θα πω για δικό μου τραγούδι, αλλά εγώ είμαι παιδί της Εκκλησίας. Είμαι παιδί που γεννήθηκε με τη Βυζαντινή μουσική. Και γι’ αυτό ακριβώς στη τρίτη μου συμφωνία έβαλα και τους τρεις ύμνους – το «Αι γενεαί πάσαι» και λοιπά. Αλλά φυσικά, ο ογκόλιθος πάνω στον οποίο πάτησα σαν άνθρωπος και σαν μουσικός, είναι το «Τη Υπερμάχω». Εκεί αρχίζουν και σταματάνε όλα στη μουσική νομίζω».
Να σημειώσουμε ότι –όπως μας πληροφορεί σε κάποιο κείμενό του ο ίδιος– «Μετά την ΚΑΣΣΙΑΝΗ (1942) και τη ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (1982), συνέθεσα το 1984 την ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΙΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ, δηλαδή το καθ’ ημάς REQUIEM (για να τονισθεί η αναλογία με τη γνωστή μουσική φόρμα της ευρωπαϊκής μουσικής)».
Θα τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο Μίκης, μιλώντας για το έργο του «Θεία Λειτουργία» (Mlssa Creca), γράφει για την πορεία του:
«Προσωπικά είχα την τύχη να ζυμωθώ από μικρός με τη μουσική της εκκλησίας. Μαθητής του δημοτικού, στο Αργοστόλι, συμμετείχα στην εκκλησιαστική χορωδία που σχημάτιζε κάθε χρόνο ο μητροπολίτης για τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής. […] Μετά το Αργοστόλι, στην Πάτρα και στον Πύργο, συμμετείχα πάντα σε εκκλησιαστική χορωδία, για να καταλήξω στην Τρίπολη (1940-43) να διευθύνω πια ο ίδιος τη χορωδία της Αγίας Βαρβάρας. Τότε έγραψα και τα πρώτα μου εκκλησιαστικά δοκίμια: Σε υμνούμεν, Χερουβικά, Δοξολογία, με κορύφωμα στα 1942 να συνθέσω την Κασσιανή, που και σήμερα την τοποθετώ ανάμεσα στα κορυφαία μου έργα»
Να σημειώσουμε ότι ο χριστιανισμός επηρέασε γενικότερα τον νεαρό δημιουργό: «Εδώ θα πρέπει να πω ότι πέρασα από τον χριστιανισμό την εποχή της εφηβείας (1940-42). Μάλιστα, τον ίδιο καιρό, μοίραζα την αγάπη μου ανάμεσα στον Χριστό και στον Πλάτωνα -ή πιο σωστά τον Σωκράτη- και νομίζω ότι ο Μαρξ και ο Λένιν ήρθαν μέσα μου εντελώς φυσιολογικά να ολοκληρώσουν και κυρίως να θεμελιώσουν και να τεκμηριώσουν τη βαθύτατη ηθική, ψυχική και πνευματική ανάγκη που ένιωθα για τη θεοποίηση του Ανθρώπου».
ΑΠΟ ΤΟ 1943 ο Μίκης ζει στην Αθήνα. Σημειώνει: «Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ολόκληρο το 1944 (όταν πια ήμουν οργανωμένος εαμίτης) συνέθεσα ένα ορατοριακό έργο για χορωδία και ορχήστρα εγχόρδων με κείμενα δικά μου, όπου αγωνιωδώς αναζητούσα τον Θεό. Τον αναζητούσα στο Φως, τον αναζητούσα στο Σκότος. Και τον βρήκα, στο τέλος, στο πρόσωπο του Ανθρώπου. «Να τοι τώρα οι προλετάριοι που ανεβαίνουν από τον βυθό». Και δεν είχα άδικο… Στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν (1945-50), σε πόσες και πόσες περιπτώσεις δεν έζησα αυτό το συγκλονιστικό συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη θεοποίηση του Ανθρώπου. Δηλαδή, την υπέρβαση των ορίων του βιολογικού επιστητού και την ταύτιση με το πνευματικό ιδεώδες που δεν είναι άλλο παρά η θυσία και ο θάνατος: Σωκράτης – κώνειο, Χριστός – σταύρωση. Σύντροφος – εκτέλεση…».
Για το έργο του ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΙΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ, REQUIEM γράφει: «Τελείως διαφορετική είναι η μουσική γλώσσα που χρησιμοποίησα στο έργο αυτό, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Το δέος του «απαίδευτου» Έλληνα που με διακατείχε όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα, έφηβος ων, συγχορδίες μέσα στην εκκλησία, είχε πλέον σβήσει ύστερα από 40 και πλέον έτη μουσικού βίου. Είναι πράγματι περίεργο το ότι αυτό το δέος υπήρχε τόσο έντονο μέσα μου ακόμη έως το 1982, προκειμένου να αντιμετωπίσω ένα εκκλησιαστικό κείμενο, όπως η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Το χέρι μου ανήκε ασφαλώς στα 1982, όμως η ψυχή μου είχε παραμείνει μαρμαρωμένη και εκστατική στο 1942. Και το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί σαν εκπλήρωση ενός εφηβικού πόθου – μιας νεανικής φιλοδοξίας που είχε σαν μέγιστα πρότυπα τον Πολυκράτη και τον Σακελλαρίδη…
Με την αφιέρωση του έργου αυτού στους νεκρούς της σφαγής των Καλαβρύτων, αποτίω φόρο τιμής στη μνήμη των εθνομαρτύρων της νεώτερης ιστορίας μας»
Ο γνωστός μουσικοκριτικός Γιώργος Β. Μονεμβασίτης μιλώντας για τη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τη βυζαντινή μουσική (Ελευθεροτυπία, 21 Μαΐου 2013) παρατηρεί:
«Είναι δεδομένη η αγάπη του Μίκη Θεοδωράκη για τη βυζαντινή μουσική, όπως και η συναρπαστικά μυθιστορηματική ζωή του. […] Η βυζαντινή μουσική αποτέλεσε ένα από τα πρώιμα δημιουργικά ερεθίσματα του Μίκη Θεοδωράκη. Ο ίδιος, άλλωστε, θεωρεί ως κορυφαίο νεανικό έργο του το Τροπάριο της Κασσιανής, το οποίο συνέθεσε στις αρχές του 1943 στην Τρίπολη. Στοιχεία βυζαντινού μέλους ανιχνεύονται σχεδόν σε όλο το έργο του: από τα λαϊκά τραγούδια μέχρι τις επιβλητικές συμφωνίες του».
Αναφερόμενος ο Γ. Μονεμβασίτης στην «Ακολουθία εις κεκοιμημένους» σημειώνει: «Το έργο ουσιαστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, χρονικά ισομοιρασμένα. Στο πρώτο μέρος (Εν τω Ναώ-Ευλόγησον, Στάσις Α, Στάσις Β, Στάσις Γ, Νεκρώσιμα Ευλογητάρια), όπου η μελοποίηση και η εναρμόνιση συνταιριάζουν αρμονικά το βυζαντινό μέλος με τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση, ακολουθείται το τυπικό της Νεκρώσιμης Ακολουθίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το δεύτερο μέρος, στο οποίο επικρατεί ο βυζαντινός ήχος, είναι δομημένο με το Τριαδικό, το Θεοτόκιον, τα Νεκρώσιμα Ιδιόμελα και τους Μακαρισμούς. Τα περισσότερα από τα ποιητικά κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ανήκουν στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Ο συνθέτης χρησιμοποίησε εμφαντικά τις χορωδίες, ιδίως την παιδική, που στο δεύτερο μέρος τραγουδά και χωρίς οργανική συνοδεία, και τους μονωδούς και τα όργανα των χαμηλών περιοχών».
ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ το κείμενό μας αυτό για τη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τη Βυζαντινή μουσική παράδοση, θεωρώ πολύ σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο φίλος και συνοδοιπόρος του Μίκη Μάνος Χατζιδάκις στην περίφημη ομιλία του 1949 για το Ρεμπέτικο είχε πει:
«Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία».
Δεν θεωρώ τυχαία τη συμπόρευση του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι και σε τούτο το μεγάλο κεφάλαιο του νεοελληνικού πολιτισμού.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής